ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 574/2002)
30 Μαΐου, 2003
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - -
Α. Κωνσταντίνου,
για τους Αιτητές.Κ. Στιβαρού, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
: Ο αιτητής αρ. 1 Χαράλαμπος Ζαχαρία προσλήφθηκε στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ), με σύμβαση από 9.10.1961, ως Τεχνικός Γραμμών. Μονιμοποιήθηκε στη θέση Εξεταστή Εγκαταστάσεων από 1.1.1964. Στις 15.12.1966 προάχθηκε σε Τεχνικό Βοηθό, από 1.7.1968 σε Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων ΙΙ και από 1.7.1977 σε Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων Ι. Ακολούθως, από 1.11.1988, προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων, θέση στην οποία υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο.Ο αιτητής αρ. 2 Ανδρέας Χρυσοστόμου, προσλήφθηκε στην ΑΗΚ, με σύμβαση από 1.7.1963, ως Τεχνικός Βοηθός. Μονιμοποιήθηκε στη θέση από 1.1.1964. Από 1.9.1969 προάχθηκε στη θέση Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων ΙΙ και από 1.11.1979 στη θέση Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων Ι. Ακολούθως, από 1.11.1988, προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων, θέση στην οποία υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Το ενδιαφερόμενο μέρος Μιχαήλ Παπαδόπουλος προσλήφθηκε στη μόνιμη υπηρεσία της ΑΗΚ, στη θέση Τεχνίτη επί Δοκιμών και Επιδιορθώσεων Μετρητων, την 1.12.1969. Την 1.2.1982 προάχθηκε στη θέση του Επιστάτη, κλίμακα Α6½ . Στις 4.4.1985 η θέση του Επιστάτη αναβαθμίστηκε στην κλίμακα Α7+2, την 1.1.1987 στην κλίμακα Α8 και την 1.1.1992 στην κλίμακα Α8-Α9. Στις 22.2.1995 η θέση του Επιστάτη μετονομάστηκε σε θέση Επιστάτη (Έλεγχος και Επιδιόρθωση Μετρητών), θέση στην οποία υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Στις 13.1.1997 η ΑΗΚ κυκλοφόρησε γνωστοποίηση κενών θέσεων για την πλήρωση, μεταξύ άλλων, της θέσης του Τεχνικού Επιθεωρητή (Κέντρο Ελέγχου και Επιδιορθώσεως Μετρητών), κλίμακα Α10. Αποτάθηκαν για προαγωγή στη θέση, που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η επίδικη θέση, τόσο οι αιτητές όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος. Με απόφασή της ημερομηνίας 21.10.1997, η ΑΗΚ αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, από 1.11.1997. Η απόφαση προσβλήθηκε από τους αιτητές με την υπ΄αριθμό 925/97 προσφυγή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο. Στις 30.4.1999 εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους ακυρώθηκε. Ακολούθως, η ΑΗΚ, αφού επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης, κατά τη συνεδρία της 21.12.1999, αποφάσισε την εκ νέου προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, αναδρομικά από 1.11.1997. Η απόφαση προσβλήθηκε ξανά από τους αιτητές με την υπ΄αριθμό 36/2000 προσφυγή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο. Εκκρεμούσης της διαδικασίας, η ΑΗΚ, την 31.10.2000, ανακάλεσε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους με αποτέλεσμα η προσφυγή, στις 8.11.2000, να αποσυρθεί. Ακολούθως, η ΑΗΚ, αφού επανεξέτασε για δεύτερη φορά την πλήρωση της επίδικης θέσης, στις 19.4.2001, αποφάσισε την εκ νέου προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 1.11.1997. Η απόφαση προσβλήθηκε και πάλι από τους αιτητές με την υπ΄αριθμό 347/2001 προσφυγή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο. Την 28.2.2002 εκδόθηκε η απόφαση με την οποία ακυρώθηκε για δεύτερη φορά η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι καθ΄ων η αίτηση παρεβίασαν το δεδικασμένο από την απόφαση στην προσφυγή 925/97, σύμφωνα με το οποίο οι αιτητές υπερείχαν έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία και αρχαιότητα και ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερείχε σε κανένα από τα παραδεδεγμένα κριτήρια όπως τα καθορίζουν οι Κανονισμοί. Το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι η σύσταση του Διευθυντή συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων. Ακολούθως, η ΑΗΚ, αφού επανεξέτασε για τρίτη, τώρα, φορά την πλήρωση της επίδικης θέσης, στις 25.6.2002, αποφάσισε την εκ νέου προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 1.11.1997.
Η απόφαση της 25.6.2002 είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η νέα σύσταση του Διευθυντή, με την οποία συμφώνησαν και την υιοθέτησαν τόσο η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή όσο και το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΗΚ στην τελική του απόφαση, πάσχει, για το λόγο ότι παραβιάζει το δεδικασμένο από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 925/97, αλλά και στην προσφυγή 347/2001 και, επίσης, για το λόγο ότι συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.
Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Η νέα σύσταση του Διευθυντή (Παράρτημα 18 στην Ένσταση) είχε ως εξής:
"
Συστάσεις και απόψεις του ΔιευθυντήΟ Διευθυντής αφού προέβη σε σύγκριση των υποψηφίων με βάση την προσωπική του γνώση και/ή τις πληροφορίες που πήρε από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων και λαμβάνοντας υπόψη του τις απαιτήσεις της θέσης, καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων σ΄αυτήν, σύστησε τον 93401 Μιχάλη Παπαδόπουλο, ως τον πιο κατάλληλο υποψήφιο για προαγωγή στη θέση του Τεχνικού Επιθεωρητή (Κέντρο Ελέγχου και Επιδιορθώσεως Μετρητών), Κλίμακα Α10, στις Εμπορικές Υπηρεσίες, Κεντρικά Γραφεία."
Το πιο πάνω κείμενο παραβιάζει ευθέως, κατά την άποψή μου, το δεδικασμένο τόσο από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 925/97 όσο και από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 347/2001.
Στην προσφυγή 925/97 ο ακυρωτικός Δικαστής Κραμβής, Δ., έκρινε τελεσίδικα (έφεση του ενδιαφερόμενου μέρους αποσύρθηκε) ότι, (α) οι δύο αιτητές είχαν σαφή υπεροχή σε αξία και αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, (β) σε κανένα από τα έξι κριτήρια που ανέφερε τότε ο Διευθυντής (πείρα, αξία, ικανότητα, επίδοση, προσόντα, αρχαιότητα) δεν υπερείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, (γ) οι συστάσεις των προϊσταμένων των τριών υποψηφίων ενώπιον της Μεικτής Επιτροπής Επιλογής της ΑΗΚ (ότι και οι τρεις είχαν την ίδια πείρα, οι αιτητές, όμως, υπερείχαν σε απόδοση) συνάδουν με τις υπηρεσιακές εκθέσεις και, (δ) η σύσταση του Διευθυντή δεν συνάδει με τις υπηρεσιακές εκθέσεις των τριών υποψηφίων ούτε με τις κρίσεις των προϊσταμένων τους στη Μεικτή Επιτροπή Επιλογής και, επομένως, συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.
Στην προσφυγή 347/2001 ο ακυρωτικός Δικαστής Κωνσταντινίδης, Δ., αφού πρώτα παρέθεσε στην απόφασή του το δεδικασμένο από την ακυρωτική απόφαση του Κραμβή, Δ., στην προσφυγή 925/97, κατέληξε ως εξής:
"Ο Γενικός Διευθυντής θεωρούσε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως τον καταλληλότερο, παρά το ότι οι αιτητές ήταν αρχαιότεροι και υπερτερούσαν έναντι του σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις, ενόψει της προσφοράς, της πείρας και των προσωπικών ικανοτήτων και ιδιοτήτων του. Εξήρε δε τα ακόλουθα σε σχέση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο
Ο Διευθυντής αναγνώρισε την υπεροχή των αιτητών σε «κάποια» από τα κριτήρια προαγωγής. Πίστευε όμως πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν ο «σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση». ..................
Οι καθ΄ων η αίτηση δεν αρνούνται, βεβαίως, την προδήλως ορθή βασική θέση των αιτητών πως κατά το δεδικασμένο της πρώτης ακυρωτικής απόφασης οι αιτητές υπερείχαν έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου σε αξία και αρχαιότητα. Και πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν υπερείχε έναντί τους σε κανένα από τα υπόλοιπα «παραδεδεγμένα» κριτήρια, όπως τα καθορίζουν οι Κανονισμοί. Θεωρούν, εν τούτοις, πως υπήρχε περιθώριο, ακάλυπτο από το δεδικασμένο, για διαφοροποίηση με αναφορά στα όσα τώρα έκρινε ο Γενικός Διευθυντής ως συνιστώντα ουσιώδη σημεία υπεροχής του ενδιαφερομένου προσώπου. Ωστόσο όλα όσα εξειδικεύθηκαν σαφώς εντάσσονται σε αξιολογημένα στοιχεία στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και, όπως ήδη κρίθηκε, αυτά εμφανίζουν τους αιτητές ως γενικά υπέρτερους. Επιπλέον, ούτε η επί μέρους σύγκριση δείχνει την προταθείσα ως υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου στους τομείς που εξειδικεύθηκαν. ............
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ σε άλλες λεπτομέρειες. Αφήνεται ισχυρή η εντύπωση πως με τη σύσταση επιχειρήθηκε ανάπλαση της εικόνας που δίδουν τα υπηρεσιακά στοιχεία, κατ΄επίκληση υποκειμενικής γνώμης και πληροφοριών από προϊσταμένους, την ίδια στιγμή που οι επίσημες απόψεις των προϊσταμένων, όπως εξ αρχής κατεγράφησαν, δείχνουν προς διαφορετική κατεύθυνση. Η εισήγηση των αιτητών για παραβίαση του δεδικασμένου και, εν πάση περιπτώσει, για σύσταση που συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων ευσταθεί και στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας."
Η απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε.
Στη βάση του δεδικασμένου όπως προκύπτει από τις πιο πάνω δύο ακυρωτικές αποφάσεις δεν παρέμενε, κατά την άποψή μου, κανένα περιθώριο για σύσταση του Διευθυντή ή της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους ή για τελική επιλογή του για προαγωγή από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΗΚ. Οποιαδήποτε προσπάθεια, όπως αυτή που έγινε, για σύσταση ή επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν μπορούσε παρά να συγκρούεται τόσο με το δεδικασμένο των δύο ακυρωτικών αποφάσεων όσο και με τα στοιχεία των φακέλων με συνέπεια η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους να υπόκειται, για τρίτη φορά, σε ακύρωση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των αιτητών.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται για παραβίαση, όπως εξήγησα, του δεδικασμένου από τις ακυρωτικές αποφάσεις στις προσφυγές 925/97 και 347/2001.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ