ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 100/2002)
10 Σεπτεμβρίου 2003
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης,
για τους Αιτητές.Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.
Α. Κουντουρή, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος, Χρυστάλλα Μαλλούππα.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος, Σάββα Κυριάκου.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η τρίτη απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για την πλήρωση, με προαγωγή, δύο κενών θέσεων Ανώτερου Εκτελεστικού Μηχανικού (Τακτ. Προϋπ.), Τμήμα Δημοσίων Έργων. Προάχθηκαν, όπως και με τις δύο προηγούμενες αποφάσεις, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Χρυστάλλα Μαλλούππα και Σάββας Κυριάκου.
Κατά την πρώτη διαδικασία ο Διευθυντής του οικείου τμήματος σύστησε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στα καθήκοντα που τους είχαν ανατεθεί και στον επιτυχή τρόπο εκτέλεσής τους. Επί πλέον ανέφερε πολλά εγκωμιαστικά σχόλια με αναφορά σε εξειδικεύσεις στις οποίες προέβη για τις ιδιότητες και τις ικανότητες που τους διέκριναν. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 10 Αυγούστου
1998, με την οποία τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα προάχθηκαν στη θέση από την 1 Σεπτεμβρίου 1998, προσεβλήθη από τους παρόντες αιτητές με τις συνεκδικασθείσες προσφυγές 1129/98 κ.α. Στις 10 Φεβρουαρίου 2000 ο Καλλής, Δ. εξέδωσε ακυρωτική απόφαση. Επεσήμανε ότι δεν είναι νομολογιακά παραδεκτή η απόδοση σημασίας στα καθήκοντα που ανατίθενται σε υπαλλήλους ως στοιχείο διάκρισης μεταξύ τους, και επίσης επεσήμανε ότι η πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν παρέχει στο Διευθυντή δυνατότητα ανάπλασης της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων, όπως αυτή προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Υπέδειξε σχετικά, ότι τα όσα ο Διευθυντής είχε αναφέρει υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων συγκαταλέγονταν, ανεξάρτητα από την χρησιμοποιηθείσα φρασεολογία, στα βαθμολογημένα στοιχεία (α) επαγγελματικής κατάρτισης, (β) απόδοσης, (γ) υπηρεσιακού ενδιαφέροντος, (δ) υπευθυνότητας και (ε) πρωτοβουλίας, στα οποία ήταν και οι αιτητές βαθμολογημένοι με εξαίρετα, και επομένως βρίσκονταν και αυτοί στην ίδια μοίρα.Κατά την επανεξέταση, ο ίδιος Διευθυντής προέβη σε νέα σύσταση. Αυτή τη φορά απέφυγε να προβεί σε διάκριση με αναφορά στα καθήκοντα των υποψηφίων αλλά υπέπεσε και πάλι στο σφάλμα της ανάπλασης της υπηρεσιακής εικόνας. Με τη δεύτερη απόφαση, ημερ. 2 Μαρτίου 2000, η Ε.Δ.Υ. προήγαγε
ξανά τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, στηριζόμενη ανάμεσα σ΄ άλλα και στη σύσταση του Διευθυντή. Οι αιτητές προσέβαλαν και αυτή την απόφαση. Την προσφυγή τους, με αρ. 856/2000, την εξέτασε ο Χατζηχαμπής, Δ., ο οποίος στις 8 Οκτωβρίου 2001 εξέδωσε ακυρωτική απόφαση για το λόγο ότι και πάλι έπασχε η σύσταση του Διευθυντή.Κατά την τρίτη διαδικασία, έγινε σύσταση από το νέο Διευθυντή του Τμήματος. Αυτός δεν αναφέρθηκε στα ιδιαίτερα καθήκοντα του ενός ή του άλλου υποψηφίου και δεν εξειδίκευσε ιδιότητες και ικανότητες στις οποίες να υπερτερούσαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Αναφέρθηκε, ωστόσο, γενικά σε προσωπικές ικανότητες και δυνατότητες των υποψηφίων, τις οποίες συνεκτίμησε μαζί με άλλα για να συστήσει και αυτός τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Παραθέτω αυτούσια τη σύστασή του:
«Έχω μελετήσει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή με αρ. 856/00 και την απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές με αρ. 1129/98, 1130/98, 1131/98 και 1132/98 και διαπίστωσα ότι η σύσταση του τότε Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων κατέστη τρωτή διότι εξετέθηκαν πολύπλευρες ικανότητες για τους συστηνομένους, οι οποίες θεωρήθηκαν από το Δικαστήριο ότι εμπίπτουν στα στοιχεία που βαθμολογήθηκαν στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις τους. Με βάση λοιπόν τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πιστεύω ότι οι οκτώ πρώτοι υποψήφιοι του καταλόγου των προάξιμων υποψηφίων είναι εξαίρετοι υπάλληλοι. Μεταξύ όμως των οκτώ αυτών εξαίρετων υπαλλήλων, είμαι υποχρεωμένος, βάσει του Νόμου, να επιλέξω και να συστήσω τους δύο καταλληλότερους. Αποβλέποντας πάντοτε στον ουσιώδη χρόνο, συστήνω για προαγωγή την Μαλλούππα Χρυστάλλα και τον Κυριάκου Σάββα.
Η Μαλλούππα Χρυστάλλα κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στον Κλάδο Κτιρίων και συγκεκριμένα στον Κλάδο Στατικών Μελετών. Είναι εξαίρετη υπάλληλος, έχει την ίδια αρχαιότητα στην παρούσα θέση με τους υπ΄ αρ. 1. Κληρίδου Δανάη, αρ. 2. Διάκου Βαλεντίνο, και αρ. 3, Βραχίμη Σάββα, και υστερεί έναντι αυτών μόνον σ΄ ό,τι αφορά την ημερομηνία πρώτου διορισμού και σε μία συνεκτίμηση όλων των δεδομένων
, καθώς και των προσωπικών ικανοτήτων και δυνατοτήτων των υποψηφίων, την συστήνω ως καταλληλότερη για να αναλάβει τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.Ο Κυριάκου Σάββας κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν προϊστάμενος της Μονάδας Διεύθυνσης Έργων. Είναι εξαίρετος υπάλληλος, υστερεί σε αρχαιότητα από ορισμένους που δεν συστήνονται, αλλά σε μία συνεκτίμηση όλων των δεδομένων, καθώς και των προσωπικών ικανοτήτων και δυνατοτήτων των υποψηφίων, τον συστήνω ως καταλληλότερο για να αναλάβει τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.»
Η παραπάνω σύσταση επικρίνεται από τους αιτητές ως γενική, αόριστη και αναιτιολόγητη, ως υπονοούσα ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπερτερούσαν σε ικανότητες και ιδιότητες.
Είναι προφανές ότι η γενική αναφορά από τον Διευθυντή σε προσωπικές ικανότητες και δυνατότητες των υποψηφίων απέβλεπε και πάλι σε διάκριση υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων με αναφορά σε ιδιότητες και ικανότητες, που εκείνοι διέθεταν, εφόσον δεν αναφέρθηκε ο,τιδήποτε άλλο ως διαφοροποιόν στοιχείο που να δικαιολογούσε την υπέρ τους σύσταση. Αν όλοι οι υποψήφιοι είχαν τις ίδιες ικανότητες και δυνατότητες δεν χρειαζόταν από αυτή την άποψη καμιά αναφορά εκ μέρους του. Αν δε άλλοι από τους υποψηφίους τις διέθεταν, θα ανέμενε κανείς από τον Διευθυντή να πει γιατί δεν τους σύστηνε εκείνους. Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά δεν θα μπορούσε μια σύσταση τόσο γενική και αόριστη όπως η υπό συζήτηση να θεωρηθεί αιτιολογημένη. Καθίσταται επομένως αναπόφευκτη και πάλι η ακύρωση της απόφασης της Ε.Δ.Υ.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ