ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Προσφυγή Αρ. 1204/2002

23 Ιουνίου, 2003

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/τής.]

Αναφορικά με το αρθρο 146 και 28 του Συντάγματος

ΕΛΠΙΔΑ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ-ΚΥΠΡΙΔΗΜΟΥ,

Αιτήτρια

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ης η Αίτηση.

_________________

Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.

Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

Α. Παπαντωνίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η Αιτήτρια κα Κυπριδήμου ήταν μια από υπέρ εκατό υποψήφιους για πέντε θέσεις Βοηθού Στατιστικής στη Στατιστική Υπηρεσία. Κατετάγη 16η στον κατάλογο των επιτυχόντων στη γραπτή εξέταση με βαθμολογία 70.50. Το Ενδιαφερόμενο Μέρος κα Μηλιδώνη κατετάγη 15η με βαθμολογία 72.25. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) απεφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους 13 πρώτους σε σειρά επιτυχίας στη γραπτή εξέταση υποψήφιους. Από αυτούς προσήλθαν μόνο οι πέντε στους οποίους και η ΕΔΥ τελικά πρόσφερε διορισμό στις πέντε θέσεις. Η μια από τους πέντε όμως δεν απεδέχθη το διορισμό και έτσι η ΕΔΥ, ακυρώνοντας τον, προχώρησε στην επαναπλήρωση της πέμπτης θέσης. Προς τούτο κάλεσε σε προφορική εξέταση τους επόμενους τέσσερις σε σειρά επιτυχίας υποψήφιους, δηλαδή την κα Μηχαηλίδου (14η), την κα Μηλιδώνη (15η), την κα Κυπριδήμου (16η) και την κα Μυλωνά (17η). Η κα Μιχαηλίδου δεν προσήλθε.

Προς αξιολόγηση της απόδοσης στην προφορική εξέταση το κάθε μέλος της ΕΔΥ βαθμολόγησε χωριστά την απόδοση της κάθε υποψήφιας και αποτίμησε σε μονάδες τα άλλα κριτήρια που αναφέρονται στα προσόντα και στην πείρα της κάθε υποψήφιας. Στην κα Μηλιδώνη εδόθη βαθμολογία 7.7.7.7 στην προφορική εξέταση, που της έδιδε μέσο όρο 7, ενώ στην κα Κυπριδήμου 5.5.5.5 που της έδιδε μέσο όρο 5. Ως προς τη σχετική πείρα, η κα Μηλιδώνη δεν έλαβε μονάδες ενώ η κα Κυπριδήμου έλαβε 3.3.3.3 που της έδιδε μέσο όρο 3. Δεν εδόθησαν μονάδες στην κα Μηλιδώνη και στην κα Κυπριδήμου ως προς το πλεονέκτημα και ως προς τα άλλα ακαδημαϊκά προσόντα. Οι μονάδες αυτές προστέθησαν στη βαθμολογία της γραπτής εξέτασης, καταλήγοντας σε τελική βαθμολογία 79.25 για την κα Μηλιδώνη και 78.50 για την κα Κυπριδήμου. Καθ΄όσον η κα Μηλιδώνη κατετάγη πρώτη σε σειρά συνολικών μονάδων, η ΕΔΥ επέλεξε αυτή για τη θέση, οπότε η κα Κυπριδήμου καταχώρησε την προσφυγή εναντίον του διορισμού της.

Είναι η θέση της κας Κυπριδήμου ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση είναι αναιτιολόγητη καθ΄όσον δεν εξηγείται γιατί εδόθησαν οι συγκεκριμένες βαθμολογίες. Δεν ετηρήθη, παρατηρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος για την κα Κυπριδήμου, πρακτικό που να αποτυπώνει την αιτιολογία της εντύπωσης της ΕΔΥ παρά μόνο εδόθη η βαθμολογία. Τούτο, εισηγείται ο κ. Κωνσταντίνου, παραβαίνει και το άρθρο 6(4) του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998 (Ν. 6(1)/98) και τις γενικές αρχές δικαίου, παραπέμποντας και σε προηγούμενη απόφαση μου στην υπόθεση Γιαννάκη ν. ΚΟΤ, 910/98, 7.6.2000.

Η απάντηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία είναι ότι το άρθρο 6(4) δεν απαιτεί την παροχή αιτιολογίας παρά μόνο βαθμολογία από το κάθε μέλος από το σύνολο των οποίων και εξάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 6(5)(α), ο μέσος όρος κάθε υποψηφίου. Η πρόνοια για μέσο όρο μάλιστα, λέγει ο κ. Σταυρινός, καταδεικνύει ότι εκλαμβάνεται ως δεδομένη η βαθμολογία του κάθε μέλους χωρίς να χρειάζεται να αιτιολογείται.

Βλέπω πως μπορεί να διαφοροποιείται η προκειμένη υπόθεση από τη Γιαννάκη ν. ΚΟΤ, όχι όμως ακριβώς όπως το θέτει ο κ. Σταυρινός. Το σκεπτικό της υπόθεσης εκείνης ανάγετο στη συλλογικότητα της απονομής των μονάδων από τη διορίζουσα αρχή ως σύνολο τόσο στην προφορική εξέταση, που ήταν το κρινόμενο, όσο και στους άλλους τομείς. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τις σελίδες 4-5:

"Η μη αναφορά στο άρθρο 7(5) σε αιτιολόγηση των μονάδων που δίδονται σε κάθε υποψήφιο όσον αφορά την προφορική εξέταση, τα προσόντα και την πείρα, δεν απαλλάσσει την Επιτροπή της υποχρέωσης παροχής αιτιολογίας για την απόφαση της, ως θέμα γενικής αρχής, κατά το μέτρο που η φύση των πραγμάτων επιτρέπει αλλά και υπαγορεύει. Ούτε είναι άσχετη προς τούτο η αναφορά στο άρθρο 7(5) ότι η απόφαση αναφορικά με τις μονάδες που δίδονται πρέπει να καταγράφεται στα πρακτικά και ότι οι σχετικές σημειώσεις των μελών αποτελούν μέρος του φακέλου. Έστω και αν η εντύπωση των μελών για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση είναι σε κάποιο βαθμό υποκειμενική, εκείνο που έχει σημασία είναι η διατύπωση αυτής της εντύπωσης με τέτοιο τρόπο που να αιτιολογεί την απόδοση των μονάδων που δίδονται σε κάθε υποψήφιο. Εξ άλλου, αυτό που έγινε ήταν το κάθε μέλος να δώσει απλώς τις μονάδες που έκρινε και να εξευρεθεί ο μέσος όρος του κάθε υποψηφίου. Αυτό δεν είναι το τι ορίζει το άρθρο 4 και το άρθρο 7(5) αναφορικά με τις μονάδες: το τι προνοούν είναι ότι η βαρύτητα που δίδεται στην προφορική εξέταση, όπως και στα προσόντα και στην πείρα, και η οποία αποτιμάται σε μονάδες, απονέμεται από τη διορίζουσα αρχή, προφανώς ως σύνολο, και όχι ως μέσος όρος αθροίσματος επί μέρους και αναιτιολόγητων βαθμολογιών από κάθε μέλος. Η απονομή μονάδων με βάση τη βαρύτητα που αποδίδεται στα καθοριζόμενα κριτήρια από τη διορίζουσα αρχή πρέπει συνεπώς και να αιτιολογείται από αυτή. Η παροχή της αναγκαίας συλλογικής αιτιολογίας θα εξηγούσε ενδεχόμενα και το γιατί μόνη η κα. Γιαννάκη βαθμολογήθηκε στην προφορική εξέταση τόσο διαφορετικά από ορισμένα μέλη ώστε ο μέσος όρος της να έπεσε τόσο χαμηλά που να επηρέασε άμεσα την τελική της βαθμολογία. Η διαφορά στη βαθμολογία από το 10 που πήρε από δύο μέλη μέχρι το 4.5 που πήρε από άλλο μέλος είναι τέτοια που να τονίζει την ανάγκη επαρκούς αιτιολογίας."

 

 

Η υπόθεση Γιαννάκη ν. ΚΟΤ, αφορούσε το Νόμο 107(1)/95 ο οποίος έχει αντικατασταθεί από τον εδώ κρινόμενο Νόμο 6(1)/98. Το άρθρο 6(4) του Νόμου 6(1)/98 διαφοροποιείται από το άρθρο 7(5) του Νόμου 107(1)/95 κατά το ότι, ενώ το άρθρο 7(5) προνοούσε ότι η απονομή των μονάδων σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένης της προφορικής εξέτασης, εγίνετο από τη διορίζουσα αρχή χωρίς αναφορά σε χωριστή βαθμολόγηση από το κάθε μέλος, το άρθρο 6(4), χωρίς να προνοεί ρητά, εξηυπακούει τέτοια βαθμολόγηση εφ΄όσον αναφέρει ότι το κάθε μέλος παραδίδει τη βαθμολογία που έδωσε σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Δεν υπάρχει δηλαδή, στα πλαίσια του άρθρου 6(4), η συλλογικότητα της βαθμολόγησης της προφορικής εξέτασης από τη διορίζουσα αρχή ως σύνολο που υπήρχε στο άρθρο 7(5) παρά μάλλον, προφανώς, το άθροισμα των βαθμολογιών των μελών και η εξαγωγή του μέσου όρου αυτών, ώστε να μην τίθεται θέμα αιτιολόγησης της τελικής βαθμολογίας από τη διορίζουσα αρχή.

Να παρατηρήσω όμως ότι αυτό δεν είναι αποτέλεσμα του άρθρου 6(5)(α) όπως εισηγείται ο κ. Σταυρινός, αλλά του άρθρου 6(4) και μόνο. Η πρόνοια του άρθρου 6(5)(α) είναι:

"6.-(5)(α) Μετά τη συμπλήρωση της απονομής των μονάδων και αφού ο μέσος όρος της βαθμολογίας που δόθηκε για κάθε ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, προστεθεί στις μονάδες που οι υποψήφιοι έλαβαν στη γραπτή εξέταση, .................."

 

 

Το άρθρο 6(5)(α) δεν εννοεί ότι εξάγεται μέσος όρος των βαθμολογιών των μελών σε κάθε ένα από τα κριτήρια, ώστε να εξυπακούει χωριστή απονομή μονάδων από το κάθε μέλος για το κάθε κριτήριο, αλλά ότι εξάγεται μέσος όρος των βαθμολογιών όλων των κριτηρίων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το ότι και το άρθρο 6(4) αναφέρεται σε παράδοση της βαθμολογίας του κάθε μέλους μόνο ως προς την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Αυτό εξ άλλου είναι και λογικό. Η προφορική εξέταση εξυπακούει υποκειμενική κρίση του κάθε μέλους ως προς την απόδοση των υποψηφίων, οπότε ο μέσος όρος των βαθμολογιών των μελών συνιστά λογικό μέτρο κρίσης. Η αποτίμηση σε μονάδες των άλλων κριτηρίων όμως, δηλαδή των προσόντων που θεωρούνται πλεονέκτημα, των άλλων ακαδημαϊκών προσόντων και της πείρας, εξυπακούει κατ΄εξοχή αντικειμενική άποψη του συλλογικού οργάνου στη βάση των ενώπιον του στοιχείων και θα ήταν παράλογο τούτο να εξάγεται στη βάση μέσου όρου. Πέραν όμως της λογικής του πράγματος, οι ίδιοι οι όροι του άρθρου 6(5)(α), όπως είπα, δεν αναφέρονται σε μέσο όρο βαθμολογίας των μελών αλλά σε μέσο όρο των βαθμολογιών όλων των κριτηρίων.

Ο κ. Κωνσταντίνου εισηγείται όμως περαιτέρω στην απάντηση του ότι, καθ΄όσον η αποτίμηση σε μονάδες της προφορικής εξέτασης προκύπτει ως μέσος όρος των βαθμολογιών των μελών, σύμφωνα με το άρθρο 6(4) όπως έχω διευκρινίσει, το κάθε μέλος οφείλει να παρέχει αιτιολογία για τη βαθμολογία που δίδει ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Δεν συμφωνώ με την εισήγηση αυτή. Αν και η υποκειμενικότητα της κρίσης του κάθε μέλους ως προς την απόδοση εκάστου υποψηφίου στην προφορική εξέταση δεν αναιρεί τη δυνατότητα περιγραφής της νοητικής διεργασίας που οδηγεί στην μετάφραση της σε μονάδες, εν τούτοις η υποκειμενικότητα εκείνη, σε συνδυασμό με το ότι ο νόμος δεν απαιτεί αιτιολογία ως θέμα ουσιώδους τύπου, δεν καθιστά αναγκαία την καταγραφή των λόγων για τους οποίους το κάθε μέλος καταλήγει στη δική του βαθμολογία της απόδοσης στην προφορική εξέταση.

Να πω όμως και κάτι άλλο. Εδώ όλα τα μέλη βαθμολόγησαν τη μεν κα Μηλιδώνη με 7 τη δε κα Κυπριδήμου με 5 ως προς την προφορική εξέταση. Δεν υπήρχε δηλαδή διαφορά στην προσέγγιση των μελών που να ήγειρε ερωτηματικά όπως στην περίπτωση της υπόθεσης Γιαννάκη ν. ΚΟΤ.

Η άλλη εισήγηση του κ. Κωνσταντίνου είναι ότι είναι αναιτιολόγητη η απονομή μονάδων για το κριτήριο της πείρας καθ΄όσον δεν εξηγείται γιατί δόθησαν μόνο τρεις μονάδες στην κα Κυπριδήμου. Σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(ε), μπορούν να δοθούν από 0 μέχρι 5 μονάδες για πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας. Η Αιτήτρια, λέγει ο κ. Κωνσταντίνου, είχε συνολική πείρα πέραν των τριών ετών και θα έπρεπε έτσι να της είχαν δοθεί, αν όχι τέσσερις μονάδες, εν πάση περιπτώσει τρεις μονάδες συν το επιπρόσθετο κλάσμα των μηνών της πέραν των τριών ετών πείρας της.

Όπως προκύπτει και από την υπόθεση Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών ν. Κεφάλα, Α.Ε. 2445, 26.5.2003, στην οποία ο κ. Κωνσταντίνου έχει αναφερθεί, η απόδοση των μονάδων θα πρέπει να αιτιολογείται σε συνάρτηση και με την πείρα αυτή καθ΄αυτή του κάθε υποψήφιου και με τη συγκριτική πείρα των υποψηφίων. Εκεί η διορίζουσα αρχή είχε αποφασίσει όπως για κάθε έτος πείρας προστεθεί μια μονάδα βαθμολογίας (μέχρι 5). Στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν υπήρξε τέτοια απόφαση και δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι η ΕΔΥ είχε υποχρέωση να δώσει στην κα Κυπριδήμου τόσες μονάδες όσα ήσαν τα ακριβή κλασματικά έτη της πείρας της. Περαιτέρω, όλα τα μέλη της ΕΔΥ έδωσαν στην κα Κυπριδήμου τρεις μονάδες, ώστε και πάλι να μην προκύπτει θέμα παραφωνίας που να εγείρει ερωτηματικά αιτιολογίας.

Τέλος, δεν θα υπήρχε οποιαδήποτε διαφορά και αν ακόμα η κα Κυπριδήμου είχε λάβει μέχρι και τέσσερις μονάδες όπως είναι η εισήγηση της. Είναι γεγονός ότι αυτό που έκανε η ΕΔΥ ήταν να δώσει το κάθε μέλος της ατομική βαθμολογία για το κάθε κριτήριο, να εξαχθούν οι μέσοι όροι των βαθμολογιών των μελών για το κάθε κριτήριο και να προστεθούν στη βαθμολογία της γραπτής εξέτασης. Έτσι, στη βαθμολογία 72.25 της κας Μηλιδώνη στη γραπτή εξέταση προστέθησαν 7 μονάδες ως ο μέσος όρος της βαθμολογίας της στην προφορική εξέταση (στα άλλα κριτήρια δεν είχε βαθμούς) φέρνοντας το σύνολο της στο 79.25. Στη βαθμολογία 70.50 της κας Κυπριδήμου στη γραπτή εξέταση προστέθησαν 5 μονάδες ως ο μέσος όρος της βαθμολογίας της στην προφορική εξέταση και 3 μονάδες ως ο μέσος όρος της βαθμολογίας της στην πείρα (στα άλλα κριτήρια δεν είχε βαθμούς) φέρνοντας το σύνολο της στο 78.50. Όπως εξήγησα κατά την εξέταση του άρθρου 6(5)(α), τούτο ήταν λανθασμένο. Η ορθή διαδικασία ήταν να εξαχθεί ο μέσος όρος των βαθμολογιών των τεσσάρων κριτηρίων και να προστεθεί στη βαθμολογία της γραπτής εξέτασης. Αυτό θα εσήμαινε 1.75 μονάδες για την κα Μηλιδώνη (δηλαδή 7:4) και 2 μονάδες για την κα Κυπριδήμου (δηλαδή 8:4) - ή 2.25 μονάδες αν έπαιρνε 4 μονάδες αντί 3 που της εδόθησαν για την πείρα όπως ισχυρίζεται ότι έπρεπε να είχε πάρει (9:4), ώστε το σύνολο τους να ήταν 74 μονάδες και 72.50 μονάδες (ή 72.75 μονάδες) αντιστοίχως. Και πάλι δηλαδή η κα Μηλιδώνη θα υπερείχε.

Η προσφυγή λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η Αιτήτρια θα καταβάλει £400 έξοδα στη Δημοκρατία.

 

 

Δ. Χατζηχαμπής,

Δ.

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο