ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                   Υπόθεση Αρ. 1516/2000

18 Ιουνίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

Ανδρέας Παναγίδης,

                                                                   Αιτητής,

ν.

ΕπιστημονικούΤεχνικού Επιμελητήριου Κύπρου,

                                                                    Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - - - - -

Α. Παπαχαραλάμπους, για τον αιτητή

Α. Κουντουρή, για τους καθ΄ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής είναι μέλος του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ), εγγεγραμμένος στον ειδικό κατάλογο των αδειούχων τεχνικών οικοδομών.

Το Φεβρουάριο του 1997 του ανατέθηκε από την κα Αγγελική Ιωάννου Βασιλείου να επιβλέψει την ανέγερση της οικοδομής της στο Σινά Όρος.

Στις 22.7.98 η τελευταία υπέβαλε, επί ειδικού εντύπου, καταγγελία στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΕΤΕΚ εναντίον του αιτητή, επικαλούμενη αντιδεοντολογική συμπεριφορά εκ μέρους του. Συγκεκριμένα κατάγγειλε ότι ο αιτητής ενεργούσε ταυτόχρονα ως επιβλέπων και ως εργολάβος, δεν τηρούσε τους όρους του συμβολαίου και δε συμπεριφερόταν δίκαια στον έλεγχο της ποιότητας και την πρόοδο των εργασιών.

Το ΕΤΕΚ είναι αρμόδιο να ασκεί πειθαρχική εξουσία στα μέλη του με βάση το άρθρο 5(ε) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου του 1990 (Ν. 224/90).

Ιδρύθηκε για το σκοπό αυτό το Πειθαρχικό Συμβούλιο με βάση το άρθρο 22 του Νόμου. Η διαδικασία ενώπιον του καθορίζεται στους περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμούς τους 1996 (ΚΔΠ 327/96).

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο διόρισε ως εισηγητή για να προβεί σε έρευνα της καταγγελίας εναντίον του αιτητή, με βάση τον Κανονισμό 13(2), τον κ. Αντώνη Πελεκάνο, αρχιτέκτονα, μέλος του Συμβουλίου και ενημέρωσε τον αιτητή για την καταγγελία που υποβλήθηκε εναντίον του. Στη συνέχεια ο εισηγητής προέβη σε έρευνα της υπόθεσης. Πήρε καταθέσεις από την κα Βασιλείου και τον αιτητή. Κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα:

«Από τα πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι παρόλο που ο κύριος Ανδρέας Παναγίδης, δεν μπορεί να αποδειχθεί από την μαρτυρία της κυρίας Βασιλείου, ότι ήταν Ο ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ εντούτοις η συμπεριφορά του και ειδικά με τις αποδείξεις πληρωμής και την δικαιολόγηση των εργολάβων ότι η καθυστέρηση ήταν μόνο διότι δεν υπέγραφε η κυρία Βασιλείου τις επιπλέον εργασίες συμπεριφέρθηκε με τέτοιο τρόπο που δεν συνάδει με τον ρόλο ενός επιβλέποντα και ωθεί στο συμπέρασμα ότι είχε κάποια συμφέροντα από τους εργολάβους. Αυτό ισχυροποιείται ακόμα περισσότερο με τα τεκμήρια που ο ίδιος προσκόμισε ότι δηλαδή οι αποδείξεις που έδιδε ο ίδιος ήταν προσωρινές και μετά έπαιρνε και αυτός από τους εργολάβους. Γιατί τότε δεν έδιδε αποδείξεις των εργολάβων αφού είχε πληρεξούσιο και γιατί δεν έδωσε το πληρεξούσιο στην πελάτισσα του; Γιατί οι αποδείξεις που του έδιδαν αργότερα οι εργολάβοι δεν ήταν τα ανάλογα ποσά των πιστοποιητικών πληρωμής αλλά μικρότερα ποσά;

Με τα πιο πάνω συμπεραίνω ότι πράγματι ο κύριος Ανδρέας Παναγίδης δεν συμπεριφέρθηκε ορθά γιατί έπρεπε να αναφέρει οποιαδήποτε σχέση είχε αυτός με τους εργολάβους στην πελάτισσα του.

Όσον αφορά τις κατηγορίες της κυρίας Βασιλείου για κακή ποιότητα και καθυστερήσεις αυτές δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση αλλά είναι θέμα της ιδίας και των κατά νόμο υπευθύνων που δεν ήταν άλλοι από τους εργολάβους που υπέγραψαν το μεταξύ των συμβόλαιο εργολαβίας.»

Αφού διαπίστωσε ότι πιθανολογείται διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, προέβηκε στη διατύπωση του κατηγορητηρίου εναντίον του αιτητή, το οποίο του απέστειλε καλώντας τον να απολογηθεί εγγράφως.

Ο αιτητής απάντησε ότι απορρίπτει τις κατηγορίες.

Ο εισηγητής υπέβαλε στη συνέχεια στο Συμβούλιο το πόρισμά του μαζί με τις καταθέσεις που πήρε, το κατηγορητήριο και την απολογία του κατηγορουμένου.

Το Συμβούλιο αποφάσισε να υιοθετήσει την πρόταση του εισηγητή και να προσάψει κατηγορίες εναντίον του αιτητή. Διόρισε τον κ. Παύλο Κακόπιερο δικηγόρο, ως κατήγορο, ο οποίος ετοίμασε το κατηγορητήριο.

Η εκδίκαση της υπόθεσης από το Συμβούλιο άρχισε στις 29.11.99 αφού επιδόθηκε κλήση στον αιτητή για να εμφανιστεί. Αφού περατώθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης, το Συμβούλιο μελέτησε όλα τα ενώπιον του στοιχεία και διαπίστωσε τα πιο κάτω:

«Ο κ. Ανδρέας Παναγίδης ήταν ο Επιβλέπων Μηχανικός του έργου.

Ενώ ήταν ο Επιβλέπων Μηχανικός του έργου, συμμετείχε ενεργά στα οικονομικά του εργολάβου του έργου και ειδικότερα εισέπραττε, βάσει πληρεξουσίου, από την εντολέα, χρηματικά ποσά για λογαριασμό του εργολάβου και διαχειριζόταν αυτά τα ποσά, γεγονός το οποίο επηρέασε την επαγγελματική ακεραιότητα.

Ο κ. Α. Παναγίδης παρέλειψε να πληροφορήσει την πελάτιδα του για τις σχέσεις του με τους εργολάβους του έργου (εκτός από τις σχέσεις που έχει ένας μελετητής/επιβλέπων με εργολάβο) και συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο που έδωσε την εντύπωση στην πελάτιδα του ότι είχε οικονομικές σχέσεις με τον εργολάβο του έργου και ότι ο ίδιος ήταν και ο Εργολάβος και ο Επιβλέπων.»

Ακολούθως αποφάσισε ομόφωνα να επιβάλει χρηματικές ποινές σε κάθε μια κατηγορία.

Την απόφαση αυτή του Συμβουλίου είναι που προσβάλλει με την προσφυγή αυτή ο αιτητής.

Ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε αρχικά ότι πάσχει η συγκρότηση του Συμβουλίου. Αναφέρθηκε στο άρθρο 22(2) του Νόμου όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Καθόριζε ότι το Συμβούλιο αποτελείτο από τον Πρόεδρο του ΕΤΕΚ ως Πρόεδρο και πέντε άλλα μέλη του ΕΤΕΚ. Υποστήριξε ότι η εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον των Σ. Κουμπάρου, προεδρεύοντα, Γ. Αλετράρη, Γ. Ανατολίτη και Λ. Σαββίδη, μελών έπασχε επειδή το Συμβούλιο δε συγκροτήθηκε όπως προβλέπει ο Νόμος.

Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι ορθός. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου ημερομηνίας 29.11.99 ο Πρόεδρος του Συμβουλίου απουσίαζε και αποφασίστηκε να προεδρεύσει όλων των συνεδριών μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης ο Σ. Κουμπάρος ως προεδρεύων.

Δεν προκύπτει συνεπώς κακή συγκρότηση του Συμβουλίου. Ο προεδρεύων και τα αναφερθέντα τρία μέλη του Συμβουλίου συμμετείχαν στη σύνθεση του για την επίδικη πειθαρχική διαδικασία αποτελώντας απαρτία σύμφωνα με το άρθρο 22(4) του Νόμου.

Πρόβαλε στη συνέχεια ο δικηγόρος του αιτητή ότι πάσχει η σύνθεση του Συμβουλίου. Υποστήριξε δε ότι προκύπτει από τα πρακτικά των συνεδριών του Συμβουλίου ότι ήταν παρών σ΄αυτές ο κ. Πελεκάνος ο οποίος ήταν ο εισηγητής της υπόθεσης. Αναφέρθηκε στον Κανονισμό 15(5) στον οποίο καθορίζεται ότι ο εισηγητής «δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής στην εκδίκαση της υπόθεσης».

Αφού εξέτασα με προσοχή τα πρακτικά, δε διαπίστωσα συμμετοχή του εισηγητή στη σύνθεση του Συμβουλίου. Έχω την άποψη ότι το όνομά του αναγράφηκε στην πρώτη σελίδα των πρακτικών απλώς για να δηλωθεί ποιος ήταν ο εισηγητής της υπόθεσης με το ίδιο σκεπτικό που δηλώθηκε η καταγγέλλουσα, ο καταγγελλόμενος και ο κατήγορος. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο εισηγητής ήταν παρών στις συνεδρίες.

Ισχυρίστηκε στη συνέχεια ο συνήγορος ότι η επίδικη απόφαση πάσχει ως αναιτιολόγητη. Αναφέρθηκε στον Κανονισμό 17 στον οποίο καθορίζεται ότι η απόφαση του Συμβουλίου πρέπει να στηρίζεται σε σαφή ευρήματα, τα οποία να εδράζονται σε πραγματικά γεγονότα που έχουν αποδειχθεί ενώπιόν του και να είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Το Συμβούλιο, αφού μελέτησε την έκθεση του εισηγητή, έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των διαδίκων και όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενώ ο αιτητής ήταν ο επιβλέπων μηχανικός του έργου, συμμετείχε ενεργά στα οικονομικά του εργολάβου του έργου εισπράττοντας βάσει πληρεξουσίου από την καταγγέλλουσα χρηματικά ποσά για λογαριασμό του εργολάβου και διαχειριζόταν τα ποσά αυτά. Καθώς και ότι παρέλειψε να πληροφορήσει την καταγγέλλουσα για τις σχέσεις του με τον εργολάβο και συμπεριφέρθηκε με τρόπο που έδωσε την εντύπωση στην τελευταία ότι είχε οικονομικές σχέσεις με τον εργολάβο και ότι ο ίδιος ήταν και ο εργολάβος και ο επιβλέπων.

Η απόφαση του Συμβουλίου να επιβάλει στον αιτητή τις χρηματικές ποινές που αναφέρθηκαν στηρίχθηκε στα πιο πάνω ευρήματα μετά από απόδειξη ενώπιον του των πραγματικών γεγονότων στα οποία βασίζονται και συνεπώς τη θεωρώ πλήρως αιτιολογημένη.

Υποστηρίχθηκε επίσης ότι η επίδικη απόφαση πάσχει ως μη προκύπτουσα μετά από τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Είναι η θέση του αιτητή ότι το Συμβούλιο στηρίχθηκε μόνο στη μαρτυρία της καταγγέλλουσας.

Το Συμβούλιο διόρισε εισηγητή για τη διεξαγωγή έρευνας ο οποίος υπέβαλε την έκθεσή του. Διατυπώθηκαν κατηγορίες εναντίον του αιτητή και έγινε εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου με την προσαγωγή μαρτυρίας της καταγγέλλουσας, την κατάθεση τεκμηρίων και την απολογία του αιτητή. Κρίνω συνεπώς αβάσιμο τον ισχυρισμό αυτό του αιτητή.

Προβλήθηκε περαιτέρω ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του αιτητή που πηγάζει από την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης. Στήριξε τον ισχυρισμό του αυτό στο γεγονός ότι ο αιτητής ακούστηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου όχι όμως στο στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης.

Ο εισηγητής, αφού πήρε καταθέσεις από την καταγγέλλουσα και τον αιτητή, διατύπωσε τις κατηγορίες εναντίον του αιτητή και τον κάλεσε σε απολογία. Δε βλέπω πώς παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης που είχε.

Ισχυρίστηκε ακόμα ο δικηγόρος του αιτητή ότι το Συμβούλιο είχε την υποχρέωση να εφοδιάσει τον αιτητή με αντίγραφα της κατάθεσης της καταγγέλλουσας και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα είχε ενώπιον του ώστε να είχε την ευκαιρία να αντικρούσει τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του.

Ο Κανονισμός 14(1) καθορίζει ότι το μέλος του ΕΤΕΚ εναντίον του οποίου διεξάγεται πειθαρχική διαδικασία δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση και να του παρέχεται αντίγραφο των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε σχετικών εγγράφων.

Ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή του πρεδρεύοντα του Συμβουλίου για την καταγγελία που έγινε εναντίον του και επισυνάφθηκε αντίγραφο αυτής. Μετά από την περάτωση της έρευνας από τον εισηγητή, ο τελευταίος του απέστειλε το κατηγορητήριο καλώντας τον σε έγγραφη απολογία.

Στη συνέχεια του επιδόθηκε η κλήση για την εκδίκαση της υπόθεσης στην οποία περιλαμβάνονται οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του.

Φαίνεται να μη δόθηκε στον αιτητή αντίγραφο της κατάθεσης της καταγγέλλουσας. Στο κατηγορητήριο όμως καθορίστηκαν με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούσαν τα αποδιδόμενα πειθαρχικά παραπτώματα ώστε ο αιτητής να γνώριζε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους διωκόταν για να ετοιμάσει την υπεράσπισή του.

Περαιτέρω, επισημαίνεται πως ο αιτητής δε ζήτησε αντίγραφο οποιουδήποτε εγγράφου που εδικαιούτο και δεν του δόθηκε.

Έτσι ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή ότι παραβιάστηκε για το λόγο αυτό η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης, δεν γίνεται δεκτός.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

 < /span>

                                                                    Π. Αρτέμης, Δ.

/Χ.Π.

 < o:p>


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο