ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 147
18 Φεβρουαρίου, 2003
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΜΑΥΡΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 408/2002)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμός ― Περίοδος δοκιμασίας υπαλλήλου που διορίζεται σε μόνιμη βάση και δυνατότητες παράτασής της ― Άρθρο 38 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 ― Το ανώτατο όριο των τριών ετών της παράτασης ― Ερμηνεία ― Δεν δύναται να εξανεμίζεται εξ αιτίας αναδρομικού διορισμού του υπαλλήλου ― Περιστάσεις της πεπλανημένης εφαρμογής από την Ε.Δ.Υ. του Άρθρου 38 στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τον νόμο ― Πεπλανημένη εφαρμογή του Άρθρου 38 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος αρ. 158(1)/99 ― Άρθρο 11(4) ― Περίπτωση που δύναται να υπαχθεί στην έννοια της ανώτερης βίας και των ειδικών συνθηκών που δικαιολογούν την υπέρβαση ανατρεπτικής προθεσμίας.
Η αιτήτρια προσέφυγε κατά του τερματισμού του διορισμού της στη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού (Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας), ο οποίος ήταν το αποτέλεσμα της διαπίστωσης της Ε.Δ.Υ. ότι δεν ήταν εφικτή η περαιτέρω παράταση της επί δοκιμασία υπηρεσία της αιτήτριας ώστε να δυνηθεί η τελευταία να παρακαθίσει σε εξετάσεις η επιτυχία στις οποίες αποτελούσε προαπαντούμενο για την μονιμοποίησή της. Η παράλειψη της αιτήτριας να περάσει τις εν λόγω εξετάσεις οφειλόταν σε λόγους υγείας συνδεόμενους με προβλήματα κυήσεως.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η ΕΔΥ τελούσε υπό πλάνη ως προς το όλο θέμα. Κατ' αρχήν, ο διορισμός της Αιτήτριας, που της κοινοποιήθηκε στις 27.1.1999, ήταν αναδρομικός από 1.1.1997. Αν η περίοδος δοκιμασίας της Αιτήτριας ελογίζετο από 1.1.1997, όπως θεώρησε η ΕΔΥ λόγω της αναδρομικότητας του διορισμού, προέκυπτε ότι στην πραγματικότητα η διετής περίοδος δοκιμασίας της είχε ήδη λήξει πριν από το διορισμό της. Αυτό όχι μόνο θα έθετε την Αιτήτρια, ως προς τη δυνατότητα της να περάσει τις εξετάσεις, σε άνιση μοίρα με άλλους υπαλλήλους που δεν διορίζονται αναδρομικά, αλλά και είναι αντιφατικό προς την ίδια την πρόθεση του νομοθέτη ο διοριζόμενος υπάλληλος να είναι υπό δοκιμασία για δύο έτη (πλέον οποιεσδήποτε παρατάσεις επιτρέπονται από το νόμο), εφ΄ όσον κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας του οφείλει να εκπληρώσει τον όρο για επιτυχία στις εξετάσεις για τους νόμους και τους κανονισμούς που αφορούν τη Δημόσια Υπηρεσία. Το ίδιο το λεκτικό του Άρθρου 38(1) του Ν.1/90 «Μόνιμος διορισμός ... γίνεται επί δοκιμασία για διετή χρονική περίοδο ...», που συνιστά προοπτική αναφορά, συνάδει με τη μη αναδρομικότητα της περιόδου της δοκιμασίας έστω και αν ο διορισμός είναι αναδρομικός. Ερμηνεία που θα επέτρεπε την αναδρομικότητα της ίδιας της περιόδου της δοκιμασίας στην περίπτωση που απαιτείται από τον υπάλληλο να εκπληρώσει όρους κατά την περίοδο της δοκιμασίας του δεν θα προήγαγε την πρόθεση του νομοθέτη όπως αυτή προκύπτει από τη γλώσσα που χρησιμοποιείται όσο και από το σκοπό του νόμου και θα απέληγε σε παράλογα αποτελέσματα εις βάρος του υπαλλήλου. Με βάση αυτή την ερμηνεία λοιπόν, η περίοδος της διετούς δοκιμασίας της Αιτήτριας έληγε όχι στις 27.1.1999 όπως θεώρησε η ΕΔΥ αλλά στις 27.1.2001, με αποτέλεσμα να μην εμποδίζετο η ΕΔΥ να έδιδε παράταση της περιόδου δοκιμασίας μέχρι και τρία χρόνια από τις 27.1.2001.
Έπειτα, δεν αμφισβητείται ότι η Αιτήτρια ήταν με νόμιμη άδεια απουσίας από τα καθήκοντα της από 7.2.2000 μέχρι 7.1.2001 αλλά και διαρκώς κλινήρης λόγω των προβλημάτων της εγκυμοσύνης της, που όντως συνιστούσαν και εξ αντικειμένου αδυναμία της να παρακαθίσει στις εξετάσεις κατά την περίοδο εκείνη. Ο χρόνος αυτός δεν θα έπρεπε να ελογίζετο για σκοπούς υπολογισμού της περιόδου δοκιμασίας ή οποιασδήποτε επιτρεπόμενης παράτασής της, όπως ελογίσθη από την ΕΔΥ, σύμφωνα και πάλι με την ορθή ερμηνεία του Άρθρου 38(1), αλλά και την ανάλογη ερμηνεία του Άρθρου 38(2) ως προς την παράταση. Ασφαλώς, όπου η περίοδος δοκιμασίας συναρτάται ευθέως προς υποχρέωση του υπαλλήλου να εκπληρώσει όρο που αφορά την επιτυχία σε εξετάσεις κατά τη διάρκεια της, η νόμιμη απουσία του υπαλλήλου από τα καθήκοντά του, συνοδευόμενη και από αντικειμενική αδυναμία του να εκπληρώσει τον όρο εκείνο κατά τη διάρκεια της απουσίας του, δεν ήταν πρόθεση του νομοθέτη να προσμετρά για σκοπούς υπολογισμού της περιόδου δοκιμασίας και των επιτρεπομένων παρατάσεων της που παρέχονται ακριβώς για να δυνηθεί ο υπάλληλος να εκπληρώσει τον όρο που του ετέθη. Άλλως, ο παρεχόμενος σε αυτόν χρόνος θα ήταν πλασματικός και θα τον έθετε σε άνιση μοίρα με υπαλλήλους που δεν είχαν την ατυχία να βρεθούν στην ίδια θέση. Και από αυτή την άποψη λοιπόν η ΕΔΥ δεν εμποδίζετο να μην υπολογίσει τους εν λόγω ένδεκα μήνες ως μη προσμετρούντες για σκοπούς υπολογισμού της περιόδου δοκιμασίας και των επιτρεπομένων παρατάσεών της.
2. Αν, εξάλλου, η προκειμένη θεωρηθεί περίπτωση ανατρεπτικής προθεσμίας, οι συνθήκες που εμπόδισαν την Αιτήτρια να παρακαθίσει στις εξετάσεις κατά τη διάρκειά της, και λόγους ανώτερης βίας, ενδεχομένως, και ειδικές συνθήκες, ασφαλώς, θα συνιστούσαν για σκοπούς εφαρμογής του Άρθρου 11(4) του Ν. 158(Ι)/99.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Στις 13.11.1998 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) αποφάσισε το διορισμό με δοκιμασία της Αιτήτριας, μέχρι τότε έκτακτης υπαλλήλου, στη μόνιμη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας αναδρομικά από 1.1.1997 δυνάμει του άρθρου 8(3) του περί Εντάξεως Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1996 (Ν. 107(1)/96). Σύμφωνα με το άρθρο 8(6), η υπηρεσία των δυνάμει του Ν. 107(1)/96 διοριζομένων διέπεται από τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους, «περιλαμβανομένων και των σχετικών διατάξεων για το διορισμό επί δοκιμασία και για το χρόνο διάρκειας της εν λόγω δοκιμασίας». Σύμφωνα με τον όρο 2 των όρων υπηρεσίας που συνόδευαν την προσφορά διορισμού προς την Αιτήτρια η οποία έγινε στις 27.1.1999 και την οποία η Αιτήτρια απεδέχθη:
«2. Περίοδος δοκιμασίας: Η περίοδος δοκιμασίας σας είναι για δύο χρόνια. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δύναται να τερματίσει το διορισμό του υπαλλήλου που υπηρετεί με δοκιμασία οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας ή να μειώσει ή να παρατείνει τη χρονική περίοδο. Μετά την ικανοποιητική συμπλήρωση της περιόδου δοκιμασίας ο διορισμός του υπαλλήλου υπόκειται σε επικύρωση.»
Σύμφωνα δε με τον όρο 10:
«10. Εξετάσεις: Υπάλληλοι που διορίζονται θα πρέπει να επιτύχουν στις εξετάσεις πάνω στο Νόμο και στους Κανονισμούς για τη Δημόσια Υπηρεσία, όπως επίσης και στις διατάξεις που διέπουν τους όρους υπηρεσίας των δημόσιων υπαλλήλων, μέσα σε δύο χρόνια ή τέσσερις εξεταστικές περιόδους από το διορισμό τους.»
Οι όροι αυτοί είναι βεβαίως προσαρμοσμένοι στις αντίστοιχες πρόνοιες του άρθρου 38 του Ν. 1/90, το οποίο προνοεί:
«38.-(1) Μόνιμος διορισμός προσώπου που δεν είναι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος γίνεται επί δοκιμασία για διετή χρονική περίοδο:
Νοείται ότι η Επιτροπή μπορεί σε ειδικές περιπτώσεις και σύμφωνα με καθορισμένα κριτήρια να μην απαιτήσει χρονική περίοδο δοκιμασίας ή να τη μειώσει.
(2) Ο διορισμός υπαλλήλου που υπηρετεί επί δοκιμασία μπορεί να τερματιστεί οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου δοκιμασίας, αλλά, πριν γίνει τέτοιος τερματισμός, πρέπει να δοθεί στον υπάλληλο ειδοποίηση της πρόθεσης για τερματισμό που να περιέχει τους λόγους και να τον καλεί να προβεί σε οποιεσδήποτε παραστάσεις, τις οποίες θα επιθυμούσε, εναντίον του τερματισμού του διορισμού. Με βάση τις παραστάσεις που θα εξετάσει η Επιτροπή μπορεί είτε να τερματίσει το διορισμό είτε να παρατείνει τη χρονική περίοδο δοκιμασίας για χρονική περίοδο μέχρι ένα ακόμα χρόνο, όπως η Επιτροπή θα κρίνει σε κάθε περίπτωση. Οι διατάξεις του εδαφίου αυτού εφαρμόζονται σε κάθε περίοδο δοκιμασίας που παρατάθηκε:
Νοείται ότι ο συνολικός χρόνος παράτασης της περιόδου δοκιμασίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβαίνει τα τρία χρόνια.
(3) Μέσα σ' ένα μήνα από τη λήξη της χρονικής περιόδου δοκιμασίας η Επιτροπή αποφασίζει κατά πόσο ο διορισμός υπαλλήλου που υπηρετεί επί δοκιμασία θα επικυρωθεί, παραταθεί ή τερματιστεί. Αν ο διορισμός επικυρωθεί ή τερματιστεί, σχετική ειδοποίηση δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.»
Σε συνεδρία ημερομηνίας 1.7.1999 η ΕΔΥ, λαμβάνοντας υπ' όψη ότι η Αιτήτρια δεν είχε εκπληρώσει τον όρο 10, εφ΄όσον δεν είχε επιτύχει στις προνοούμενες εξετάσεις, αποφάσισε να παρατείνει μέχρι 26.1.2001 την περίοδο δοκιμασίας και την περίοδο εκπλήρωσης των όρων διορισμού της. Η περίοδος αυτή παρετάθη περαιτέρω μέχρι 26.1.2002 με απόφαση της ΕΔΥ ημερομηνίας 25.5.2001 εφ' όσον ούτε μέχρι τότε είχε εκπληρώσει τον όρο 10 η Αιτήτρια, συγχρόνως εφιστώντας της την προσοχή στις διατάξεις του άρθρου 38(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) ότι «... ο συνολικός χρόνος παράτασης της περιόδου δοκιμασίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβαίνει τα τρία χρόνια».
Η ΕΔΥ επελήφθη και πάλι του θέματος σε συνεδρία ημερομηνίας 8.3.2002 όταν είχε παρέλθει και η δεύτερη παράταση αλλά και συνολικός χρόνος παράτασης τριών χρόνων χωρίς και πάλι η Αιτήτρια να εκπληρώσει τον όρο 10, κρίνοντας ορθό να ακούσει την Αιτήτρια πριν λάβει τελική απόφαση. Αυτό και έγινε σε συνεδρία της ΕΔΥ ημερομηνίας 28.3.2002 κατά την οποία η Αιτήτρια απέδωσε την αποτυχία της να εκπληρώσει τον όρο 10 στο ότι το 1999 είχε δύο αποβολές, το 2000 έμεινε κλινήρης και τους εννέα μήνες της τρίτης εγκυμοσύνης της, μετά δε από τη γέννα στις 5.10.2000 είχε ψυχολογικά προβλήματα ως εκ της δύσκολης εγκυμοσύνης και γέννας της που οφείλετο στην ηλικία της (40 ετών). Σε παρατηρήσεις ότι, εφ΄όσον επέστρεψε κανονικά στην εργασία της στις 7.1.2001 είχε χρόνο και δυνατότητα να ετοιμασθεί για τις εξετάσεις, αναφέρθηκε στα εν λόγω ψυχολογικά προβλήματα της και ζήτησε ακόμα μια ευκαιρία για να περάσει τις εξετάσεις. Οπότε της ελέχθη ευθέως ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει εφ΄ όσον ο ίδιος ο νόμος δεν παρείχε τέτοια δυνατότητα στην ΕΔΥ. Η ΕΔΥ έκρινε μη ικανοποιητικούς τους λόγους που έδωσε η Αιτήτρια, παρατηρώντας ότι, αν και υπήρχαν τουλάχιστον δύο εξεταστικές περίοδοι μετά που η Αιτήτρια επανήλθε στην εργασία της, αυτή δεν υπέβαλε καν αίτηση για συμμετοχή στην εξέταση. Λαμβάνοντας υπόψη ότι και το άρθρο 38(2) δεν παρείχε περιθώριο παράτασης της περιόδου δοκιμασίας πέραν των τριών ετών, η ΕΔΥ στις 29.3.2002 αποφάσισε τον τερματισμό του διορισμού της Αιτήτριας πάραυτα. Επανήλθε στο θέμα σε συνεδρία ημερομηνίας 22.4.2002 εν όψει επιστολής του δικηγόρου της Αιτήτριας ημερομηνίας 15.4.2002 στην οποία εγίνετο αναφορά στα προβλήματα υγείας της Αιτήτριας, επισυνάπτοντας σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά, και με την οποία εζητείτο επανεξέταση και ανάκληση της απόφασης τερματισμού του διορισμού της Αιτήτριας ώστε να μπορέσει να παρακαθίσει στις επόμενες εξετάσεις. Η ΕΔΥ έκρινε ότι δεν προέκυπτε, ως εκ των ως άνω, λόγος που να δικαιολογούσε διαφοροποίηση της απόφασης της.
Η προσφυγή προσβάλλει τόσο την απόφαση της 29.3.2002 όσο και εκείνη της 22.4.2002. Όπως υποδεικνύει και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, αυτό δεν είναι ορθό, έστω και αν η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη ως προς οποιαδήποτε απόφαση. Αν μεν η απόφαση της 22.4.2002 είναι βεβαιωτική εκείνης της 29.3.2002, μόνο η απόφαση της 29.3.2002 μπορεί να προσβάλλεται, αν δε η απόφαση της 22.4.2002 είναι νέα απόφαση κατόπιν επανεξέτασης επί νέων στοιχείων μόνο αυτή μπορεί να προσβάλλεται. Δεν χρειάζεται όμως να με απασχολήσει το θέμα, τοσούτο μάλλον αφού δεν συζητείται περαιτέρω στις αγορεύσεις, εν πάση περιπτώσει δε τόσο η θέση της Αιτήτριας όσο και η θέση της Δημοκρατίας επί της ουσίας δεν διαφοροποιούνται.
Είναι προφανές ότι η απόφαση της ΕΔΥ εβασίσθη στην αντίληψη της ότι το άρθρο 38(2) δεν επέτρεπε παράταση της περιόδου δοκιμασίας πέραν των τριών ετών υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, λαμβάνοντας υπ΄όψη την αναφορά του «σε καμιά περίπτωση». Σε τούτο βασίζεται και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, εισηγούμενος ότι η ΕΔΥ δεν είχε οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια στο θέμα, έχοντας εξαντλήσει αυτή όταν παραχώρησε τις δύο παρατάσεις, παρά μόνο εφάρμοσε τις πρόνοιες του νόμου οι οποίες δεν επέτρεπαν παράταση πέραν των τριών ετών και οι οποίες την εδέσμευσαν. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια δεν εισηγείται ευθέως άλλη ερμηνεία του άρθρου 38(2) ούτε, όπως ευστόχως παρατηρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, θέτει θέμα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 38(2). Κάνει εισήγηση για ανεπάρκεια της έρευνας που διεξήγαγε η ΕΔΥ ως προς τα πραγματικά δεδομένα της Αιτήτριας, και συγκεκριμένα:
1. Ότι ο διορισμός της στις 27.1.1999 ήταν ανδρομικός από 1.1.1997, οπότε και θεωρήθηκε ότι άρχιζε η περίοδος δοκιμασίας της, με αποτέλεσμα ο πραγματικός χρόνος που εδόθη στην Αιτήτρια να ήταν τρία χρόνια αντί πέντε που θα είχε αν ο διορισμός της δεν ήταν αναδρομικός (δύο χρόνια δοκιμασίας συν τρία χρόνια παράτασης).
2. Ότι η Αιτήτρια, ως εκ των προβλημάτων της εγκυμοσύνης της, ευρίσκετο σε πραγματική αντικειμενικά και ιατρικά διαπιστωμένη αδυναμία να παρακαθίσει στις εξετάσεις και μάλιστα προερχόμενη από την προσπάθεια της να γίνει μητέρα όπως είχε θεμελιώδες δικαίωμα.
3. Ότι η Αιτήτρια από 7.2.2000 μέχρι 7.1.2001 ήταν εκτός υπηρεσίας με κανονική άδεια ως εκ των εν λόγω προβλημάτων της.
Ο κ. Αγγελίδης βασίζει την εισήγηση του και στις πρόνοιες του άρθρου 11(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Νόμου 158(1)/99), το οποίο προνοεί:
«11.-(4) Υπέρβαση ανατρεπτικής προθεσμίας μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους ανώτερης βίας ή αν υπάρχουν ειδικές συνθήκες και η υπέρβαση δεν παραβλάπτει τα συμφέροντα άλλου διοικουμένου.»
Η ΕΔΥ, λέγει ο κ. Αγγελίδης, θεωρήσασα εαυτή δεσμευμένη από το άρθρο 38(2), δεν εξέτασε τη δυνατότητα υπέρβασης της ανατρεπτικής προθεσμίας του άρθρου 38(2) ως εκ της αντικειμενικής αδυναμίας της Αιτήτριας να παρακαθίσει στις εξετάσεις που και προϊόν ανώτερης βίας ήταν και ειδικές συνθήκες συνιστούσε και εφ΄όσον αναμφιβόλως δεν παραβλάπτοντο τα συμφέροντα οποιουδήποτε άλλου.
Κρίνω ότι η ΕΔΥ τελούσε υπό πλάνη ως προς το όλο θέμα. Κατ΄αρχή, ο διορισμός της Αιτήτριας, που της κοινοποιήθηκε στις 27.1.1999, ήταν αναδρομικός από 1.1.1997 εφ΄όσον έτσι προνοείτο στο άρθρο 8(3). Αν η περίοδος δοκιμασίας της Αιτήτριας ελογίζετο από 1.1.1997, όπως θεώρησε η ΕΔΥ λόγω της αναδρομικότητας του διορισμού, προέκυπτε ότι στην πραγματικότητα η διετής περίοδος δοκιμασίας της είχε ήδη λήξει πριν από το διορισμό της. Αυτό όχι μόνο θα έθετε την Αιτήτρια, ως προς τη δυνατότητα της να περάσει τις εξετάσεις, σε άνιση μοίρα με άλλους υπαλλήλους που δεν διορίζονται αναδρομικά, αλλά και είναι αντιφατικό προς την ίδια την πρόθεση του νομοθέτη ο διοριζόμενος υπάλληλος να είναι υπό δοκιμασία για δύο έτη (πλέον οποιεσδήποτε παρατάσεις επιτρέπονται από το νόμο), εφ΄όσον κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας του οφείλει να εκπληρώσει τον όρο για επιτυχία στις εξετάσεις για τους νόμους και τους κανονισμούς που αφορούν τη Δημόσια Υπηρεσία. Το ίδιο το λεκτικό του άρθρου 38(1) «Μόνιμος διορισμός ... γίνεται επί δοκιμασία για διετή χρονική περίοδο ...», που συνιστά προοπτική αναφορά, συνάδει με τη μη αναδρομικότητα της περιόδου της δοκιμασίας έστω και αν ο διορισμός είναι αναδρομικός. Ερμηνεία που θα επέτρεπε την αναδρομικότητα της ίδιας της περιόδου της δοκιμασίας στην περίπτωση που απαιτείται από τον υπάλληλο να εκπληρώσει όρους κατά την περίοδο της δοκιμασίας του δεν θα προήγαγε την πρόθεση του νομοθέτη όπως αυτή προκύπτει από τη γλώσσα που χρησιμοποιείται όσο και από το σκοπό του νόμου και θα απέληγε σε παράλογα αποτελέσματα εις βάρος του υπαλλήλου. Με βάση αυτή την ερμηνεία λοιπόν, η περίοδος της διετούς δοκιμασίας της Αιτήτριας έληγε όχι στις 27.1.1999 όπως θεώρησε η ΕΔΥ αλλά στις 27.1.2001, με αποτέλεσμα να μην εμποδίζετο η ΕΔΥ να έδιδε παράταση της περιόδου δοκιμασίας μέχρι και τρία χρόνια από τις 27.1.2001.
Έπειτα, δεν αμφισβητείται ότι η Αιτήτρια ήταν με νόμιμη άδεια απουσίας από τα καθήκοντα της από 7.2.2000 μέχρι 7.1.2001 αλλά και διαρκώς κλινήρης λόγω των προβλημάτων της εγκυμοσύνης της που όντως συνιστούσαν και εξ αντικειμένου αδυναμία της να παρακαθίσει στις εξετάσεις κατά την περίοδο εκείνη. Φρονώ ότι ο χρόνος αυτός δεν θα έπρεπε να ελογίζετο για σκοπούς υπολογισμού της περιόδου δοκιμασίας ή οποιασδήποτε επιτρεπόμενης παράτασης της, όπως ελογίσθη από την ΕΔΥ, σύμφωνα και πάλι με την ερμηνεία του άρθρου 38(1) που έχω υιοθετήσει αλλά και την ανάλογη ερμηνεία του άρθρου 38(2) ως προς την παράταση. Ασφαλώς, όπου η περίοδος δοκιμασίας συναρτάται ευθέως προς υποχρέωση του υπαλλήλου να εκπληρώσει όρο που αφορά την επιτυχία σε εξετάσεις κατά τη διάρκεια της, η νόμιμη απουσία του υπαλλήλου από τα καθήκοντά του, συνοδευόμενη και από αντικειμενική αδυναμία του να εκπληρώσει τον όρο εκείνο κατά τη διάρκεια της απουσίας του, δεν ήταν πρόθεση του νομοθέτη να προσμετρά για σκοπούς υπολογισμού της περιόδου δοκιμασίας και των επιτρεπομένων παρατάσεων της που παρέχονται ακριβώς για να δυνηθεί ο υπάλληλος να εκπληρώσει τον όρο που του ετέθη. Άλλως, ο παρεχόμενος σε αυτόν χρόνος θα ήταν πλασματικός και θα τον έθετε σε άνιση μοίρα με υπαλλήλους που δεν είχαν την ατυχία να βρεθούν στην ίδια θέση. Και από αυτή την άποψη λοιπόν η ΕΔΥ δεν εμποδίζετο να μην υπολογίσει τους εν λόγω ένδεκα μήνες ως μη προσμετρούντες για σκοπούς υπολογισμού της περιόδου δοκιμασίας και των επιτρεπομένων παρατάσεων της.
Έχοντας θεωρήσει το θέμα ως θέμα ερμηνείας του νόμου, δεν θα ήταν αναγκαίο να εξετάσω τις συνέπειες του άρθρου 11(4). Σημειώνω όμως μόνο ότι, αν η προκειμένη θεωρηθεί περίπτωση ανατρεπτικής προθεσμίας, οι συνθήκες που εμπόδισαν την Αιτήτρια να παρακαθίσει στις εξετάσεις κατά τη διάρκεια της, και λόγους ανώτερης βίας, ενδεχομένως, και ειδικές συνθήκες, ασφαλώς, θα συνιστούσαν.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει £500 έξοδα στην Αιτήτρια.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.