ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

< I>(Υπόθεση Αρ. 877/2002)

30 Οκτωβρίου, 2003

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. ΣΟΥΛΛΑ ΑΝΔΡΕΟΥ

2. ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

      1. ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΣΟΦΙΑΝΟΥ
      2. ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΛΥΒΙΟΥ

Αιτητές,

ν.

ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΠΑΦΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

- - - - - -

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές

Ι. Παπαζαχαρίου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές εργάζονταν στην καθ' ης η αίτηση ως έκτακτοι υπάλληλοι μέχρι την 1.1.90, που τους προσφέρθηκε μόνιμος διορισμός στη θέση βοηθού γραφέα και εντάχθηκαν στις κλίμακες Α1, Α2, Α5.

Η καθ' ης η αίτηση στις 25.4.96 αποφάσισε να αναβαθμίσει τις μισθολογικές κλίμακες των αιτητών σε Α2, Α5, Α7 από 1.9.96. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού (στο εξής το «Υπουργείο»). Οι αιτητές, με την προσφυγή αρ. 987/96 στο Ανώτατο Δικαστήριο επιδίωξαν την ακύρωση της άρνησης του Υπουργείου να εγκρίνει την απόφαση της καθ' ης η αίτηση για αναβάθμιση, καθώς και την παράλειψη της να εφαρμόσει αυτή την απόφαση. Η προσφυγή απερρίφθη ως απαράδεκτη. (Σούλα Ανδρέου κ.α. ν. Σχολικής Εφορείας Πάφου κ.α., Υπόθ. αρ. 987/96 ημερ. 15.1.99)

Η καθ' ης η αίτηση επανήλθε στο θέμα, προτείνοντας την ίδια αναβάθμιση στα πλαίσια των προϋπολογισμών της Μέσης και Δημοτικής Εκπαίδευσης για το σχολικό έτος 2001-2002. Στις 17.7.01 ο Διευθυντής του Υπουργείου, πληροφόρησε την καθ' ης η αίτηση ότι υπάρχει σε εξέλιξη διαδικασία εξέτασης και ότι η μισθοδοσία θα έπρεπε να συνεχίσει στην υφιστάμενη κλίμακα.

Ακολούθησε η επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ημερ. 3.8.01 προς όλες τις σχολικές εφορείες, με την οποία πληροφορούνταν ότι τα αρμόδια Υπουργεία ενέκριναν τους Προϋπολογισμούς των Σχολικών Εφορειών για το έτος 2001-2002 με τους ακόλουθους όρους:

«Οι ζητούμενες πιστώσεις για κάλυψη και προϋπολογισμών Μέσης και Δημοτικής Εκπαίδευσης έχουν μειωθεί από το Υπουργείο Οικονομικών κατά £705.191 (13,5%) και £667.036 (13%) αντίστοιχα. Ως εκ τούτου η χορηγία που θα σας παραχωρηθεί θα είναι μειωμένη κατά περίπου 13,5% και κατά περίπου 13% στη Μέση Εκπαίδευση και στη Δημοτική Εκπαίδευση. Ανάλογα θα πρέπει να μειωθούν και οι δαπάνες εκτός των μισθών.»

 

Η καθ' ης η αίτηση, ενεργώντας υπό καθεστώς πλάνης αναφορικά με το περιεχόμενο της τελευταίας επιστολής του Υπουργείου (η οποία είχε μόνο γενικό χαρακτήρα), θεώρησε ότι παρείχε έγκριση της προτεινόμενης αναβάθμισης και προχώρησε στην τοποθέτηση των αιτητών στις κλίμακες Α2, Α5, Α7 από 1.9.01.

Με την υποβολή των προϋπολογισμών για το σχολικό έτος 2002-2003, το Υπουργείο διαπίστωσε ότι η καθ' ης η αίτηση προχώρησε στη μισθολογική αναβάθμιση των αιτητών. Στην επιστολή του, ημερ. 7.6.02, προς την καθ' ης η αίτηση, ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Μέχρι την τελική κατάληξη παρακαλώ όπως, χωρίς καμιά καθυστέρηση, γίνει επαναφορά τους στην κλίμακα που ίσχυε πριν την παράτυπη αναβάθμιση και η καθ΄ υπέρβαση πληρωμή επιστραφεί πάραυτα και σταλεί αντίγραφο της απόδειξης είσπραξης στο Λογιστήριο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.»

Κατόπιν αυτού, η καθ' ης η αίτηση επανέφερε τους αιτητές στις αμέσως προηγούμενες κλίμακες από 1.6.01, γεγονός που τους κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 23.7.02. Αφού ζήτησε και έλαβε σχετική γνωμάτευση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα για το θέμα αποφάσισε να ανακαλέσει οριστικά και αμετάκλητα την αναβάθμιση των αιτητών και να τους επαναφέρει στις κλίμακες Α1 , Α2, Α5. Η καθ' ης η αίτηση ενημέρωσε τους αιτητές για την οριστική της απόφαση με την επιστολή ημερ. 16.9.02.

Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή ζητούν τις ακόλουθες θεραπείες:

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση ημερ. 16.9.2002 με την οποία ανακάλεσε προηγηθείσα και επί μακρό εφαρμοσθείσα απόφαση της, για ένταξη ή αναβάθμιση των αιτητών κατά τον προϋπολογισμό στις κλίμακες Α2-Α5-Α7 και τους επανέφερε στις προγενέστερες κλίμακες Α1-Α2-Α5 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση ημερ. 23.7.2002 με την οποία αποφάσισε ανάκληση της μισθοδοσίας στην κλίμακα Α2-Α5-Α7 των αιτητών με συνέπεια να καταβάλει στους αιτητές κατά το μήνα Ιούνιο και μετέπειτα μειωμένο σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες μισθό, παρά τον εγκεκριμένο Προϋπολογισμό της Εφορείας για το έτος 2001-2002, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

Οι λόγοι ακυρώσεως

Στη βάση των αξιώσεων των αιτητών όπως αναλύονται και με τα νομικά σημεία της προσφυγής, βρίσκεται η θέση ότι δεν συνέτρεχε λόγος ανάκλησης και ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση, ημερ. 19.10.01, με την οποία αναβαθμίστηκαν οι αιτητές στις κλίμακες Α2-Α5-Α7 ήταν καθ' όλα νόμιμη.

Διαφωνώ με τους ισχυρισμούς των αιτητών. Το θέμα της μισθολογικής αναβάθμισης τους δεν εμπίπτει στις μονομερείς εξουσίες των σχολικών εφορειών για διορισμό και απόλυση προσωπικού υπό το άρθρο 8 παρ. 2(α) του περί Σχολικών Εφορειών Νόμου (Ν. 108(1)/97 όπως τροποποιήθηκε). Το θέμα είναι οικονομικό, συναρτώμενο άμεσα προς τον προϋπολογισμό της σχολικής εφορείας. Ακολουθεί, πως η μονομερής ρύθμιση του από την καθ' ης η αίτηση δεν ήταν υπό τις περιστάσεις επιτρεπτή χωρίς την έγκριση του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, ως προϊσταμένης αρχής, ο οποίος, έχει και το αποκλειστικό δικαίωμα επικύρωσης της πρόσληψης και αναβάθμισης των υπαλλήλων των σχολικών εφορειών. Χρειαζόταν επίσης η έγκριση του ανάλογου κονδυλίου από το Υπουργείο Οικονομικών στον Προϋπολογισμό για το σχολικό έτος 2001-2002.

Ανάλογη ήταν και η προσέγγιση του Κωνσταντινίδη, Δ., στην Σούλα Ανδρέου κ.α. ν. Σχολικής Εφορείας Πάφου κ.α. (ανωτέρω) όπου αναφέρει τα εξής:

«Η μισθοδοσία των υπαλλήλων αποτελεί ένα από τους όρους του διορισμού, στην περίπτωση των αιτητών αυτή είχε ήδη καθοριστεί με απόφαση που εγκρίθηκε, και συμφωνώ πως η διαφοροποίησή του με αναβάθμιση, τελεί υπό έγκριση. Συνεπώς, δεν ήταν εκτελεστή αυτοτελώς και η πρώτη θεραπεία στερείται υπόβαθρο. (Βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Νοβάν Χανιάν, ΑΕ 1990, ημερομηνίας 28.9.98.)»

 

Το Υπουργείο ουδέποτε έδωσε τέτοια έγκριση. Αντίθετα, με την επιστολή του ημερ. 17.7.01 τοποθετήθηκε επί του θέματος ως εξής:

«Η προτεινόμενη αναβάθμιση των βοηθών γραφείου από την κλίμακα 1-2-5 στην κλίμακα 2-5-7 δεν εξετάστηκε αφού υπάρχει σε εξέλιση διαδικασία η οποία εξετάζεται αρμοδίως. Ως εκ τούτου, παρακαλώ η μισθοδοσία των βοηθών γραφείων να συνεχίσει στην κλίμακα που βρίσκονται τώρα

 

 

 

Η εν λόγω επιστολή, ήταν μεταγενέστερη της ετοιμασίας των προϋπολογισμών της καθ' ης η αίτηση, που είχαν υποβληθεί από τις 9.5.01 στο Υπουργείο και στους οποίους γινόταν εισήγηση για μισθολογική αναβάθμιση των αιτητών. Είναι λοιπόν πρόδηλο ότι η καθ' ης η αίτηση γνώριζε την αντίθεση του Υπουργείου στην προτεινόμενη αναβάθμιση. Συνάγεται ότι η καθ΄ ης η αίτηση πεπλανημένα εξέλαβε το περιεχόμενο της μεταγενέστερης επιστολής ημερ. 3.8.01 ως έγκριση των συγκεκριμένων κονδυλίων στα πλαίσια του προϋπολογισμού. Η συγκεκριμένη επιστολή απευθυνόταν προς τους προέδρους όλων των σχολικών εφορειών και περιείχε γενικές παρατηρήσεις για τους εγκριθέντες προϋπολογισμούς του 2001-2002. Δεν γινόταν ιδιαίτερη αναφορά στους Προϋπολογισμούς κάθε μιας Σχολικής Εφορείας ξεχωριστά και τίποτε δεν εξυπονοούσε έγκριση μισθολογικών αυξήσεων με τον τρόπο που εισηγείτο η καθ' ης η αίτηση.

Η καθ' ης η αίτηση παρόλα αυτά, χωρίς να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινήσεις από το Υπουργείο, προχώρησε αυτοτελώς στη μισθολογική αναβάθμιση των αιτητών από 1.9.01. Η εν λόγω απόφαση καθώς και η πληρωμή των αιτητών στις αναβαθμισμένες κλίμακες από τότε, κρίνονται έκδηλα παράνομες καθότι λήφθηκαν υπό καθεστώς πλάνης.

Εχει νομολογηθεί ότι η Διοίκηση μπορεί να προβεί σε ανάκληση παράνομων διοικητικών πράξεων ελεύθερα, εφόσον η ανάκληση γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοση της. Είναι απόλυτα σχετικό το απόσπασμα από το «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του καθηγητή Σπηλιωτόπουλου (Έκτη Έκδοση , σελ.179) το οποίο παρατίθεται:

«Παράνομες ή πλημμελείς στην προκείμενη περίπτωση είναι οι διοικητικές πράξεις που πάσχουν από ακυρότητα και οι οποίες, εάν προσβάλλονταν με αίτηση ακυρώσεως, ή προσφυγή, θα ακυρώνονταν. Η ανάκληση χωρεί μόνο για λόγους νομιμότητας και όχι για διαφορετική εκτίμηση των ίδιων πραγματικών περιστατικών (ΣΕ 3629/1984), εκτός εάν συντρέχει λόγος δημόσιου συμφέροντος (ΣΕ 441/1984, 3398/1987). Περιλαμβάνονται δε στις πράξεις αυτές και εκείνες που έχουν εκδοθεί κατά πλάνη περί τα πράγματα (κατωτ. αριθ. 510), δηλαδή, βάσει προφανώς εσφαλμένης αντίληψης (που προκύπτει από αναμφισβήτητα στοιχεία) για τη συνδρομή των πραγματικών δεδομένων τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση της εκδόσεώς τους, (ΣΕ 3957/1978, 3550, 3554/1988). Ο εύλογος χρόνος κρίνεται κατ΄ εκτίμηση των συνθηκών κάθε περίπτωσης, δεν μπορεί όμως σύμφωνα με τον ΑΝ 261/1968, να είναι λιγότερος από πέντε έτη από την έκδοση της πράξης, εκτός αν υπάρχει αντίθετη ειδική διάταξη (ΣΕ 3424/1988).»

 

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση η απόφαση που ελήφθη στις 19.10.01, ανακλήθηκε στις 16.9.02, μετά δηλαδή που η παράνομη αναβάθμιση των αιτητών έγινε αντιληπτή από το Υπουργείο και ζητήθηκε η άμεση επαναφορά τους στις προηγούμενες κλίμακες (επιστολή ημερ. 7.6.02). Υπό τις δοσμένες συνθήκες, έχω τη γνώμη ότι η καθ' ης η αίτηση δεν υπερέβη τον εύλογο χρόνο ανάκλησης της παράνομης απόφασης της, έστω και αν στο μεταξύ είχε δημιουργήσει ευνοϊκές για τους αιτητές καταστάσεις και δικαιώματα. (Βλ. Άρθρο 54 του Ν. 158(1)/99).

Οι αιτητές υπέβαλαν επίσης ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας και ίσης μεταχείρισης διότι στις σχολικές εφορείες Σολέας, Παραλιμνίου και Πόλης Χρυσοχούς υπήρξαν συνάδελφοι τους που τοποθετήθηκαν προ πολλού στις κλίμακες Α2-Α5-Α7. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έτυχαν επαρκούς τεκμηρίωσης ώστε να εξεταστούν από το Δικαστήριο. Παραμένει άγνωστο αν όντως επρόκειτο για τις ίδιες θέσεις με τα ίδια καθήκοντα και κάτω από ποιες συνθήκες εγκρίθηκε η μισθολογική τους αναβάθμιση. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στη διερεύνηση τέτοιων ισχυρισμών για άνιση μεταχείριση των αιτητών, οι οποίοι χρήζουν εμπεριστατωμένης ανάλυσης με κάθε λεπτομέρεια προκειμένου να εξεταστούν.

Οι αιτητές επικαλούνται την έλλειψη πρακτικών ως λόγο ακύρωσης, άνευ ετέρου, των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

Παρά τη συνοπτική διατύπωση των επιστολών ημερ. 23.7.02 και 16.9.02 με τις οποίες η καθ' ης η αίτηση κοινοποίησε τις επίδικες αποφάσεις στους αιτητές, εν τούτοις, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για τους λόγους της ανάκλησης. Η έκδηλη παρανομία της ανακληθείσας απόφασης διαπιστώνεται και από το περιεχόμενο του φακέλου.

Εξάλλου, το άρθρο 55(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού δικαίου νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99) προνοεί ότι :

«(3) Για την ανάκληση παράνομης πράξης δεν απαιτείται η τήρηση του τύπου και της διαδικασίας που ισχύουν για την έκδοση της πράξης που ανακαλείται, εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο για τη διάγνωση της παρανομίας της.»

 

Εχω την άποψη πως με δεδομένη την έκδηλη παρανομία της ανακληθείσας πράξης δεν ήταν πλέον επιβεβλημένη η τήρηση πρακτικού. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. (Βλ. και Π.Δ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» Τρίτη Εκδοση, παραγ. 718) .

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται.

 

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο