ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 847/2001)
18 Aπριλίου, 2003
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΟΥΡΕΛΙΑ (AURELIA) ΧΑΡΙΛΑΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
Ν. Παπαγεωργίου, για την Αιτήτρια.
Α. Μαππουρίδης, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή της ζητά την ακόλουθη θεραπεία:-
«Δήλωση Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Καθ΄ου η Αίτηση ημερομηνίας 15.10.2001 με την οποία αρνήθηκε να αναγνωρίσει εις την Αιτήτρια την ιδιότητα ημεδαπής Κύπριας με δικαίωμα παραμονής της στην Κύπρο και με την οποία εξέδωσε Διάταγμα Απέλασης της Αιτήτριας από την Κύπρο είναι άκυρη και χωρίς αποτέλεσμα.»
Προέχει η παράθεση των γεγονότων και του ιστορικού που προηγήθηκε της επίδικης απόφασης. Συνοπτικά έχουν ως ακολούθως:-
Η αιτήτρια είναι αλλοδαπή, Ρουμανικής υπηκοότητας. Αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 3.11.1992 και της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας σαν καλλιτέχνιδα στο καμπαρέ «Τροπικάνα» στην Πάφο μέχρι τις 12.5.1993. Μετά τη λήξη της άδειας αυτής υπεβλήθη αίτηση για νέα άδεια παραμονής και εργασίας στο καμπαρέ «Chez-nous» στη Λάρνακα. Η αίτηση απορρίφθηκε και φαίνεται ότι η αιτήτρια επέστρεψε στην πατρίδα της.
Στις 24.11.1995 η αιτήτρια τέλεσε πολιτικό γάμο στη Ρουμανία με τον Ελληνοκύπριο Κωνσταντίνο Χαριλάου.
Το φθινόπωρο του 1998 ο σύζυγος της αιτήτριας καταδικάστηκε από δικαστήριο της Ρουμανίας σε πολυετή φυλάκιση. Έκτοτε εκτίει την ποινή του σε φυλακές της Ρουμανίας.
Στις 28.12.1998 υπεβλήθη αίτηση από την Ελεονώρα Βασιλοπούλου για να παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας στην αιτήτρια ως οικιακή βοηθός. Η αίτηση έγινε δεκτή και εκδόθηκε άδεια παραμονής και εργασίας η οποία έληγε στις 20.6.2001.
Στις 28.11.2000 έγινε νέα αίτηση από το Γιαννακό Παπαγιάννη για να παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας στην αιτήτρια ως οικιακός βοηθός. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από τον Λειτουργό Μετανάστευσης. Με επιστολή του προς την αιτήτρια ημερ. 8.5.2001 ο Λειτουργός Μετανάστευσης ειδοποίησε την αιτήτρια περί τούτου και πληροφόρησε την αιτήτρια ότι έπρεπε να διευθετήσει την αναχώρηση της μέχρι τις 20.6.2001 που έληγε η άδεια παραμονής της.
Στις 12.6.2001 ο δικηγόρος της αιτήτριας απέστειλε επιστολή στο Λειτουργό Μετανάστευσης με αίτημα να ανακαλέσει την απόφαση του ημερ. 8.5.2001 κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 2 του τροποποιητικού Νόμου 2/72.
Στις 3.8.2001 ο Λειτουργός Μετανάστευσης με επιστολή του προς τον δικηγόρο της αιτήτριας τον πληροφόρησε ότι το αίτημα για ανάκληση της απόφασης του ημερ. 8.5.2001 δεν μπορεί να γίνει δεκτό και ζήτησε απ΄ αυτόν να συμβουλεύσει την αιτήτρια να αναχωρήσει αμέσως από την Κύπρο.
Μετά από 20 μέρες και συγκεκριμένα στις 23.8.2001 ο δικηγόρος της αιτήτριας απέστειλε νέα επιστολή στο Λειτουργό Μετανάστευσης με την οποία ζητούσε και πάλιν ανάκληση της απόφασης του ημερ. 8.5.2001. Η επιστολή του δικηγόρου της αιτήτριας ήταν αυτή τη φορά πιο εκτεταμένη και αναφέρετο σε γεγονότα που ήσαν γνωστά στο Λειτουργό όπως φαίνεται και από τον διοικητικό φάκελο.
Ο Λειτουργός Μετανάστευσης με επιστολή του ημερ. 24.9.2001 προς το δικηγόρο της αιτήτριας επέμενε στην αρχική του απόφαση της 8.5.2001 και εκάλεσε και πάλιν την αιτήτρια να αναχωρήσει για τη χώρα της άλλως «θα πάρει μέτρα για την απέλαση της».
Ο δικηγόρος της αιτήτριας στις 8.10.2001 απέστειλε και νέα επιστολή στον Λειτουργό Μετανάστευσης και ζήτησε και πάλιν την ανάκληση της απόφασης της 8.5.2001.
Όπως διατείνεται ο δικηγόρος της αιτήτριας, στα γεγονότα που παραθέτει στην προσφυγή, ο Λειτουργός Μετανάστευσης τον πληροφόρησε προφορικά ότι το αίτημα του στην επιστολή της 8.10.2001 απορρίφθηκε και ότι ήδη εξεδόθη διάταγμα κράτησης και απέλασης της αιτήτριας.
Στις 16.10.2001 καταχωρήθηκε από την αιτήτρια η παρούσα προσφυγή.
Στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση προβάλλονται δύο προδικαστικές ενστάσεις. Πρώτο, ότι στο αιτητικό της προσφυγής προσβάλλονται η απόφαση «για μη αναγνώριση στην αιτήτρια της ιδιότητας της ημεδαπής» και δεύτερο το διάταγμα κράτησης και απέλασης.
Δεν τίθεται πλέον εξέταση της προδικαστικής αυτής ένστασης, όπως και οι διάδικοι αναγνωρίζουν, γιατί το δεύτερο μέρος του αιτητικού, δηλαδή το διάταγμα κράτησης και απέλασης, κατέστη άνευ αντικειμένου, αφού ο Λειτουργός Μετανάστευσης ακύρωσε τούτο και πληροφόρησε το δικηγόρο της αιτήτριας ότι παραχωρήθηκε άδεια παραμονής της αιτήτριας στην Κύπρο μέχρι 30.6.2002.
Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι στις 15.10.2001 ο Λειτουργός Μετανάστευσης δεν εξέδωσε καμιά απόφαση.
Η τελευταία αυτή ένσταση δεν ευσταθεί. Από τις ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθησαν από την αιτήτρια, χωρίς να αντικρουσθούν από τους καθ΄ων η αίτηση προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια, μέσω του δικηγόρου της στις 15.10.2001.
Προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω, ότι τίθεται θέμα ύπαρξης αντικειμένου στην παρούσα προσφυγή που χρήζει δικαστικής κρίσης.
Όπως ανέφερα προηγουμένως ο Λειτουργός Μετανάστευσης όχι μόνο ανακάλεσε το διάταγμα κράτησης και απέλασης της αιτήτριας αλλά ανακάλεσε και την επίδικη απόφαση του, της 8.5.2001, με την οποία αρνήθηκε αίτημα της αιτήτριας για άδεια παραμονής και εργασίας μετά την 20.6.2001 που έληγε η σχετική άδεια.
Ο Λειτουργός Μετανάστευσης ανακαλώντας την απόφαση του, ημερ. 8.5.2001, παραχώρησε άδεια παραμονής και εργασίας στην αιτήτρια μέχρι 30.6.2002 (Βλέπε: Ερυθρό 126 στο διοικητικό φάκελο). Με την ανάκληση αυτή καθίσταται άνευ αντικειμένου η προσφυγή. Ο δικηγόρος της αιτήτριας διατείνεται ότι αίτημα της προσφυγής είναι η αναγνώριση καθεστώτος ημεδαπής στην αιτήτρια με βάση το άρθρο 2 του Νόμου, Κεφ. 105, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 2/72. Όλα όμως τα αιτήματα της αιτήτριας και οι επιστολές του δικηγόρου της μετά τις 8.5.2001 αναφέροντο ρητά σε ανάκληση της απόφασης της 8.5.2001. Ουδέποτε υποβλήθηκε κανονικά οποιοδήποτε άλλο αίτημα για εξέταση. Η αναφορά στο Νόμο 2/72 εγένετο για να αιτιολογήσει το αίτημα για ανάκληση της απόφασης της 8.5.2001. Πράγμα που έγινε στις 14.11.2001 (Βλέπε: Ερυθρό 126 στο διοικητικό φάκελο).
Καταλήγω ότι η προσφυγή αυτή παρέμεινε άνευ αντικειμένου και ούτε υπάρχει οτιδήποτε που να συνηγορεί ότι επήλθε οποιαδήποτε ηθική ή υλική ζημιά στην αιτήτρια. Κατά συνέπεια η αιτήτρια απώλεσε το έννομο της συμφέρον να προωθεί την προσφυγή αυτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Εν όψει όμως των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση τα οποία προέκυψαν μέχρι τις 14.11.2001, περιλαμβανομένων και των εξόδων της ενδιάμεσης αίτησης ημερ. 16.10.2001 τα οποία είχαν επιφυλαχθεί.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ