ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 125/2005)

23 Μαΐου 2005

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ALIOGE EBOKA,

Αιτητής,

- ν. -

  1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

3. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Δ. Κακουλλής, για τον Αιτητή.

Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 22 Δεκεμβρίου 2003 ο αιτητής παρουσιάστηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού όπου δήλωσε ότι ήταν Νιγηριανός, ότι έφυγε από τη χώρα του ως λαθρεπιβάτης σε πλοίο και ότι την 21 Δεκεμβρίου 2003 εισήλθε παράνομα στην Κύπρο. Ο σκοπός του, καθώς δήλωσε, ήταν να μετέβαινε στην Ιταλία λόγω της ανασφάλειας που επικρατούσε στη χώρα του. Το πώς αντικρίστηκε η περίπτωση από αστυνομικής πλευράς δεν έχει παρούσα σημασία. Εκείνο που εδώ ενδιαφέρει είναι ότι στις 10 Ιανουαρίου 2004 ο αιτητής, ο οποίος εμφάνιζε τον εαυτό του ως πρόσφυγα, υπέβαλε, με το προβλεπόμενο έντυπο, αίτηση για άσυλο. Ορίζεται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε), ότι:

«3. - (1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ΄ αυτή.»

 

Ο αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στις 12 Απριλίου 1976, ότι η μητρική του γλώσσα είναι η αγγλική, ότι είχε ως δεύτερες γλώσσες την Ιτσεκίρι και λιγότερο την Ιμπο, ότι είχε μόρφωση μέσης εκπαίδευσης και ότι από το 1994 αυτοαπασχολείτο ως λιανοπώλης. Ως προς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ήρθε στην Κύπρο, ο αιτητής δήλωσε ότι πλήρωσε $400 για να ταξιδεύσει λαθραία και να μεταβεί στην Ιταλία όπου θα ζητούσε άσυλο, ότι στις 12 Αυγούστου 2003 επιβιβάστηκε σε εμπορικό πλοίο χωρίς οποιοδήποτε ταξιδιωτικό έγγραφο ή άλλο έγγραφο που να πιστοποιούσε την ταυτότητα ή την καταγωγή του και ότι, αντί να τον μεταφέρουν στην Ιταλία, την 21 Δεκεμβρίου 2003 τον αποβίβασαν στη Λεμεσό. Επίσης δήλωσε ότι έφυγε από τη χώρα του επειδή φυλετικές διαμάχες στην περιοχή Δέλτα και ειδικά στην πόλη Γουάρρι όπου διέμενε, έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή του. Ισχυρίστηκε ότι ανήκε στη φυλή Ιτσεκίρι η οποία, καθώς εξήγησε, υφίστατο διωγμό από δύο άλλες φυλές, την Ιντζάο και την Ουρόπο.

Περιέγραψε την κατάσταση στην περιοχή του ως ακολούθως. Διεξάγονται από το 1980 ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των εν λόγω φυλών επειδή και οι τρεις διεκδικούν την περιοχή. Οι Ιντζάο θεωρούν ότι οι Ιτσεκίρι είναι μετανάστες που δεν έχουν δικάιωμα να κατέχουν γη. Νεαροί Ιντζάο διενεργούν επιθέσεις εναντίον των Ιτσεκίρι σκοτώνοντας και λεηλατώντας. Τον τελευταίο καιρό το ίδιο πράττουν και οι Ουρόπο με σκοπό την εξάλειψη των Ιτσεκίρι. Επιπλέον οι Ιντζάο διεξάγουν ένοπλο αγώνα και κατά της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης η οποία δεν μπορεί να επιβάλει την τάξη αλλά ούτε επιτρέπει στα Ηνωμένα Έθνη να επέμβουν για να τερματίσουν τις εχθροπραξίες. Η διένεξη αναφορικά με τη γη επιτείνεται ένεκα της εκμετάλλευσης κοιτασμάτων πετρελαίου από ξένες εταιρείες τις οποίες οι Ιντζάο προσπαθούν να εκδιώξουν. Η ανασφάλεια που προκαλείται από τις συχνές εχθροπραξίες έχει οδηγήσει πολλές οικογένειες Ιτσεκίρι, συμπεριλαμβανομένων των γονέων του και της αδερφής του, να εγκαταλείψουν την περιοχή, φοβούμενοι για τη ζωή τους. Έτσι αποφάσισε να φύγει και αυτός.

Στις 28 Ιανουαρίου 2004 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διεξήγαγε συνέντευξη για τη διακρίβωση στοιχείων ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η γνησιότητα του αιτήματος για άσυλο. Υποβλήθηκαν στον αιτητή ερωτήσεις αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του. Θεωρώ χρήσιμο να παραθέτω το σχετικό μέρος, αυτούσιο στην αγγλική γλώσσα, στην οποία διεξήχθη η συνέντευξη:

«a. Have you been harassed/persecuted? (if yes, discribe) Yes X No

j. Other immediate reasons for leaving your country of origin?

 

΄Επειτα, απαντώντας σε ερώτηση για τις τυχόν επιπτώσεις σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του, ο αιτητής ανέφερε (α) ότι θα κινδύνευε η ζωή του ένεκα των συχνών συγκρούσεων μεταξύ ένοπλων ομάδων από νεαρούς Ιντζάο και Ουρόπο από τη μια μεριά και Ιτσεκίρι από την άλλη, όπως επίσης και ένεκα των συγκρούσεων μεταξύ των Ιντζάο με την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση• (β) ότι η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση θα θεωρούσε ότι ανήκε και αυτός σε ένοπλη ομάδα οπόταν θα συλλαμβανόταν και θα φυλακιζόταν• και (γ) ότι περιπλέον θα αντιμετώπιζε κατηγορίες για το ότι έφυγε από τη χώρα του χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα και άδεια. Όμως αυτά τα ανέφερε ως μάλλον υποθετικά αφού, καθώς πρόσθεσε, οι Αρχές της χώρας του δεν θα του επέτρεπαν να επιστρέψει δεδομένου ότι είχε φύγει παράνομα. Επίσης του υποβλήθηκαν ερωτήσεις για το κατά πόσο όντως διέμενε στην πόλη Γουάρρι της περιοχής Δέλτα της Νιγηρίας και ανήκε στη φυλή Ιτσεκίρι.

 

Ο λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη ετοίμασε λεπτομερή έκθεση, ημερ. 30 Ιανουαρίου 2004. Εισηγήθηκε, για λόγους που με λεπτομέρεια εξήγησε, ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή ως προς το γιατί εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ήταν «αβάσιμοι και μη αξιόπιστοι». Η Υπηρεσία Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση και με απόφαση, ημερ. 15 Απριλίου 2004, απέρριψε την αίτηση για άσυλο. Σε σχέση με τον τόπο καταγωγής και διαμονής του αιτητή, θεώρησε πως οι λεπτομέρειες που δόθηκαν ήταν ικανοποιητικές. Δεν συνέβηκε το ίδιο όμως και ως προς τη φυλή στην οποία ο αιτητής ανήκε. Για αυτό το δεύτερο, η Υπηρεσία Ασύλου αιτιολόγησε την άποψη της ως εξής:

«Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει με τον ισχυρισμό σας ότι ανήκετε στη φυλή Ιτσεκίρι. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν ήσασταν σε θέση να τεκμηριώσετε με τρόπο αξιόπιστο ότι όντως ανήκατε στην εν λόγω φυλή. Αυτό διαφαίνεται από το γεγονός ότι δεν γνωρίζατε να αναφέρετε διάφορα ήθη και έθιμα της φυλής σας, δεν γνωρίζατε να αναφέρετε άλλες περιοχές που ζουν μέλη της φυλής σας, δεν γνωρίζατε ποια διάλεκτο/γλώσσα μιλούν οι Ιτσεκίρι, και τέλος δεν γνωρίζατε να αναφέρετε μερικά σημαντικά περιστατικά που αφορούν εχθροπραξίες ανάμεσα στη φυλή σας και στη φυλή με την οποία ισχυριστήκατε ότι υπάρχουν προβλήματα. Αυτό έχει προκαλέσει στην Υπηρεσία Ασύλου αμφιβολίες για το ότι ανήκετε στη φυλή Ιτσεκίρι και θεωρείται ότι η έλλειψη γνώσεων έχει πλήξει την αξιοπιστία σας.»

 

Η απόφαση γνωστοποιήθηκε στις 9 Ιουλίου 2004.

Στις 16 Ιουλίου 2004 ο αιτητής, ενεργώντας μέσω νομικού συμβούλου, άσκησε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Η οποία, στις 3 Νοεμβρίου 2004, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων κατέληξε ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν ορθή και αιτιολογημένη. Παραθέτω τη σκέψη της αναφορικά με αυτό το αποτέλεσμα:

«Εξέτασα ενδελεχώς τον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε τους ισχυρισμούς τους προσφεύγοντα ότι διαμένει στην πόλη Warri αξιόπιστους και ορθά έκρινε τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντα ότι ανήκει στην φυλή των Ιτσεκίρι ως αναξιόπιστους. Η Υπηρεσία Ασύλου ορθά διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει με τρόπο αξιόπιστο ότι όντως ανήκει στην φυλή των Ιτσεκίρι. Αυτό φαίνεται από τα εξής:

Η Υπηρεσία Ασύλου ορθά διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν κατάφερε να θεμελιώσει ότι υπόκειται σε δίωξη για λόγους που συνιστούν την αναγνώριση του ως πρόσφυγα βάσει του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004, άρθρο 3. Συγκεκριμένα δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του ότι διωκόταν στην χώρα καταγωγής του λόγω του ότι συμμετείχε σε κάποια φυλετική ομάδα όπως προνοούν οι παραγράφοι 68, 69 και 70 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Η προσεκτική μελέτη του πραγματικού υλικού που περισυνέλεξε και ορθά έλαβε υπόψη η Υπηρεσία Ασύλου, υπαγόμενη στο σχετικό νομικό πλαίσιο που ορθά αναφέρθηκε και καταγράφεται από την Υπηρεσία Ασύλου, ορθά την οδήγησε στην αιτιολογημένη και ορθή απόφαση της που αποστάληκε και στον προσφεύγοντα (ερυθρά 43-44, Φακ. Υπ. Ασ.).

Το πραγματικό υλικό που καταγράφεται από την Υπηρεσία Ασύλου λεπτομερώς ορθά και αιτιολογημένα στηρίζει και νομιμοποιεί το διά ταύτα της Υπηρεσίας Ασύλου.

Με όσα εξέθεσα ανωτέρω, εύκολα καταδεικνύεται ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση προσφυγής δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό του Περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, αναγκαίες προϋποθέσεις για παροχή του καθεστώτος του Πρόσφυγα που προβλέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου. Ο προσφεύγων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.

Επίσης δεν απέδειξε ότι μπορεί να τύχει καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ως προβλέπεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου. Ο προσφεύγων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2). Ούτε καν πληροί τις προϋποθέσεις να του παραχωρηθεί το καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους ως προβλέπει το άρθρο 19 Α του ιδίου Νόμου.»

 

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προβάλλει ότι δεν ευσταθούν οι λόγοι για τους οποίους θεωρήθηκε ατεκμηρίωτη η θέση του ότι ανήκει στη φυλή των Ιτσεκίρι. Συγκεκριμένα, αμφισβητεί ότι η αρμόδια Αρχή είχε πληροφορηθεί ορθά για τα δεδομένα της χώρας του σε σχέση με τα ήθη και έθιμα, τον τόπο ή τους τόπους όπου κατοικούν οι Ιτσεκίρι, και τη διάλεκτο που ομιλούν. Επιπλέον αμφισβητεί την άποψη της αρμόδιας Αρχής ότι θα αναμενόταν, μέσα στο γενικό κλίμα εχθροπραξιών, να γνώριζε ή να ξεχώριζε ορισμένα επεισόδια ως τα πιο σημαντικά και να ήταν ακριβώς εκείνα που η αρμόδια Αρχή εντόπισε στο διαδίκτυο.

Μου φαίνεται πως πράγματι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει έδαφος για αμφισβήτηση, τουλάχιστον μέρους των όσων η αρμόδια Αρχή θεώρησε ως τα δεδομένα με βάση τα οποία μπορούσαν να ελεγχθούν οι απαντήσεις του αιτητή σχετικά με τη φυλή στην οποία ανήκει. Κτυπητό παράδειγμα αποτελεί η αξιολόγηση της απάντησης του ως προς τη διάλεκτο που ομιλούν οι Ιτσεκίρι. Υπενθυμίζω πρώτα ότι στην αίτηση του είχε δηλώσει ότι η πρώτη του γλώσσα ήταν η Αγγλική, η δεύτερη η Ιτσεκίρι, ενώ μιλούσε λίγο και μια τρίτη. Στη συνέντευξη εξήγησε πως οι Ιτσεκίρι ομιλούν τη διάλεκτο Γιορούμπα (Yoruba). Η άποψη πως ήταν λανθασμένη η απάντηση ότι οι Ιτσεκίρι ομιλούν την εν λόγω διάλεκτο στηρίχθηκε σε ιστοσελίδα του διαδικτύου, την υπ΄ αρ. 4 στο σχετικό κατάλογο του λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη. Σύμφωνα με ό,τι σημείωσε ο λειτουργός: «Yoruba είναι μια φυλή που ζει στο Δυτικό μέρος της Νιγηρίας (4). Οι Ιτσεκίρι κατοικούν στην επαρχία Δέλτα στο Νότιο μέρος της Νιγηρίας». Όμως η αναφερθείσα ιστοσελίδα δεν υποστηρίζει αυτή την άποψη. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι άλλη ιστοσελίδα, η υπ΄ αρ. 5 στον κατάλογο, στην οποία ο λειτουργός παρέπεμψε σε σχέση με μια άλλη πτυχή, αναφέρει ότι (στη σελ. 3): «The Itsekiri speak a Yoruba dialect whose vocabulary has been widened by the infusion of a large number of Portuguese, Bini and English words».

Η αδυναμία της προσβαλλόμενης απόφασης στον υπό αναφορά τομέα οδηγεί αναπόφευκτα στην ακύρωση της. Αλλά προσθέτω και την παρατήρηση ότι αν κατά την επανεξέταση προκύψει ότι ο αιτητής όντως ανήκει στη φυλή των Ιτσεκίρι, παραμένει για εξέταση εν συνεχεία και το κατά πόσο, υπό το φως των απαντήσεων που δόθηκαν κατά τη συνέντευξη, δικαιολογείται η παραχώρηση ασύλου αν η περίπτωση του αιτητή δεν διαφέρει από εκείνη εκατομμυρίων ανθρώπων, στη Νιγηρία και αλλού στον κόσμο, οι οποίοι δυστυχώς ζουν υπό συνθήκες συγκρούσεων και ανασφάλειας. Στο γενικότερο δε αυτό ερώτημα σημασία μπορεί να αποκτήσει και ειδικότερα η δυνατότητα του αιτητή να μετακινείτο σε άλλη περιοχή της δικής του χώρας αφού, καθώς ο ίδιος ανέφερε κατά τη συνέντευξη, θα μπορούσε να μετέβαινε στην πολιτεία Εντο (Edo), μόνο που δεν γνώριζε κανένα εκεί. Αλλά βέβαια ούτε στο εξωτερικό γνώριζε κανένα. Το ερώτημα θα πρέπει να το κρίνει πρωτογενώς η αρμόδια Αρχή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο