ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 294/2001, 633/2001, 887/2001)

15 Σεπτεμβρίου, 2003

 

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

--------------

ΔΗΜΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Αιτητής,

- και -

ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

-------------

Μ. Φιλίππου για Κ. Καλλή, για τον αιτητή και στις τρεις υποθέσεις.

Α. Αγρότου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για την καθ΄ης η αίτηση και στις τρεις υποθέσεις.

 

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο αιτητής Δήμος Δημοσθένους και στις τρεις προσφυγές, μετά από συμμετοχή του στην προκήρυξη προσφορών που ζήτησε η καθ΄ ης η αίτηση για την εκμετάλλευση του κυλικείου του Γυμνασίου Κωνσταντινουπόλεως, πέτυχε και του κατακυρώθηκε η προσφορά η οποία ίσχυε μέχρι τις 30.6.2002.

Με βάση τους όρους της σύμβασης κατακύρωσης που υπέγραψε ο αιτητής με την καθ΄ ης η αίτηση είχε υποχρέωση να τηρεί αυστηρά τον τιμοκατάλογο των ειδών που προσφέρονται στο κυλικείο και επίσης ότι δεν θα πωλεί προϊόντα εκτός του τιμοκαταλόγου. Επίσης είχε υποχρέωση να παρουσιάσει πιστοποιητικό υγείας και ποινικού μητρώου και να μην επιτρέπει το κάπνισμα εντός του κυλικείου.

Η καθ΄ ης η αίτηση διαπιστώνοντας παραβάσεις στις υποχρεώσεις του αιτητή κατά τη διαχείριση του κυλικείου, του επέβαλε στην πρώτη περίπτωση διοικητικό πρόστιμο (υποθ. Αρ. 294/01) και στη δεύτερη περίπτωση διακοπή συμβολαίου (Υποθ. Αρ. 633/01). Κατόπιν αιτήματος του αιτητή η καθ΄ ης η αίτηση ανακάλεσε τη δεύτερη διοικητική κύρωση της διακοπής του συμβολαίου και την αντικατέστησε με πρόστιμο. (Υποθ. Αρ. 887/01).

Προς πληρέστερη κατανόηση των θεραπειών που ζητά ο αιτητής θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το αιτητικό και των τριών προσφυγών που έχει ως εξής:

Υπόθεση Αρ. 294/01:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση η οποία περιέχεται στην επιστολή τους προς τον αιτητή ημερ. 13/7/2001 (τεκ1) με την οποία αποφασίσθηκε σύμφωνα με το αρ. 16(1)(β) του Περί Σχολικών Κυλικείων Νόμου του 2000 (Νόμος 60(1)/2000 ο τερματισμός του συμβολαίου μεταξύ του αιτητή και των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 22.7.99 για την εκμετάλλευση των κυλικείων του Γυμνασίου Κωνσταντινουπόλεως είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

Υπόθεση Αρ. 633/01:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση η οποία περιέχεται στην επιστολή τους προς τον αιτητή ημερ. 13.7.2001 (τεκ.1) με την οποία αποφασίσθηκε σύμφωνα με το αρ. 16(1)(β) του Περί Σχολικών Κυλικείων Νόμου του 2000 (Νόμος 60(Ι)/2000) ο τερματισμός του συμβολαίου μεταξύ του αιτητή και των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 22.7.99 για την εκμετάλλευση των κυλικείων του Γυμνασίου Κωνσταντινουπόλεως είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

Υπόθεση Αρ. 887/01:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση η οποία περιέχεται στην επιστολή τους προς τον αιτητή ημερ. 27.8.2001 (τεκ.1) με την οποία αποφασίσθηκε η μετατροπή της απόφασης των από τερματισμό της άδειας εκμετάλλευσης του Κυλικείου του Γυμνασίου Κωνσταντινουπόλεως στον Στρόβολο, σε πρόστιμο £500, σύμφωνα με το άρθρο 16(1)(α) των Περί Σχολικών Κυλικείων Νόμου και για μη συμμόρφωση του στο άρθρο 18 του εν λόγω Νόμου είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

Κατόπιν αιτήματος της καθ΄ ης η αίτηση και συναίνεσης του αιτητή το Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των τριών προσφυγών λόγω της ταύτισης των διαδίκων και στις τρεις προσφυγές και γιατί αφορούν διαδοχικές πράξεις της καθ΄ ης η αίτηση που αλληλοεπηρεάζονται από τη στάση των διαδίκων.

Θα προχωρήσω στην εξέταση της κάθε μιας προσφυγής ξεχωριστά και θα αναφέρομαι, όπου είναι αναγκαίο, στον αλληλοεπηρεασμό που υφίστανται μεταξύ τους.

Προσφυγή Αρ. 294/2001

Στις 5.12.2000 η τοπική Επιτροπή Ελέγχου Σχολικών Κυλικείων διενήργησε έλεγχο στο κυλικείο που διαχειριζόταν ο αιτητής, με βάση τη σύμβαση, και διαπίστωσε παραβάσεις του.

Η καθ΄ ης η αίτηση σε συνεδρία της στις 23.1.2001 απεφάσισε να επιληφθεί του θέματος. Απέστειλε επιστολή στον αιτητή, ημερ. 26.1.2001, στην οποία τον πληροφόρησε για τις εξεταζόμενες παραβάσεις, δηλαδή ότι πωλούσε υπερτιμημένα προϊόντα που δεν περιλαμβάνοντο στον κατάλογο και ότι δεν παρουσίασε πιστοποιητικό ποινικού μητρώου και πιστοποιητικό υγείας. Συνάμα τον καλούσε όπως παρουσιασθεί ενώπιον της καθ΄ ης η αίτηση στις 30.1.2001 για να τον ακούσει σε σχέση με τις πιο πάνω παραβάσεις.

Ο αιτητής, πράγματι, παρουσιάσθηκε στις 30.1.2001 ενώπιον της καθ΄ ης η αίτηση η οποία, αφού τον άκουσε, απεφάσισε να του επιβάλει πρόστιμο εκ £200.= Ο αιτητής κατέβαλε το πρόστιμο με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του.

Ο αιτητής προβάλλει ως λόγο ακυρότητας της επίδικης απόφασης ότι ο τιμοκατάλογος (ο οποίος, πρέπει να λεχθεί ήταν μέρος της μεταξύ τους σύμβασης) δεν ήταν έγκυρος αφού εκδόθηκε από το Υπουργείο Παιδείας και όχι από τη Σχολική Εφορεία σύμφωνα με το άρθρο 10(γ) του Νόμου 60(1)/2000.

Είναι παραδεκτό ότι κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης δεν ευρίσκετο σε εφαρμογή ο Νόμος 60(1)/2000 αφού τέθηκε σε ισχύ από τις 5.5.2000. Κατά τη σύναψη της σύμβασης το ζήτημα του τιμοκαταλόγου ρυθμιζόταν από τον παλαιότερο νόμο σύμφωνα με τον οποίο την εν λόγω αρμοδιότητα ασκούσε το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Κατά συνέπεια ο τιμοκατάλογος, που αποτελούσε μέρος της σύμβασης, και εξεδόθη από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ήταν καθόλα έγκυρος και δεσμευτικός. Ο περαιτέρω ισχυρισμός ότι ο τιμοκατάλογος δεν ήταν δημοσιευμένος στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβέρνησης, υποχρέωση που επιβάλλει ο Νόμος 60(1)/2000, απαντάται από το ίδιο σκεπτικό όπως και πιο πάνω. Ο τιμοκατάλογος δεν αποτελεί, εν πάσει περιπτώσει, έγγραφο, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τη σχετική νομοθεσία, που επιβάλλεται η δημοσίευση του, αλλά μέρος της διαδικασίας των προσφορών που με τη κατακύρωση η υπογραφείσα σύμβαση διέπεται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.

Προτάσσεται επίσης ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο Νόμος 60(1)/2000 είναι αντισυνταγματικός και ότι λανθασμένα εφαρμόστηκε αναδρομικά.

Από το φάκελο της υπόθεσης προκύπτει, και είναι παραδεκτό γεγονός, ότι ο νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 5.5.2000, οι δε παραβάσεις του αιτητή για τις οποίες εκδόθηκαν οι επίδικες αποφάσεις, τόσο στην παρούσα όσο και στην προσφυγή 633/01, έγιναν μετά τις 5.12.2000. Κατά συνέπεια δεν υπήρξε αναδρομική εφαρμογή του νόμου. Ισχυρίζεται όμως ο αιτητής ότι ο νόμος εφαρμόστηκε, αναδρομικά κατ΄ αυτόν, για σύμβαση που συνομολογήθηκε πριν την ισχύ του νόμου. Ισχυρίζεται ότι οι κυρώσεις που επεβλήθησαν με βάση το άρθρο 16 του νόμου είναι άκυρες αφού προϋπέθετε αναδρομική εφαρμογή του. Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Οι κυρώσεις επιβλήθησαν για παραβάσεις εκ μέρους του αιτητή που προβλέπονται στη σύμβαση και συνέβησαν σε χρόνο που ο νόμος ήταν σε ισχύ. Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε αναδρομική εφαρμογή του νόμου.

Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα του για προηγούμενη ακρόαση κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Τα γεγονότα όμως διαψεύδουν τον αιτητή. ΄Οχι μόνο κλήθηκε ο αιτητής για να υπερασπίσει τη θέση του, αλλά άσκησε το δικαίωμα του αυτό ενώπιον της Σχολικής Εφορείας, παραδεχόμενος τελικά τις παραβάσεις τις οποίες αντιμετώπιζε. Δόθηκε έτσι το δικαίωμα ακρόασης στον αιτητή και αδίκως παραπονείται. Τελικά κανένας λόγος ακυρότητας δεν έχει στοιχειοθετηθεί και η προσφυγή υπόκειται σε απόρριψη.

Προσφυγή αρ. 887/2001

Ο αιτητής προβάλλει ως λόγους ακύρωσης τους ίδιους λόγους που εξετάσθησαν στην προσφυγή αρ. 294/2001 (πιο πάνω). Οι λόγοι αυτοί έχουν ήδη σχολιασθεί και απορριφθεί.

Επιπλέον ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω κακής συγκρότησης του οργάνου που την εξέδωσε. Ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε σε τρεις διαφορετικές συνεδριάσεις στις οποίες η σύνθεση ήταν διάφορη. ΄Εχω μελετήσει τα έγγραφα τα οποία έχουν κατατεθεί εκ συμφώνου στους φακέλους του Δικαστηρίου. Για τη λήψη της επίδικης απόφασης πραγματοποιήθηκε μια μόνο συνεδρία, αυτή της 23.8.2001. Σ΄ αυτή παρευρίσκοντο 7 μέλη και απουσίαζαν 2. Η συνεδρία αυτή έγινε μετά από επιστολή - αίτηση για ανάκληση της διοικητικής απόφασης για τερματισμό του συμβολαίου (αφορά την προσφυγή 633/01) από τον δικηγόρο του αιτητή στις 21.8.2001. Αναφέρονται στην επιστολή του και τα εξής:

«Περαιτέρω θεωρούμε ότι η ποινή η οποία επεβλήθη στον πελάτη μας από την Εφορία σας στις 13.7.2001 ότι είναι υπερβολική υπό τις περιστάσεις και παρακαλώ όπως ανακληθεί ενόψει των κατωτέρω προσωπικών περιστάσεων του πελάτου μας.»

Η καθ΄ ης η αίτηση εξέτασε το πιο πάνω αίτημα του αιτητή και αποφάσισε την ανάκληση της απόφασης τερματισμού του συμβολαίου και προχώρησε στην επιβολή προστίμου. Η σύσταση της Επιτροπής, ήταν νόμιμη και επίσης σε απαρτία σύμφωνα με το σχετικό νόμο και τους κανονισμούς. Η απουσία δύο μελών δεν επιδρούσε καθόλου στη νόμιμη συγκρότηση της. Ο ισχυρισμός ότι τα δύο απουσιάζοντα μέλη δεν είχαν κληθεί να παραστούν παραμένει μετέωρος αφού δεν έχει αποδειχθεί. Εδώ ισχύει το τεκμήριο της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης με βάση τη νομολογία.

Κατά συνέπεια η μη στοιχειοθέτηση των λόγων ακυρότητας που προβάλλει ο αιτητής οδηγεί και την προσφυγήν αυτή σε αποτυχία.

Προσφυγή αρ. 633/2001

Ο αιτητής προβάλλει ως λόγους ακύρωσης και στην παρούσα προσφυγή τους ίδιους λόγους που πρόβαλε και στις δύο πιο πάνω εξετασθείσες προσφυγές του.

Η καθ΄ ης η αίτηση με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της προβάλλει προδικαστικήν ένσταση ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου αφού η εν λόγω επίδικη απόφαση έχει ανακληθεί με την απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση ημερ. 23.8.2001 κατόπιν μάλιστα αιτήματος του ίδιου του αιτητή.

Σύμφωνα με τη νομολογία η ανάκληση επίδικης απόφασης επιφέρει και την απώλεια του αντικειμένου εκκρεμούσας προσφυγής. Με την ανάκληση της επίδικης απόφασης ο αιτητής δεν έχει πλέον ενεστώς έννομο συμφέρον να συνεχίζει την προσφυγή του. Μόνη περίπτωση νομιμοποίησης του αιτητή να συνεχίσει την προσφυγή του, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι η πιθανολόγηση βλάβης που επήλθε μεταξύ έκδοσης και ανάκλησης. Τέτοια όμως βλάβη δεν ισχυρίζεται ο αιτητής στην παρούσα προσφυγή ούτε και παρέθεσε στοιχεία για πιθανολόγησή της. Εξάλλου ο ίδιος ο αιτητής παρακάλεσε και προκάλεσε την ανάκληση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης.

΄Εχω καταλήξει ότι η προδικαστική ένσταση της καθ΄ ης η αίτηση η οποία είναι δημοσίας τάξεως και σύμφωνα με τη νομολογία εξετάζεται αυτεπάγγελτα, ευσταθεί με συνέπεια να οδηγεί την προσφυγή σε απόρριψη.

Και οι τρεις συνεκδικασθείσες προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με έξοδα.

Οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται.

 

 

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

/ΕΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/Επσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο