ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 376/2003)
7 Απριλίου 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΙΛΟΘΕΗ ΜΟΥΡΤΖΗ,
Αιτήτρια,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση ημερ. 18 Μαρτίου 2003 με την οποία, μετά που βρέθηκε ένοχη στις 11 Μαρτίου 2003 σε οκτώ κατηγορίες για πειθαρχικά παραπτώματα, η Ε.Δ.Υ. της επέβαλε πειθαρχική ποινή αναγκαστικής αφυπηρέτησης από 19 Μαρτίου 2003.
Τον Μάρτιο του 2000, ύστερα από πολλές και επί μεγάλου χρονικού διαστήματος καταγγελίες εναντίον της αιτήτριας, η αρμόδια αρχή διόρισε ερευνώντα λειτουργό, βάσει του άρθρου 81(2)(α) του περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε). Αυτή η διαδικασία διακόπηκε πριν από την υποβολή πορίσματος όταν φάνηκε πως η υπόθεση ήταν πιο σοβαρή από ό,τι είχε αρχικά υπολογιστεί, και τον Φεβρουάριο του 2001 ο ίδιος λειτουργός διορίστηκε ξανά για να διεξαγάγει έρευνα με βάση, αυτή τη φορά, την παράγραφο (β) του άρθρου 81(2). Προβλέπεται ότι:
«81(1) .................................................. .................................................. ...............................
(2) Αν καταγγελθεί στην αρμόδια αρχή ή υποπέσει στην αντίληψή της ότι δημόσιος υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, η αρμόδια αρχή οφείλει να μεριμνήσει αμέσως όπως:
(α) Αν το παράπτωμα είναι από εκείνα που αναγράφονται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα, διεξαχθεί ενδοτμηματική έρευνα κατά τρόπο που θα ορίσει η ίδια και ενεργεί όπως προνοείται στο άρθρο 82:
Νοείται ότι αν η αρμόδια αρχή πιστεύει ότι, λόγω της σοβαρότητας του παραπτώματος ή λόγω των περιστάσεων κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε, θα έπρεπε τούτο να συνεπάγεται σοβαρότερη ποινή, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην Επιτροπή, σε τέτοια όμως περίπτωση ενεργεί δυνάμει της παραγράφου (β)•
(β) σε κάθε άλλη περίπτωση, διεξαχθεί έρευνα με τον καθορισμένο τρόπο και ενεργεί όπως προνοείται στο άρθρο 83:
......................................»
Ως αποτέλεσμα της διεξαχθείσας έρευνας, προσήφθησαν εναντίον της αιτήτριας εν τέλει οκτώ κατηγορίες. Οι πέντε αφορούσαν «ενέργεια κατά παράβαση των θεμελιωδών καθηκόντων των δημοσίων υπαλλήλων να συμμορφώνονται προς τις νομοθετικές διατάξεις και τις σύμφωνες προς αυτές διοικητικές οδηγίες και εγκύκλιες διαταγές, όπως επίσης και προς τις οδηγίες των ιεραρχικά ανωτέρων της, κατά παράβαση του άρθρου 60(2)(δ) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001». Οι άλλες τρεις αφορούσαν «απρεπή συμπεριφορά προς τους Ανωτέρους της και/ή συμπεριφορά ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου, κατά παράβαση των εδαφίων (ε) και (στ) του άρθρου 60 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001». Παραθέτω τις εν λόγω διατάξεις:
«60(2) Κάθε δημόσιος υπάλληλος οφείλει -
.................................................. .................................................. .......................................
(δ) να συμμορφώνεται προς τις νομοθετικές διατάξεις και τις σύμφωνες προς αυτές διοικητικές οδηγίες και εγκύκλιες διαταγές, οι οποίες αφορούν τη δημόσια υπηρεσία, όπως επίσης και προς τις οδηγίες των ιεραρχικά ανωτέρων του, ενώ ταυτόχρονα είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων του και τη νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών:
Νοείται ότι στην περίπτωση κατά την οποία η διαταγή είναι πρόδηλα παράνομη ο υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει αμέσως στον Προϊστάμενό του. Αν ο Προϊστάμενος βασιζόμενος σε γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας επιμείνει στην εκτέλεση της διαταγής, ο υπάλληλος οφείλει να συμμορφωθεί•
(ε) να μην ενεργεί ή παραλείπει ή συμπεριφέρεται με τρόπο που δυνατόν να δυσφημήσει το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας γενικά ή τη θέση του ειδικά ή που δυνατόν να τείνει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού στη δημόσια υπηρεσία•
(στ) να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια, ευγένεια και ειλικρίνεια.»
Προβλέπεται εξ άλλου στο εδάφιο (3) του άρθρου 60 ότι:
«(3) Τα καθήκοντα δημόσιου υπαλλήλου είναι τα συνηθισμένα καθήκοντα της θέσης του, όπως εκτίθενται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας, καθώς και οποιαδήποτε άλλα συναφή καθήκοντα που δυνατόν να ανατεθούν σ΄ αυτόν.
.................................. .................................................. .................................................. ..................»
Καταλογιζόταν στην αιτήτρια ότι:
1. Παρέλειψε, εσκεμμένα, να διατηρεί και ενημερώνει Ατομικά Δελτία Υγείας των μαθητών της Α΄ Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας κατά τις σχολικές χρονιές 1997-1998, 1998-1999 και 1999-2000.
2. Παρέλειψε να υποβάλει «Πρόγραμμα Εργασίας» σύμφωνα με το καθορισμένο έντυπο, για τη σχολική χρονιά 1999-2000 το οποίο έπρεπε να υποβληθεί το Σεπτέμβριο του 1999.
3. Παρέλειψε να προβεί σε εμβολιασμούς μαθητών της Γ΄ Λυκείου της Α΄ Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας εναντίον της Ηπατίτιδας Β΄ κατά το πρώτο τρίμηνο της σχολικής χρονιάς 1999-2000, πείθοντας μαθητές και γονείς πως ο εμβολιασμός έπρεπε να γίνει εκτός σχολείου.
4. Παρέλειψε να προβεί σε σωματομετρήσεις, μετρήσεις ακουστικής οξύτητας και σκολιωμέτρηση σε όλα τα παιδιά της Α΄ τάξης Γυμνασίου και Α΄ τάξης Λυκείου των σχολείων της Α΄ Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας και του Γυμνασίου Διανέλλου και Θεοδότου, για τις σχολικές χρονιές 1996-1997, 1997-1998, 1998-1999 και 1999-2000.
5. Παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε μέτρηση ακουστικής οξύτητας για τα παιδιά της Α΄ τάξης Γυμνασίου και Α΄ τάξης Λυκείου για τα σχολεία της Α΄ Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας και του Γυμνασίου Διανέλλου και Θεοδότου, για τις σχολικές χρονιές 1996-1997, 1997-1998, 1998-1999 και 1999-2000.
6. Την 21 Ιανουαρίου 2000, στην Α΄ Τεχνική Σχολή Λευκωσίας συμπεριφέρθηκε απρεπώς προς την Προϊστάμενη Λειτουργό Επισκεπτριών Υγείας κα Ελένη Λάμπρου και προς την κα Αγνή Στυλιανού, Ανώτερη Επισκέπτρια Υγείας, υπεύθυνη για την πόλη και Επαρχία Λευκωσίας, φωνάζοντας ότι δεν τις αναγνωρίζει ως ανώτερες της, ότι δεν είχαν κανένα δικαίωμα να πάνε στο γραφείο της και ότι αν δεν έφευγαν θα καλούσε την αστυνομία.
7. Την 21 Ιανουαρίου 2001 στην Α΄ Τεχνική Σχολή Λευκωσίας συμπεριφέρθηκε απρεπώς προς την Προϊστάμενη Λειτουργό Επισκεπτριών κα Ελένη Λάμπρου και προς την Ανώτερη Επισκέπτρια Υγείας κα Αγνή Στυλιανού, υπεύθυνη για την πόλη και Επαρχία Λευκωσίας, φωνάζοντας και εκστομίζοντας προς αυτές ακατανόμαστες ύβρεις.
8. Την 11 Μαΐου 1999 στην Α΄ Τεχνική Σχολή Λευκωσίας συμπεριφέρθηκε απρεπώς προς την κα Αγνή Στυλιανού, Πρώτη Λειτουργό Επισκεπτριών Υγείας φωνάζοντας και ρωτώντας την γιατί να πάει, ποια είναι αυτή που θα την ελέγξει και ότι δεν είναι άξια να την ελέγξει.
Η αιτήτρια δεν παραδέχθηκε ενοχή και διεξήχθη ακρόαση κατά το πρότυπο της ποινικής. Κλήθηκαν και κατέθεσαν για την απόδειξη των κατηγοριών πέντε μάρτυρες: Ο ερευνών λειτουργός Μάμας Φιλίππου, Πρώτος Υγειονομικός Επιθεωρητής• ο Αντώνης Χατζηχάννας, Πρώτος Ιατρικός Λειτουργός• ο Κωνσταντίνος Μαλλής, Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας• και οι ήδη αναφερθείσες Ελένη Λάμπρου και Αγνή Στυλιανού. Επιπλέον, κατόπιν αιτήματος του συνηγόρου της αιτήτριας, η Ε.Δ.Υ. κάλεσε η ίδια και πρόσφερε για αντεξέταση δύο μάρτυρες, ήτοι, τη Μάχη Καρούζη, Διευθύντρια του Γυμνασίου Διανέλλου και Θεοδότου, και την Ειρήνη Κότερ-Θεμιστοκλέους, Ιατρικό Λειτουργό 1ης τάξης, από τις οποίες ο ερευνών λειτουργός είχε επίσης πάρει καταθέσεις. Μετά που συμπληρώθηκε αυτό το μέρος της διαδικασίας, ο συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε εισήγηση ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η Ε.Δ.Υ. την απέρριψε. Κάλεσε την αιτήτρια σε απολογία και της εξήγησε τα δικαιώματα της. Η αιτήτρια επέλεξε να μην πει τίποτε και να μην καλέσει μάρτυρες. Αγόρευσαν οι συνήγοροι και η απόφαση επιφυλάχθηκε.
Με ομόφωνη απόφαση, ημερ. 11 Μαρτίου 2003, η Ε.Δ.Υ. βρήκε ένοχη την αιτήτρια σε όλες τις κατηγορίες. Έπειτα, αφού έδωσε στο συνήγορο την ευκαιρία να αγορεύσει και σημείωσε ότι η αιτήτρια δεν βαρυνόταν με πειθαρχικό προηγούμενο, επεφύλαξε την απόφαση για ποινή. Την εξέδωσε στις 18 Μαρτίου 2003. Η πλειοψηφία, αφού εξάντλησε «κάθε δυνατό περιθώριο επιείκειας», επέβαλε στην αιτήτρια την πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης από 19 Μαρτίου 2003. Ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Η απρεπής συμπεριφορά προς συναδέλφους και/ή Ανωτέρους, και μάλιστα σε δημόσιο χώρο και μπροστά σε τρίτους, είναι μια συμπεριφορά απαράδεκτη που θίγει το κύρος και την αξιοπρέπεια των υπαλλήλων, αλλά και το καλώς νοούμενο συμφέρον της Δημόσιας Υπηρεσίας. Αυτό όμως που διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην απόφαση της πλειοψηφίας της Επιτροπής είναι οι υπόλοιπες κατηγορίες που αφορούν παράλειψη εκτέλεσης των καθηκόντων της, όπως αυτά απορρέουν μέσα από το σχέδιο υπηρεσίας, τις εγκύκλιες οδηγίες και τη σχετική νομοθεσία. Δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη αμέλεια που μπορεί να αντιμετωπισθεί με κάποια κατανόηση ή και επιείκεια. Απεναντίας στην υπόθεση αυτή έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια κατ΄ εξακολούθηση αμελή συμπεριφορά που έχει επιπτώσεις στη Δημόσια Υγεία. Οι παραλείψεις της καθ΄ ης η δίωξη να προβεί σε εμβολιασμούς και άλλες εξετάσεις σε μαθητές είναι μια εγκληματική αμέλεια που επηρεάζει τη Δημοσία Υγεία και μπορεί να έχει επιπτώσεις στην υγεία των μαθητών, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Και τούτο, παρά τις συνεχείς υποδείξεις, τόσο των προϊσταμένων της, όσο και του Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών, οι οποίοι επέδειξαν μια πρωτοφανή υπομονή χωρίς δυστυχώς να υπάρξει η ανάλογη ανταπόκριση.
.................................. .......................................... Από τα πιο πάνω διαφαίνεται το τόσο πολύ προσπάθησαν οι προϊστάμενοι της καθ΄ ης η δίωξη να την επαναφέρουν σε τάξη, και πόση υπομονή και/ή ανοχή επέδειξαν, αλλά και το μέγεθος της αδιαφορίας και αμέλειάς της, που φθάνει τα όρια της πλήρους ανυπακοής.»
Η μειοψηφία, από την άλλη μεριά, θεώρησε πως η υπόθεση θα μπορούσε να αντιμετωπιζόταν με χρηματική ποινή, ύψους £1.500.
Με την προσφυγή της η αιτήτρια προβάλλει τα εξής:
(α) Ότι δεν της δόθηκε ειδοποίηση ότι η πρώτη εσωτερική έρευνα διακόπηκε και ξεκίνησε νέα με ερευνώντα λειτουργό• ότι ο ερευνών λειτουργός «αυθαίρετα συνένωσε το υλικό των καταθέσεων των μαρτύρων της πρώτης έρευνας με τις συμπληρωματικές καταθέσεις της δεύτερης έρευνας και το κατέθεσε ως πόρισμα της υπόθεσης»• και ότι η Αρμόδια Αρχή προέβη σε «σειρά μεθοδεύσεων» για να επιβληθεί σ΄ αυτήν μεγαλύτερη τιμωρία.
(β) Ότι ο ερευνών λειτουργός «δεν είχε δικαίωμα ως εκ της θέσεως του Πρώτου Υγειονομικού Επιθεωρητή να ερευνά γεγονότα/υπόθεση αντιδεοντολογικής δήθεν συμπεριφοράς και άσκησης καθηκόντων Επισκέπτριας Υγείας ..... και ανέλαβε αναρμόδια .... αφού δεν είναι ούτε ιατρός ούτε νοσηλευτής.».
(γ) Ότι υπήρξε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του άρθρου 42 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99 που τους ενσωματώνει, και επομένως δεν υπήρξε δίκαιη δίκη. Λέγει συγκεκριμένα τα εξής από τα οποία φαίνεται ότι περιορίζεται στον ισχυρισμό για προκατάληψη:
«(α) Τα ίδια μέλη της ΕΔΥ που εκδίκασε την πειθαρχική υπόθεση εναντίον της αιτήτριας, συμμετείχαν σε διαδικασίες προαγωγής των κυρίων μαρτύρων κατηγορίας κυρίας Ελένης Λάμπρου και Αγνής Στυλιανού όπου ανθυποψήφια ήταν και η αιτήτρια.
Οι διαδικασίες αυτές είχαν κριθεί κατ΄ επανάληψη από το Ανώτατο Δικαστήριο σε προσφυγές που καταχωρούσε η αιτήτρια, ΑΚΥΡΕΣ. Η ΕΔΥ αδικούσε συστηματικά για αλλότριους σκοπούς την αιτήτρια.
Η μακρά ανάμειξη των μελών της ΕΔΥ στις διαδικασίες αυτές δεν τους επέτρεπε να δικάσουν αντικειμενικά και δίκαια την αιτήτρια σε πειθαρχική υπόθεση αφού έκδηλα πλην άκυρα έδειχναν τη προτίμηση τους και διαμόρφωσαν άδικη "υπεροχή» στην ιεραρχία υπέρ των μαρτύρων κατηγορίας που ΗΘΕΛΑΝ με τη πειθαρχική δίωξη της αιτήτριας που ΠΡΟΚΑΛΕΣΑΝ να "βγάλουν από τη μέση" την αιτήτρια που όλο και ακύρωνε τις προαγωγές τους.»
(δ) Ότι η Ελένη Λάμπρου και η Αγνή Στυλιανού δεν ήταν ιεραρχικά ανώτερες της.
(ε) Ότι τα «λεγόμενα ως καθήκοντα της ...... δεν ήσαν μέρος Κανονισμού ή έστω του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης της» και «δεν αποδείχθηκε ποιές νόμιμες οδηγίες ή διατάξεις παραβίασε ..... και/ή δεν συμμορφώθηκε.».
(στ) Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και λόγω πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο». Επικαλείται ως σημαντική τη μαρτυρία της Μάχης Καρούζη και της Ειρήνης Κότερ-Θεμιστοκλέους και εμφανίζει ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της Ελένης Λάμπρου και της Αγνής Στυλιανού οι οποίες, κατά την αιτήτρια, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αντικειμενικοί μάρτυρες «αφού εναντίον των προαγωγών τους είχαν καταχωρηθεί προσφυγές από την αιτήτρια κατ΄ επανάληψη ......» και ισχυρίζεται πως δημιούργησαν αυτή την υπόθεση ένεκα εχθρότητας εναντίον της.
Ως προς το ζήτημα της έρευνας, η Ε.Δ.Υ. παρατήρησε πως υπήρξε «απόκλιση του ερευνώντος λειτουργού σε διαδικαστικό θέμα». Τη θεώρησε ωστόσο τυπική και δεν της απέδωσε σημασία αφού, καθώς παρατήρησε, δεν προκάλεσε στην αιτήτρια οποιαδήποτε αδικία. Φαίνεται πως πράγματι η αιτήτρια δεν ειδοποιήθηκε αμέσως πως η έρευνα με βάση την παράγραφο (α) του άρθρου 81(2) δεν θα προχωρούσε και πως θα ακολουθούσε έρευνα με βάση την παράγραφο (β). Είναι όμως προφανές ότι δεν προέκυψε εξ αυτού οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός. Σημαντικό θεωρώ το ότι κατά τη διάρκεια της δεύτερης έρευνας ο ερευνών λειτουργός πληροφόρησε σχετικά την αιτήτρια και προσπάθησε να διευθετήσει συνάντηση μαζί της για να της πάρει κατάθεση. Ετοίμασε σχετική επιστολή και αναζήτησε την αιτήτρια για να της την επιδώσει. Καθώς εξήγησε στη μαρτυρία του:
«Επισκέφτηκα την Τεχνική Σχολή όπου βρίσκεται το γραφείο της κυρίας Μουρτζή. Η κυρία Μουρτζή δεν βρισκόταν στο γραφείο της. Τελικά συναντηθήκαμε έξω από το γραφείο του Διευθυντή της Τεχνικής Σχολής και προσπάθησα να της επιδώσω την επιστολή. Η ίδια αρνήθηκε να την παραλάβει. Προχώρησε μέσα στο γραφείο του Διευθυντή της Τεχνικής Σχολής. Εκεί ήταν και η ιατρός η κυρία Κότερ Θεμιστοκλέους. Ακολούθησα την κυρία Μουρτζή και προσπάθησα να την πείσω ότι έπρεπε να λάβει την επιστολή και ότι ήταν διαδικασία που ξαναξεκίνησε σε σχέση με την παλιά υπόθεση. Η ίδια επέμεινε να μην την παραλάβει και μου είπε ότι η υπόθεση αυτή, για την ίδια, έχει τελειώσει από τον προηγούμενο χρόνο. Ακόμη έχω το φάκελο όπως τα είχα τότε για να της τον παραδώσω.
Πρόεδρος: Τελικά δεν την παρέλαβε την επιστολή;
ΜΚ1: Όχι δεν την παρέλαβε.
Παπαέτη: Τι έγινε στη συνέχεια κύριε Φιλίππου;
ΜΚ1: Στη συνέχεια και εν όψη της αρνήσεώς της να παραλάβει την επιστολή προχώρησα και ετοίμασα την έκθεσή μου προς τον έντιμο Υπουργό Υγείας με βάση τις καταθέσεις που είχα πάρει, τα στοιχεία που είχα συλλέξει από τους Φακέλους και έχοντας υπόψη ότι εφόσον οι καταθέσεις που είχα πάρει ήσαν πανομοιότυπες με της προηγούμενης χρονιάς και είχα υπόψη μου την πρώτη κατάθεση της κυρίας Μουρτζή που έγινε τον προηγούμενο χρόνο, θεώρησα ότι είχα τις απαντήσεις της και προχώρησα εις το πόρισμά μου, λαμβάνοντας υπόψη και εκείνα που είχα πάρει από την προηγούμενη χρονιά.»
Πρόβλημα εξ άλλου από τη χρήση καταθέσεων που είχαν ληφθεί στο πλαίσιο της πρώτης έρευνας δεν διέκρινα κανένα. Ούτε δικαιολογείται η επίκριση για μεθοδεύσεις με αλλότρια κίνητρα σε ό,τι αφορά την εν τέλει επιλογή της διαδικασίας με βάση την παράγραφο (β) του άρθρου 81(2). Είναι, κατά την άποψη μου, προφανές ότι το ιστορικό της περίπτωσης δεν δικαιολογούσε διαφορετική προσέγγιση. Έπειτα, η εισήγηση της αιτήριας ότι ο ερευνών λειτουργός ήταν λόγω θέσης ή ιδιότητας ακατάλληλος να αναλάβει τέτοιο έργο, μου φαίνεται να στερείται οποιουδήποτε ερείσματος.
Την άποψη της αιτήτριας περί παραβίασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, με αντίστοιχη παράβαση του άρθρου 42 του Ν. 158(Ι)/99, δηλαδή προκατάληψη από μέρους της Ε.Δ.Υ., τη θεωρώ εντελώς αδικαιολόγητη. Συμφωνώ με την απάντηση την οποία έδωσε σ΄ αυτό το θέμα η ίδια η Ε.Δ.Υ. με ενδιάμεση απόφαση της, ημερ. 2 Σεπτεμβρίου 2002, και δεν συντρέχει λόγος να επεκταθώ:
«Ο ισχυρισμός του κ. Αγγελίδη ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν μπορεί να δικάσει την παρούσα υπόθεση, επειδή είχε αποφασίσει προηγουμένως σε άλλες διαδικασίες κάποιες προαγωγές στις οποίες υποψήφιες ήταν τόσο οι μάρτυρες κατηγορίας ή μία από αυτές, όσο και η καθ΄ ης η δίωξη, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να γίνει αποδεκτός. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τυχόν αποδοχή του ισχυρισμού του κ. Αγγελίδη, ισοδυναμεί με αμπεμπόληση της πειθαρχικής της εξουσίας.»
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η Ελένη Λάμπρου και η Αγνή Στυλιανού δεν ήταν ιεραρχικά ανώτερες δεν ευσταθεί. Προκύπτει από τη μαρτυρία ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η Ελένη Λάμπρου κατείχε ιεραρχικά ανώτερη θέση. Ως προς την Αγνή Στυλιανού ζήτημα τέθηκε σε σχέση με αυτήν και στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Η Ε.Δ.Υ. έδωσε με την τελική της απόφαση βάσιμη απάντηση. Απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η κα Στυλιανού «... εκτελούσε τα καθήκοντά της με παράνομη οδηγία» και, στηριζόμενη στη μαρτυρία του κ. Μαλλή την οποία αποδέχθηκε, εξήγησε ότι «η μάρτυς αυτή συνέχισε να εκτελεί τα καθήκοντα της υπεύθυνης της Επαρχίας Λευκωσίας μόνο μετά από οδηγίες του Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, για τον λόγο ότι αυτή ήταν η αρχαιότερη από όλες τις επισκέπτριες.».
Ως προς τα καθήκοντα της αιτήτριας, η Ε.Δ.Υ. υπενθύμισε την πρόνοια στο νόμο ότι, επιπλέον των όσων εκτίθενται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας, συμπεριλαμβάνονται σ΄ αυτό και οποιαδήποτε άλλα συναφή που δυνατόν να ανατεθούν σε υπάλληλο: βλ. άρθρο 60(3). Εξήγησε ότι:
«Μέσα σ΄ αυτά τα πλαίσια θα μπορούσε να δοθεί οποιαδήποτε οδηγία από τους Προϊσταμένους προς την κ. Μουρτζή, όπως και επανειλημμένα έγινε με διάφορες οδηγίες και εγκυκλίους και όπως επιβεβαίωσαν οι μάρτυρες κατηγορίας 2 και 3 τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των Επισκεπτριών Υγείας είναι τόσο γνωστά που όλες οι Επισκέπτριες Υγείας τα γνωρίζουν και στην προκείμενη περίπτωση υπήρξαν επανειλημμένες προειδοποιήσεις των προϊσταμένων και των υπευθύνων προς την καθ΄ ης η δίωξη για να ανταποκριθεί σ΄ αυτά, χωρίς όμως αυτή να συμμορφωθεί.»
Τέλος, αβάσιμα θεωρώ και όλα τα περί υπέρβασης εξουσίας από την Ε.Δ.Υ. και πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο. Κατά την άποψη μου, η Ε.Δ.Υ. στην προκείμενη περίπτωση προσήγγισε το κάθε τι με μεγάλη προσοχή, ακόμα και με σχολαστικότητα σε ορισμένες πτυχές, τήρησε όλα τα δικονομικά εχέγγυα της δίκαιης δίκης, συζήτησε την ενώπιον της μαρτυρία, την αξιολόγησε με τρόπο άμεμπτο και αιτιολόγησε πειστικά και δεόντως τα ευρήματα της τα οποία δικαιολογεί πλήρως η προσαχθείσα μαρτυρία. Σε σχέση ειδικότερα με την αξιοπιστία των μαρτύρων Ε. Λάμπρου και Α. Στυλιανού, για την οποία έγινε πολύς λόγος, παραθέτω τη δοθείσα εξήγηση την οποία θεωρώ ικανοποιητική:
«... οι μάρτυρες μας έχουν εντυπωσιάσει και τους δεχόμαστε ως αξιόπιστους μάρτυρες. Οι δυο αυτοί μάρτυρες κατηγορίας 2 και 3 σε πάρα πολλές περιπτώσεις, στο μακρύ διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των πρώτων κατηγοριών και των τελευταίων, επανειλημμένα προσπάθησαν να βοηθήσουν και να επαναφέρουν την καθ΄ ης η δίωξη σε τάξη και η υπόθεση τότε και μόνο προχώρησε από την αρμόδια αρχή όταν τα πράγματα έφθασαν σε απροχώρητο σημείο.»
Καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ΄ όλα νόμιμη.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ