ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 4 ΑΑΔ 594

22 Ιουνίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΛΟΥΚΑΣ ΚΥΘΡΑΙΩΤΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 536/2002)

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Διάταγμα επίσχεσης ― Άρθρο 15(3) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν.15/62, όπως τροποποιήθηκε) ― Ερμηνεία ― Προϋπόθεση για εφαρμογή του άρθρου είναι η ακίνητη ιδιοκτησία να έχει περιέλθει στην κυριότητα της απαλλοτριούσας αρχής ― Δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση αυτή στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.

Ο αιτητής προσέφυγε κατά του διατάγματος επίσχεσης της ακίνητης ιδιοκτησίας του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Είναι προφανές ότι ολόκληρο το Άρθρο 15 του Ν.15/62 αφορά σε περιπτώσεις όπου η ακίνητη ιδιοκτησία περιήλθε στην απαλλοτριούσα αρχή βάσει των Άρθρων 13 και 13Α του Νόμου.  Στο εδάφιο (1) του Άρθρου 15 η ρητή αναφορά στην προϋπόθεση ότι «... η ιδιοκτησία περιήλθεν εις την απαλλοτριούσαν αρχήν ...» διέπει και ό,τι ακολουθεί στα εδάφια (2)(γ) και (3) στα οποία δεν γίνεται τέτοια ρητή αναφορά.  Καθίσταται όμως αυτονόητο ότι ισχύει το ίδιο. Η επανάληψη θα αποτελούσε πλεονασμό.  Το εδάφιο (3) αποκτά σημασία μόνο σε σχέση με περίπτωση που εμπίπτει στο εδάφιο (2)  κατά συνέπεια και στο εδάφιο (1), μόνο που αντί η περιουσία να προσφέρεται στον πρώην ιδιοκτήτη ή να πωλείται με δημόσιο πλειστηριασμό, παραμένει στην κυριότητα της απαλλοτριούσας αρχής όταν χρειάζεται για σκοπό διαφορετικό του αρχικού, εφόσον εκδοθεί διάταγμα επίσχεσης. Σε αυτή εξ άλλου τη βάση ήταν δομημένη και η προηγούμενη επί του θέματος διάταξη, Άρθρο 13 του καταργηθέντος περί Απαλλοτριώσεως Γαιών Νόμου, Κεφ. 226.

Το Άρθρο 15(3) του Νόμου δεν παρείχε λοιπόν νομικό έρεισμα για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Προσφυγή.

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο αιτητής είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ορισμένων εξ αδιαιρέτου μεριδίων στα τεμάχια 37 και 39 του Φ/Σ 51/10.W.2 στην Κάτω Πάφο, πρώην τεμάχια 94 και 68 αντιστοίχως. Προσβάλλει το διάταγμα επίσχεσης αρ. 502/02, το οποίο εκδόθηκε κατ' επίκληση του Άρθρου 15(3) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62 όπως τροποποιήθηκε) και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 17 Μαΐου 2002.  Το διάταγμα αφορούσε μεταξύ άλλων και την εν λόγω δική του περιουσία, σε σχέση με μέρος της οποίας είχε δημοσιευτεί στις 10 Νοεμβρίου 1978 το διάταγμα απαλλοτρίωσης αρ. 1241.  Ο σκοπός, σύμφωνα με τη γνωστοποίηση αρ. 602/78, ημερ. 9 Ιουνίου 1978, ήταν ο εξής:

«..... δι' αρχαιολογικάς ανασκαφάς ή την συντήρησιν ή αξιοποίησιν αρχαίων μνημείων ή αρχαιοτήτων ή την ανάπτυξιν των πέριξ κειμένων χώρων και διά την δημιουργίαν ή συντήρησιν ή ανάπτυξιν των διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος συγκοινωνιών και η απαλλοτρίωσις αυτής επιβάλλεται διά τους ακολούθους λόγους, ήτοι διά την κατασκευήν οδού αγούσης προς το Ωδείον, το Γυμνάσιον και το Ασκληπιείον εις Κάτω Πάφον.»

Στις 20 Μαρτίου 1979 δημοσιεύτηκε διάταγμα ανάκλησης, το υπ' αρ. 801/79, το οποίο αφορούσε μεταξύ άλλων και το τεμάχιο 94  (μέρος) καθότι δεν χρειαζόταν πια.  Σε σχέση όμως με αυτό το τεμάχιο δημοσιεύτηκε αργότερα η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης αρ. 371 ημερ. 16 Μαρτίου 1984 με σκοπό:

«.... τη δημιουργία και ανάπτυξη των δημόσιων οδών στη Δημοκρατία και η απαλλοτρίωση της επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους, δηλαδή για την κατασκευή, βελτίωση, ευθυγράμμιση και ασφαλτόστρωση του δρόμου προς το Αρχαίο Ωδείο στην Κάτω Πάφο.»

Κατ' ακολουθίαν δημοσιεύτηκε στις 25 Μαΐου 1984 το διάταγμα απαλλοτρίωσης αρ. 795.  Σε σχέση με τα εν λόγω τεμάχια υπήρξε ύστερα και άλλη συναφής δραστηριότητα στην οποία όμως δεν χρειάζεται να αναφερθώ.

Την παρούσα περίπτωση συνθέτουν τα εξής στοιχεία:  (α)  η συνολική επηρεασθείσα  έκταση  της  υπό αναφορά ακίνητης ιδιοκτησίας είναι 1236 τ.μ. (381 τ.μ. για το τεμάχιο 39 και 855 τ.μ. για το τεμάχιο 37). (β) ο εξειδικευθείς σκοπός, που ήταν η κατασκευή δρόμου προφανώς στο ευρύτερο πλαίσιο των επιδιώξεων του Τμήματος Αρχαιοτήτων, πραγματώθηκε με τη δυνατότητα την οποία παρέσχε η έκδοση διαδοχικών διαταγμάτων επίταξης από το 1978 μέχρι το 1982. (γ) από κάποιο χρονικό σημείο ο εν λόγω δρόμος δεν εξυπηρετούσε πια και κλείστηκε. (δ) η Δημοκρατία υπολόγισε μηδέν αποζημίωση γιατί θεώρησε πως δημιουργήθηκε υπεραξία στην υπόλοιπη έκταση ενώ ο αιτητής διαφώνησε και απαίτησε αποζημίωση. (ε)  ένεκα της μη επίλυσης της διαφοράς για την αποζημίωση σε σχέση με το μερίδιο του αιτητή, η ακίνητη ιδιοκτησία δεν περιήλθε στην κυριότητα της Δημοκρατίας.

Το προσβαλλόμενο διάταγμα επίσχεσης αναφέρει ότι η εν λόγω ιδιοκτησία δεν είναι πια αναγκαία για τους σκοπούς για τους οποίους απαλλοτριώθηκε «δηλαδή για την κατασκευή οδού αγούσης προς το Ωδείο, το Γυμνάσιο και το Ασκληπιείον στην Κάτω Πάφο» αλλά είναι αναγκαία για άλλο σκοπό «δηλαδή για τη διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών ή τη συντήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων ή τη διατήρηση της στρωματογραφίας του αρχαιολογικού χώρου της Κάτω Πάφου της Επαρχίας Πάφου».

Ο αιτητής προβάλλει ότι το Άρθρο 15(3) παρέχει εξουσία για επίσχεση μόνο όπου η ακίνητη ιδιοκτησία έχει περιέλθει στην απαλλοτριούσα αρχή, το ίδιο όπως και στις περιπτώσεις των εδαφίων (1) και (2) τα οποία προβλέπουν μια άλλη λύση σε περίπτωση ματαίωσης του αρχικού σκοπού.  Εναλλακτικά προβάλλει ότι η εν λόγω διάταξη αντίκειται στο Άρθρο 23.5 του Συντάγματος.

Το εδάφιο (1) του Άρθρου 15 ρυθμίζει την περίπτωση όπου:

«.... ιδιοκτησία απηλλοτριώθη μετά την έναρξιν της ισχύος του Συντάγματος, και εντός τριών ετών, από της ημερομηνίας καθ' ην η ιδιοκτησία περιήλθεν εις την απαλλοτριούσαν αρχήν, δεν επετεύχθη ο σκοπός δι' όν εγένετο η απαλλοτρίωσις ή η επίτευξις του τοιούτου σκοπού εγκατελείφθη υπό της απαλλοτριούσης αρχής, ή το όλον ή μέρος της τοιαύτης ιδιοκτησίας απεδείχθη ότι υπερβαίνει τας πραγματικάς ανάγκας της απαλλοτριούσης αρχής ....»

Σε τέτοια περίπτωση η ιδιοκτησία προσφέρεται στον προηγούμενο ιδιοκτήτη έναντι τιμήματος τα κριτήρια του οποίου καθορίζονται. Έπειτα, με το εδάφιο (2), παράγραφοι (α) και (β), γίνεται  πρόνοια για την περίπτωση μη αποδοχής της προσφοράς ή μη καταβολής του τιμήματος. Ενώ με την παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) ρυθμίζεται η περίπτωση όπου ο σκοπός της απαλλοτρίωσης επιτεύχθηκε αλλά κατέστη αχρείαστος. Και στις τρεις περιπτώσεις του εδαφίου (2) η απαλλοτριωθείσα ακίνητη ιδιοκτησία πωλείται με δημόσιο πλειστηριασμό.  Ωστόσο, στο εδάφιο (3) προβλέπεται εν συνεχεία ότι:

«Αι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται, εάν η ακίνητος ιδιοκτησία καταστή αναγκαία εν όλω ή εν μέρει δι' έτερον σκοπόν της απαλλοτριούσης αρχής εφ' όσον ο τοιούτος σκοπός είναι σκοπός δημοσίας ωφελείας ως προβλέπεται εν τω παρόντι Νόμω, και η απαλλοτριούσα αρχή εκδώση διάταγμα (εν τω παρόντι Νόμω, καλούμενον «διάταγμα επισχέσεως») δημοσιευόμενον εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, διαλαμβάνον περιγραφήν της περιουσίας ης σκοπείται η επίσχεσις, καθορίζον τον σκοπόν δι' ον κατέστη αναγκαία η επίσχεσις ως και τους λόγους της επισχέσεως, και παρέχον την αναγκαίαν διά την τοιαύτην επίσχεσιν εξουσιοδότησιν:

Νοείται ότι οσάκις απαλλοτριούσα αρχή είναι νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμός κοινής ωφελείας, απαγορεύεται η υπό ταύτης έκδοσις διατάγματος επισχέσεως πριν ή ληφθή η προηγουμένη έγκρισις του Υπουργικού Συμβουλίου.»

Είναι, κατά τη γνώμη μου, προφανές ότι ολόκληρο το Άρθρο 15 αφορά σε περιπτώσεις όπου η ακίνητη ιδιοκτησία περιήλθε στην απαλλοτριούσα αρχή βάσει των Άρθρων 13 και 13Α του Νόμου.  Στο εδάφιο (1) του Άρθρου 15 η ρητή αναφορά στην προϋπόθεση ότι «... η ιδιοκτησία περιήλθεν εις την απαλλοτριούσαν αρχήν ...» διέπει και ό,τι ακολουθεί στα εδάφια (2)(γ) και (3) στα οποία δεν γίνεται τέτοια ρητή αναφορά. Καθίσταται όμως αυτονόητο ότι ισχύει το ίδιο. Η επανάληψη θα αποτελούσε πλεονασμό.  Σε ό,τι αφορά το εδάφιο (2)(γ) δεν θα υπήρχε δυνατότητα πώλησης της περιουσίας αν αυτή δεν ανήκε στην απαλλοτριούσα  αρχή.  Το δε εδάφιο (3) προβλέπει εναλλακτική λύση σε πρόβλημα που προκύπτει υπό τις συνθήκες στις οποίες αναφέρονται τα εδάφια (1) και (2).  Υπάρχει μάλιστα στο ίδιο το εδάφιο (3) ρητή αναφορά αυτής της σύνδεσης του με το εδάφιο (2) το οποίο αποτελεί προέκταση του εδαφίου (1).  Το εδάφιο (3) αποκτά σημασία μόνο σε σχέση με περίπτωση που εμπίπτει στο εδάφιο (2)  κατά συνέπεια και στο εδάφιο (1), μόνο που αντί η περιουσία να προσφέρεται στον πρώην ιδιοκτήτη ή να πωλείται με δημόσιο πλειστηριασμό, παραμένει στην κυριότητα της απαλλοτριούσας αρχής όταν χρειάζεται για σκοπό διαφορετικό του αρχικού, εφόσον εκδοθεί διάταγμα επίσχεσης.  Σε αυτή εξ άλλου τη βάση ήταν δομημένη και η προηγούμενη επί του θέματος διάταξη, Άρθρο 13 του καταργηθέντος περί Απαλλοτριώσεως Γαιών Νόμου, Κεφ. 226.

Το Άρθρο 15(3)  του Νόμου δεν παρείχε λοιπόν νομικό έρεισμα για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος. Με αυτή την κατάληξη δεν χρειάζεται να ασχοληθώ με ζήτημα συνταγματικότητας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.  Το προσβαλλόμενο διάταγμα ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

  

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο