ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθ εση Αρ. 399/2003)

26 Οκτωβρίου, 2004

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΝΑΓΗ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

- - - - - -

Β. Πιερίδου, για τον Αιτητή.

Στ. Θεοδούλου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της καθ΄ ης η αίτηση με την οποία του επέβαλε φόρους κατανάλωσης ύψους Λ.Κ.£9323 καθώς και αποθηκευτικά τέλη ποσού Λ.Κ.£262. Η φορολογία αφορούσε την επιστροφή ενός μεταχειρισμένου αυτοκινήτου του αιτητή μάρκας Mercedes με αρ. Εγγραφής ΗΤΑ 335 (εφεξής το όχημα), που κατασχέθηκε στις 3.10.02.

Ο φερόμενος ως εισαγωγέας, κάποιος Αντωνάκης Νικηφόρου, κατέθεσε στο τελωνείο Λεμεσού διασάφηση αποταμίευσης για ένα αριστεροτίμονο μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, τύπου Mercedes Benz E280 με αριθμό πλαισίου WDB 2100531A263782.Το αυτοκίνητο ήταν χτυπημένο και ο αριθμός μηχανής του δεν ήταν αναγνωρίσιμος. Εκτιμήθηκε το κόστος επιδιόρθωσης του αυτοκινήτου για σκοπούς επανακυκλοφορίας του που ανερχόταν στις Λ.Κ.£31.890. Τα περιστατικά που αφορούν στον τελωνισμό του αυτοκινήτου για εσωτερική κατανάλωση, μεταβίβαση της κυριότητας, πληρωμή δασμών εκ ποσού Λ.Κ.£5007 στη βάση της τιμολογιακής του τιμής ως μεταχειρισμένου και μετατροπής του σε δεξιοτίμονο δεν ενδιαφέρουν. Σύμφωνα με στοιχεία του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, δόθηκε στο εν λόγω αυτοκίνητο, ο αριθμός εγγραφής ΗΤΑ 335 και αυτό ενεγράφη στο όνομα του αιτητή ο οποίος, το είχε αγοράσει από κάποιον Ιωάννη Παναγιώτου.

Στα πλαίσια διερεύνησης υποθέσεων κατασκευής πολυτελών αυτοκινήτων στη Δημοκρατία για τα οποία δεν καταβάλλονταν οι αναλογούντες φόροι κατανάλωσης, στις οποίες εμπλεκόμενοι ήταν ο Παναγιώτου και η εταιρεία ΑΝΕ CARS LTD, και δεδομένου του ψηλού κόστους επιδιόρθωσης του εισαχθέντος οχήματος, δημιουργήθηκε υποψία ότι αυτό ήταν προϊόν επιτόπιας κατασκευής. Σε έλεγχο που έγινε στην παρουσία του αιτητή και λειτουργού του τμήματος Τελωνείων, διαπιστώθηκε ότι το όχημα ήταν πράγματι αποτέλεσμα επιτόπιας συναρμολόγησης και κατασχέθηκε ως υποκείμενο σε δήμευση σύμφωνα με τα άρθρα 39, 191 και 170 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου Ν. 82/67. Μετά από επανεξέταση και λεπτομερή έλεγχο στο συνεργείο των αντιπροσώπων της κατασκευάστριας εταιρείας, διαπιστώθηκε ότι το όχημα που παρουσιάστηκε για έλεγχο δεν ήταν το ίδιο που φαινόταν στα έγγραφα εισαγωγής του και ότι έφερε άλλο αμάξωμα του ίδιου τύπου με το εισαχθέν και διαφορετικό κινητήρα.

Ακολούθησε η επιστολή που ενσωματώνει την επίδικη απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση με την οποία, ενημερώθηκε ο αιτητής ότι η επιστροφή του οχήματος του, εφόσον ήταν καλόπιστος αγοραστής, θα ήταν δυνατή, με την καταβολή του φόρου κατανάλωσης που υπολογίστηκε στις Λ.Κ.£9323.

Η καθ' ης η αίτηση, εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η εν λόγω επιστολή είναι πληροφοριακού περιεχομένου και ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν συνιστά εκτελεστή πράξη. Η ένσταση δεν ευσταθεί. Με την πιο πάνω απόφαση, η καθ΄ ης η αίτηση δεν εκφράζει μονομερώς μόνο τη βούληση της να επιβάλει φόρο κατανάλωσης στον αιτητή, αλλά προβαίνει και στον υπολογισμό του. Η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα αφού επιβάλλει φορολογική υποχρέωση στον αιτητή που δεν υφίστατο πριν από την έκδοση της. Από τη στιγμή μάλιστα που ο αιτητής κατέβαλε το φόρο κατανάλωσης και επανέκτησε το όχημα στην ιδιοκτησία του, η διοικητική απόφαση επιτελέστηκε και κατά συνέπεια φέρει όλα τα στοιχεία της εκτελεστότητας. (Βλ. σχετικά Παύλου ν. Γεν. Εισαγγελέα (1991) 4(Δ) ΑΑΔ, σελ. 3402 και Υποθ. Αρ. 501/99 Ledra Bonded Stores Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 11.1.02).

Ο αιτητής πρόβαλε ως κύριο λόγο ακύρωσης ότι εφόσον ήταν καλόπιστος αγοραστής και δεν ευθυνόταν για την παράνομη συναρμολόγηση του οχήματος, οι φόροι κατανάλωσης θα έπρεπε να βαρύνουν εκείνο που προέβηκε στην παράνομη πράξη και πώλησε το όχημα χωρίς να καταθέσει την προβλεπόμενη διασάφηση και χωρίς να το τελωνίσει προς εσωτερική κατανάλωση. Και εφόσον ο ίδιος εξαπατήθηκε, δεν υπήρχε νομική βάση για την επιβολή της επίμαχης φορολογίας στον ίδιο και ότι η καθ΄ ης η αίτηση τελούσε υπό πλάνη.

Στην απαντητική αγόρευση εισάγεται νέος λόγος ακύρωσης. Ο αιτητής αμφισβητεί τώρα το γεγονός της επιτόπιας κατασκευής του οχήματος του και υποστηρίζει ότι αυτό τελωνίστηκε νόμιμα αφού πληρώθηκαν οι δασμοί του ως μεταχειρισμένου εισαγόμενου οχήματος στο ύψος των Λ.Κ.£5007. Είναι πάγια η νομολογία μας ότι στην απαντητική αγόρευση δεν επιτρέπεται η εισαγωγή νέων λόγων ακύρωσης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτοί δεν καλύπτονται από τα νομικά σημεία της αίτησης. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας και όχι το υποκατάστατο της στοιχειοθέτησης τους. (Θεοφάνους κ.α. ν. Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, ΑΕ 2948, ημερ. 5.6.02). Εξάλλου, ο αιτητής δεν νομιμοποιείται στην προβολή του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης εφόσον προσκρούει στην αρχή της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Ο ισχυρισμός ότι δεν όφειλε να καταβάλει φόρο κατανάλωσης ως εξαπατημένος καλόπιστος αγοραστής αναιρεί ή μάλλον αντιμάχεται τον ισχυρισμό του ότι το όχημα δεν ήταν προϊόν συναρμολόγησης. Ενόψει της πιο πάνω αντινομίας, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας δεν θα συζητηθεί.

Προκύπτει από το περιεχόμενο των φακέλων ότι έγιναν δύο τεχνικοί έλεγχοι του επίδικου οχήματος και σύμφωνα με τη σχετική έκθεση που ετοίμασε ο διευθυντής του συνεργείου της κατασκευάστριας εταιρείας το εν λόγω όχημα είναι προϊόν επιτόπιας συναρμολόγησης και δεν ταυτίζεται με αυτό που φαίνεται στα έγγραφα εισαγωγής του. Προδήλως λοιπόν το όχημα που προέκυψε από τη συναρμολόγηση, διαφέρει ουσιωδώς από εκείνο που αντικατέστησε και οπωσδήποτε αποτελεί νέα κατασκευή.

Ενόψει των πιο πάνω έχω την άποψη ότι το μεταχειρισμένο αυτοκίνητο τελωνίστηκε νόμιμα και πληρώθηκαν κανονικά φόροι ύψους Λ.Κ.£5007, οι οποίοι όμως δεν σχετίζονται με τον επίδικο φόρο.

Ο αιτητής διαζευκτικά αμφισβητεί και τον τρόπο υπολογισμού του φόρου κατανάλωσης και υποστηρίζει ότι η καθ΄ ης θα έπρεπε να αφαιρέσει από τις Λ.Κ.£9323 το ήδη καταβληθέν ποσό των Λ.Κ.£5007. Ωστόσο, το ποσό των Λ.Κ.£5007 πληρώθηκε από τον Παναγιώτου και αντιστοιχούσε στους συνολικούς δασμούς και φόρους για την εισαγωγή και τελωνισμό του πρώτου εισαγόμενου και μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, το οποίο αποδείχθηκε πως δεν είναι το ίδιο με το όχημα του αιτητή. Το ποσό που κατέβαλε ο αιτητής υπολογίστηκε από την καθ΄ ης η αίτηση έναντι της εσωτερικής κατανάλωσης του νέου οχήματος που αγόρασε ο αιτητής. Επρόκειτο για διαφορετικό είδος φόρου που επεβλήθη σε διαφορετικό όχημα και συνεπώς δεν τίθεται θέμα υποχρέωσης συμψηφισμού των δυο ποσών.

Το κύριο ζήτημα προς εξέταση είναι το κατά πόσο είναι νόμιμη η απαίτηση καταβολής του φόρου κατανάλωσης από τον αιτητή. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ήταν καλόπιστος αγοραστής και ιδιοκτήτης του οχήματος και ότι ο συγκεκριμένος φόρος θα έπρεπε να είχε εισπραχθεί από τον πωλητή /εισαγωγέα ο οποίος ενήργησε προς καταδολίευση της Δημοκρατίας.

Ο αιτητής ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εγγεγραμένος ιδιοκτήτης του οχήματος το οποίο είχε νομίμως κατασχεθεί και τελούσε υπό δήμευση. Επέλεξε να του αποδοθεί ξανά κατοχή. Ομως, για να το κυκλοφορήσει στη Δημοκρατία θα έπρεπε να συμμορφωθεί προς τους φορολογικούς και τελωνειακούς όρους που έθετε ο νόμος μετά την εξακρίβωση του νέου του καθεστώτος, ότι δηλαδή επρόκειτο για επιτόπια κατασκευή. Συγκεκριμένα το νέο όχημα υπόκειτο σε φόρο κατανάλωσης σύμφωνα με τις ρητές διατάξεις του αρ. 8(1)(β) του Μέρους ΙΙΙ του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου Ν. 22(Ι)/02. Η πληρωμή του φόρου κατανάλωσης ήταν υποχρεωτική για να κυκλοφορήσει το συγκεκριμένο όχημα υπό καθεστώς φορολογικής νομιμότητας. Εξάλλου, η διαδικασία υπολογισμού και επιβολής δασμών και φόρων καθώς και η τελωνειακή δίωξη είναι πραγματοπαγής και όχι διαδικασία in personam. Συνεπώς, οι περιστάσεις απόκτησης του οχήματος και εξαπάτησης του αιτητή όπως και ο καταλογισμός ποινικών ευθυνών δεν αναιρούν την εκπλήρωση της υποχρέωσης προς καταβολή του φόρου κατανάλωσης.

Ο αιτητής αναφέρεται στα άρθρα 8(3) του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως 22(Ι)/02 και στο άρθρο 191(1) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου 82/67(εφεξής ο Νόμος). Τα άρθρα αυτά είναι άσχετα με την προσβαλλόμενη πράξη αφού ποινικοποιούν πράξεις παραβίασης φορολογικών και τελωνειακών υποχρεώσεων. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά ποινή αλλά ευθεία επιβολή φόρου κατανάλωσης και έχει ως νομικό έρεισμα το άρθρο 8(1)β του Ν.22(Ι)/02.Το άρθρο αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του Μέρους Χ (Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης - Γενικές Διατάξεις) του Νόμου, δίνει την εξουσία στην καθ΄ ης η αίτηση να εισπράξει τον αναλογούντα φόρο κατανάλωσης. Η είσπραξη του στη συγκεκριμένη περίπτωση προκειμένου να επιστραφεί το όχημα στον ιδιοκτήτη, ήταν υπό τις περιστάσεις καθόλα νόμιμη στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της καθ΄ ης η αίτηση.

Ο αιτητής λέγει επίσης ότι εφόσον το όχημα τελούσε υπό δήμευση ύστερα από κατάσχεση και ότι ο ίδιος επέδωσε γραπτή αμφισβήτηση, θα έπρεπε να είχε ακολουθηθεί η διαδικασία που προνοείται στο Δεύτερο Παράρτημα του Νόμου. Τα όσα αναφέρει ανάγονται σε αστική διαδικασία ενώπιον πολιτικών δικαστηρίων (τελωνειακή δίωξη) στην οποία αποφασίζεται η κήρυξη ή επικύρωση της δήμευσης. Δεν έχει ως αντικείμενο τη διάπραξη τελωνειακού αδικήματος. Το γεγονός ότι το όχημα ήταν υπό κατάσχεση χωρίς να δημευθεί τελικά και ότι ο αιτητής εξακολουθούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο να έχει την κυριότητα του, δεν εμπόδιζε ούτε ανέστελλε με οποιοδήποτε τρόπο την επιβολή του φόρου κατανάλωσης που δεν είχε καταβληθεί.

Ο αιτητής επίσης προσβάλλει την είσπραξη τελών για το χρόνο αποθήκευσης του αυτοκινήτου. Μετά την κατάσχεση, το όχημα έπρεπε να μεταφερθεί, σύμφωνα με το νόμο (άρθρα 71 και 15), σε εγκεκριμένη αποθήκη και να καταβληθούν αποθηκευτικά τέλη όπως καθορίζονται με την ΚΔΠ 334/77. Η υποχρέωση καταβολής των τελών βαρύνει τον ιδιοκτήτη των αποταμιευμένων εμπορευμάτων.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται.

 

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο