ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση αρ. 661/02)
30 Απριλίου 2004
[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ Π. ΚΟΦΤΕΡΟΣ
Αιτητής,
- ν. -
ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
Καθού η αίτηση
-----------------------
Α.Σ. Αγγελίδης,
για τον αιτητήΑ. Σολουκίδου, για τον καθού η αίτηση
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ:
Ο αιτητής διορίστηκε στη θέση εισπράχτορα στο Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγ. Φυλάξεως (το Συμβούλιο) την 1/6/69 και με την ένταξη του Συμβουλίου στο Δήμο Λεμεσού από 1/11/78 έλαβε τη θέση «Εισπράχτορα - Ζυγιστή Β» στον τελευταίο. Ο αιτητής αποδεχόμενος το διορισμό του με επιστολή του ημερ. 13/12/77 επιφύλαξε τα δικαιώματα του«αναφορικά προς την μη αναγνώρισιν της υπηρεσίας (του) παρά τω τέως Συμβουλίω Βελτιώσεως Αγίας Φυλάξεως δι' όλους του σκοπούς αλλά μόνον διά σκοπούς υπολογισμού της συντάξεως (του) άμα τη αφυπηρετήσει (του)».
Περαιτέρω στην ίδια επιστολή ζητούσε επανεξέταση της περίπτωσης του και ανέφερε ότι σε περίπτωση άρνησης του Δήμου να αναθεωρήσει την απόφαση του θα προσέφευγε στο δικαστήριο.
Τα πράγματα παρέμειναν μέχρις εκεί οπόταν την 1/3/90 ο αιτητής απηύθυνε νέα επιστολή προς το Δήμο επαναφέροντας το ίδιο αίτημα και ζητώντας απάντηση. Δόθηκε με επιστολή του Δήμου ημερ. 15/7/91 απάντηση, το ουσιαστικό μέρος της οποίας έχει ως εξής:
«Κύριε,
Αναφέρομαι στο αίτημα σας διά αναγνώριση, από τον Δήμο Λεμεσού, της υπηρεσίας σας στο τέως Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίας Φύλαξης και σας πληροφορώ ότι:
(α) Το αίτημα σας γίνεται αποδεκτό για τους σκοπούς που έχει σχέση ο χρόνος υπηρεσίας των Δημοτικών υπαλλήλων.
(β) Διευκρινίζεται ότι η υπηρεσία σας που αναγνωρίζεται αφορά την περίοδο από 1η Ιουνίου, 1969 μέχρι την ημερομηνία πρόσληψης σας στο Δήμο Λεμεσού.»
Υπήρξε και πάλι απόλυτη σιγή από πλευράς αιτητή μέχρι και τις 5/7/99 όταν γράφτηκε επιστολή από το δικηγόρο του με ταυτόσημη ημερομηνία. Κατά το δικηγόρο του αιτητή η πιο πάνω επιστολή ημερ. 15/7/91 από πλευράς Δήμου συνιστούσε αναγνώριση της προϋπηρεσίας του και παραπονείτο για τη μη τοποθέτηση του στην ανάλογη μισθοδοτική κλίμακα, και ζητούσε ικανοποίηση του αιτήματος του. Επειδή δεν έλαβε απάντηση παρόλο ότι απέστειλε και δεύτερη επιστολή ημερ. 27/7/00 καταχώρησε εναντίον του Δήμου την με αριθμό 87/02 προσφυγή για παράλειψη του τελευταίου να εξετάσει το αίτημα του. Ο Δήμος με επιστολή του ημερ. 1/7/02 κοινοποίησε προς τον αιτητή απόφαση του να επαναλάβει και να επαναβεβαιώσει την απόφαση του που λήφθηκε το 1977.
Είναι αυτή την απόφαση που ο αιτητής επιδιώκει ν' ακυρώσει με την παρούσα προσφυγή. Από πλευράς Δήμου εγείρεται ένσταση όσον αφορά τη δυνατότητα του αιτητή να προχωρήσει λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος εφόσον η απάντηση του Δήμου ημερ. 1/7/02 συνιστά βεβαιωτική πράξη όσων είχαν διαμορφωθεί με την απόφαση του ημερ. 26/9/77. Εάν ο αιτητής επιθυμούσε να προσβάλει την απόφαση του Δήμου ν' αναγνωρίσει την προϋπηρεσία του μόνο για σκοπούς σύνταξης έπρεπε να το είχε κάμει μέσα σε 75 μέρες αφότου έλαβε γνώση της απόφασης ημερ. 26/9/77.
Είναι η θέση του αιτητή ότι τα πιο πάνω είναι αβάσιμα αφού η επίδικη απόφαση προέκυψε μετά από προσφυγή ένεκα παράλειψης του Δήμου να επιλύσει το πρόβλημα. Ο Δήμος έδωσε ένεκα της προσφυγής νέα απόφαση αφού επανεξέτασε το θέμα και γιαυτό αποσύρθηκε η προσφυγή με έξοδα. Είναι ισχυρισμός του αιτητή ότι με τη νέα απόφαση του ο Δήμος αναγνώρισε μερικώς το αίτημα του αλλά δεν προχώρησε να τον τοποθετήσει στην ορθή μισθοδοτική κλίμακα. Άρα υπάρχει συνεχής παράλειψη του Δήμου και η απόφαση του είναι εκτελεστή πράξη.
Εν πρώτοις θα πρέπει τα γεγονότα να τεθούν σε κάποια τάξη πριν το δικαστήριο ιδιαίτερα ασχοληθεί με τους ισχυρισμούς του αιτητή. Με βάση όσα ο ίδιος ο αιτητής αναφέρει η προσφυγή αρ. 87/02 δεν αφορούσε την ουσία της υπόθεσης αλλά προσβαλλόταν η παράλειψη του Δήμου ν' απαντήσει. Ο Δήμος απάντησε με την επιστολή ημερ. 1/7/02 και το αντικείμενο της προσφυγής εξέλειπε γιαυτό και η προσφυγή αποσύρθηκε. Με την απάντηση του ο Δήμος επανέλαβε τα όσα αποφάσισε το 1977. Επομένως δεν είναι ορθή η θέση του αιτητή ότι αναγνώρισε ο Δήμος ότι αυτός εδικαιούτο στον συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας του και για σκοπούς μισθολογικής κατάταξης. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στην επίδικη απόφαση.
Υπήρξε όμως η επιστολή του Δήμου ημερ. 15/7/91, το περιεχόμενο της οποίας έχει πιο πάνω παρατεθεί. Στο στάδιο των αγορεύσεων δεν απασχόλησε τα μέρη ιδιαίτερα αυτή η επιστολή και ποιές οι νομικές συνέπειες της. Θεώρησα το περιεχόμενο της σε κάποιο βαθμό διφορούμενο γιατί δεν λέγει ρητά ότι αναγνωρίζεται η υπηρεσία του αιτητή στο Συμβούλιο για σκοπούς μισθοδοσίας αλλά για «σκοπούς που έχει ο χρόνος υπηρεσίας των Δημοτικών Υπαλλήλων». Αυτό δεν είχε διευκρινιστεί στο δικαστήριο. Θεώρησα ορθό να επανανοίξω την υπόθεση και να θέσω το ερώτημα ενώπιον των μερών κατά πόσον η επιστολή παραπέμπει σε οποιαδήποτε πρόνοια του Νόμου ή Κανονισμών και στην περίπτωση που η επιστολή έχει το νόημα που αποδίδεται από πλευράς αιτητή, πώς επηρεάζει το γεγονός ότι για 7 περίπου χρόνια ο αιτητής μετά την επιστολή παρέμεινε αδρανής.
Η θέση του κ. Αγγελίδη είναι ότι δεν γίνεται παραπομπή σε οποιαδήποτε πρόνοια του Νόμου ή των Κανονισμών αλλ' ότι θα πρέπει να δοθεί η ερμηνεία που εισηγείται ότι δηλαδή για κάθε σκοπό αναγνωρίζεται η υπηρεσία του αιτητή από το 1969, όπως γίνεται αναφορά στην παράγραφο (β) της επιστολής, ερμηνεία που είναι συνεπής και με όσα ο Δήμος εφάρμοσε για άλλους υπαλλήλους. Όσον αφορά την καθυστέρηση των επτά ετών ήταν η θέση του κ. Αγγελίδη ότι αυτό δεν επηρεάζει την υπόθεση, εφόσον τελικά καταχωρήθηκε η προσφυγή που αποσύρθηκε στις 27/9/02 διότι υπήρξε η επίδικη απόφαση.
Από πλευράς των δικηγόρων του Δήμου δεν υπήρξε οποιαδήποτε απάντηση στα όσα το δικαστήριο είχε θέσει ενώπιον των μερών.
Έχοντας λάβει υπόψη τα όσα ο κ. Αγγελίδης εισηγείται αλλ' ιδιαίτερα το περιεχόμενο της ίδιας της επιστολής του Δήμου ως επίσης και το περιεχόμενο της επιστολής του αιτητή ο οποίος ζητούσε αναγνώριση της προϋπηρεσίας του για κάθε σκοπό, βρίσκω ότι η απάντηση του Δήμου αποτελούσε αναγνώριση της προϋπηρεσίας του αιτητή όχι μόνον για σκοπούς σύνταξης αλλά και για κάθε άλλο σκοπό. Σημειώνω βεβαίως ότι αναγνωρίζεται και από πλευράς αιτητή ότι η τέτοια θέση του Δήμου δεν έγινε με αναφορά σε οποιαδήποτε πρόνοια του Νόμου.
Όμως από το 1991 πρέπει ο αιτητής να είχε αντιληφθεί ότι ο Δήμος δεν έθεσε στην πράξη αυτό που του αναγνώρισε με την επιστολή ημερ. 15/7/91. Παρέμεινε αδρανής για οχτώ ολόκληρα χρόνια. Θα πρέπει δε εδώ να σημειωθεί ότι αιτητής στις 4/7/00 ζήτησε την πρόωρη αφυπηρέτηση του επωφελούμενος σχετικών προνοιών των Κανονισμών που σε τέτοια περίπτωση πρόβλεπαν την καταβολή πρόσθετου ποσού πέραν των ωφελημάτων δυνάμει των περί Συντάξεως και Φιλοδωρημάτων Κανονισμών του Δήμου. Ο αιτητής αφυπηρέτησε πρόωρα στις 27/7/00.
Το ερώτημα επομένως παραμένει. Είναι η απόφαση 1/7/02 νέα απόφαση ή ουσιαστικά επιβεβαιώνει αυτό που ο Δήμος αρνήθηκε να κάμει μετά τη 15/7/91; Δηλαδή παρά την φραστική με την επιστολή αναγνώριση των δικαιωμάτων του αιτητή στην πράξη επέμενε να τηρεί το καθεστώς που το θεωρούσε ισχύον πριν τις 15/7/91, οπότε ο αιτητής θα έπρεπε να λάβει μέτρα ευθύς ως αντιλήφθηκε ότι η στάση του Δήμου δεν συνήδε με το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 15/7/91;
Ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι η συνεχής παράλειψη του Δήμου είναι εκτελεστή πράξη, την οποία ο αιτητής προσέβαλε με την προσφ. αρ. 87/02. Όμως το δικαστήριο διευκρίνησε πιο πάνω σε τι συνίστατο η προσφυγή. Δεν αφορούσε την παράλειψη του Δήμου να συμμορφωθεί επί της ουσίας του εγειρομένου ζητήματος αλλά ν' απαντήσει σ' επιστολή. Το ερώτημα επομένως παραμένει όπως τέθηκε από το δικαστήριο πιο πάνω.
Αυτό που τελικά συνέβη είναι ότι ο Δήμος παρά τη φραστική αναγνώριση με την επιστολή ημερ. 15/7/91 κάποιων δικαιωμάτων πέραν αυτών που προηγουμένως τού αναγνώρισε, δεν προχώρησε στην υλοποίηση της απόφασης και θεωρούσε σαν ισχύον το καθεστώς που καθόρισε στον αιτητή από το 1977. Δεν είναι ορθό ότι υπήρχε συνεχής παράλειψη του Δήμου να συμμορφωθεί σε νόμιμα οφειλομένη ενέργεια οπότε θα μπορούσε να προσβληθεί με ακυρωτική προσφυγή οποτεδήποτε. Συνεχής παράλειψη υποκείμενη στον ακυρωτικό έλεγχο του δικαστηρίου υπάρχει όταν το διοικητικό όργανο παραλείπει να ενεργήσει σύμφωνα με υποχρέωση που επιβάλλεται από το Νόμο: (βλ. Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Cyprus Ltd. (1995) 3 A.A.Δ. 400 και Γ. Μ. Παπαχατζή, «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου», 6η έκδοση, σελ. 809).
Στην παρούσα περίπτωση ο Δήμος αρνείτο να εφαρμόσει απόφαση που ο ίδιος έλαβε. Δε θα μπορούσε ο αιτητής όποτε ο ίδιος επέλεγε να επιδιώξει εφαρμογή της απόφασης ημερ. 15/7/91. Η αδράνεια του Δήμου για πέραν των οχτώ ετών ήταν ένδειξη ότι επέμενε σ' αυτό που ίσχυε από το 1978 όταν ο αιτητής εντάχθηκε στο υπαλληλικό προσωπικό του Δήμου.
Κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις θεωρώ ότι το περιεχόμενο της επιστολής του Δήμου ημερ. 1/7/02 αποτελεί επιβεβαίωση της προηγούμενης θέσης του. Δε συνιστά νέα εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν υπόκειται σε προσφυγή εφόσον παρήλθε η νόμιμη προθεσμία.
Η επίδικη απόφαση είναι σαφώς επιβεβαιωτική. Η προσφυγή απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον του αιτητή και να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Γ. Αρέστης, Δ.
/ΚΑς