ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 32/2002)

4 Μαρτίου 2003

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΜΙΧΑΗΛ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ - ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ -

ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

Α. Παναγιώτου, για τον Αιτητή.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Δεν νομίζω πως χρειάζεται για τις ανάγκες αυτής της προσφυγής να ανατρέξω σε ό,τι προηγήθηκε της έκδοσης προς τον αιτητή, στις 12 Μαίου 1993, άδειας ανόρυξης φρέατος στο τεμ. αρ. 303 του Φ/Σ 37/25, τοποθεσία Πάνω Τρούλια στον Πεδουλά. Η απόφαση του Επάρχου για την έκδοση της άδειας προσεβλήθη από τρεις ιδιοκτήτες γειτνιαζόντων κτημάτων. Κρίθηκε παραδεκτή μόνο η προσφυγή αρ. 606/93 του Κ.Μ. Μιχαηλίδη, η νομιμοποίηση για την οποία στηριζόταν στο γεγονός ότι αυτός διατηρούσε νόμιμη διάτρηση εντός απόστασης εξακοσίων ποδών που ήταν εν προκειμένω το όριο προστασίας βάσει του άρθρου 7 του περί Φρεάτων Νόμου, Κεφ. 351. Έπειτα, εξετάζοντας τους λόγους της προσφυγής, το Δικαστήριο στις 26 Οκτωβρίου 1994 ακύρωσε την απόφαση του Επάρχου επειδή ο Έπαρχος στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας είχε λάβει υπόψη εξωγενείς παράγοντες αντί, καθώς ανέφερε το Δικαστήριο, να περιοριστεί «στη συνεκτίμηση των παραγόντων που τείνουν να προσδιορίσουν τον πιθανό επηρεασμό της ποσότητας άντλησης νερού υφιστάμενων ιδιόκτητων διατρήσεων από τη διάτρηση για την οποία επιζητείται άδεια».

Η Δημοκρατία άσκησε έφεση την οποία όμως απέσυρε στις 19 Μαρτίου 1997. Η Νομική Υπηρεσία πληροφόρησε τον Έπαρχο για το γεγονός αυτό με επιστολή ημερ. 19 Φεβρουαρίου 1998. Εν συνεχεία, στις 9 Σεπτεμβρίου 1998 ο Έπαρχος έγραψε στον αιτητή λέγοντάς του, σε σχέση με τη δικαστική ακυρωτική απόφαση της 26 Οκτωβρίου 1994, τα εξής:

«Κύριε,

Επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση με αρ. 606/93, αποφάσισε την ακύρωση της άδειας που σας παραχωρήθηκε από το Γραφείο μου για την ανορυχθείσα γεώτρηση εντός του τεμαχίου με αρ. 32, Φ/Σχ. 37/26 του χωριού Πεδουλάς.

2. Κατόπιν τούτου καλείσθε όπως εντός 15 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής, προβείτε στη μόλωση της εν λόγω γεώτρησης. Σε ενάντια περίπτωση θα ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα εναντίον σας χωρίς άλλη προειδοποίηση.»

 

Ο Έπαρχος είχε βέβαια υποχρέωση επανεξέτασης. Αλλά δεν φάνηκε να το αντιλαμβανόταν ακόμα και όταν η υποχρέωση αυτή του επισημάνθηκε με απαντητική επιστολή των δικηγόρων του αιτητή, ημερ. 21 Σεπτεμβρίου 1998. Παραθέτω το σχετικό μέρος:

«Είναι η θέση μας ότι η Διοίκηση έχει υποχρέωση να επανεξετάσει την αίτηση του πελάτη μας μέσα στα πλαίσα που καθορίσθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο και να εκδώσει νέα αιτιολογημένη απόφαση καταφατική ή απορριπτική, αφού λάβει υπ΄ όψη τα πραγματικά γεγονότα που αφορούν την αίτηση του πελάτη μας σε σχέση με τη διάτρηση του κ. Κ. Μιχαηλίδη ήτοι να γίνει έρευνα για την απόσταση των διατρήσεων, να εξετασθεί κατά πόσο υπάρχει ενδεχόμενο πιθανού επηρεασμού της ποσότητας του νερού της διάτρησης του Μιχαηλίδη από την άντληση νερού από τον πελάτη μας κ.τ.λ.»

 

Επειδή ο αιτητής δεν προέβη σε μόλωση του φρέατος αλλά συνέχισε να το χρησιμοποιεί, ο Έπαρχος καταχώρησε εναντίον του, στις 10 Ιουλίου 2001, ποινική υπόθεση. Με αυτή την εξέλιξη, και αφού ο Έπαρχος παρέλειπε να επανεξετάσει την περίπτωση, ο αιτητής στις 21 Σεπτεμβρίου 2001 υπέβαλε νέο αίτημα για παραχώρηση άδειας. Του δόθηκε από τον Έπαρχο η εξής αρνητική απάντηση με επιστολή ημερ. 29 Οκτωβρίου 2001:

«Αναφέρομαι στην αίτησή σας ημερ. 21.9.01 με την οποία ζητάτε καλυπτική άδεια για τη διάτρησή σας που ανορύξατε στο τεμάχιο αρ. 303, Φ/Σχ. 37/25 στον Πεδουλά και για την οποία υπάρχει απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να μολώσετε, πράγμα το οποίο δεν πράξατε μέχρι σήμερα και σας πληροφορώ ότι αυτή απορρίπτεται και πάλι επειδή σε μικρή απόσταση υπάρχουν άλλες πηγές.

2. Ενόψει των πιο πάνω καλείστε όπως εντός 15 ημερών από σήμερα μολώσετε την παράνομη γεώτρηση.»

 

Στις 9 Νοεμβρίου 2001 ο αιτητής απευθύνθηκε και πάλι προς τον Έπαρχο ζητώντας επανεξέταση, οπότε ο Έπαρχος απάντησε με επιστολή ημερ. 27 Νοεμβρίου 2001, πως δεν είχε επί του προκειμένου τίποτε να προσθέσει.

Με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής ζητά:

«Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να επανεξετάσουν το αίτημα του αιτητή για παραχώρηση άδειας γεώτρησης στο Τεμάχιο αρ. 303 Φ/Σχ. 37/25 στον Πεδουλά στα πλαίσια της διερεύνησης του λόγου της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 606/93 είναι άκυρη και στερημένη νομικού αποτελέσματος και ότι παν το παραληφθέν πρέπει να είχε εκτελεσθεί.

Β. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση που εκοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 29.10.2001 με την οποία απορρίπτουν το αίτημά του για παραχώρηση άδειας γεώτρησης στο Τεμάχιο αρ. 303 Φ.Σχ. 37/25 στον Πεδουλά είναι άκυρη και στερημένη νομικού αποτελέσματος.»

 

Η Δημοκρατία προέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή του Επάρχου ημερ. 29 Οκτωβρίου 2001, ήταν βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης που κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 9 Σεπτεμβρίου 1998 εφόσον η νέα αίτηση που υποβλήθηκε δεν πρόσθετε οποιοδήποτε νέο στοιχείο. Αυτή η αντίληψη του ζητήματος είναι κατά τη γνώμη μου εσφαλμένη. Η πρώτη επιστολή δεν ήταν παρά μόνο πληροφοριακού περιεχομένου. Έλεγε στον αιτητή ότι επακόλουθα της δικαστικής ακυρωτικής απόφασης η άδεια δεν ίσχυε πια και εφιστούσε την προσοχή του στις επιπτώσεις. Ορθά ως εδώ. Απέμενε όμως, όπως ήδη ανέφερα, η υποχρέωση επανεξέτασης.

Επειδή η προσφυγή προσβάλλει όχι μόνο την απόφαση που κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 29 Οκτωβρίου 2001 αλλά και παράλειψη επανεξέτασης, ως μάλιστα την προτασσόμενη θεραπεία, στο στάδιο των διευκρινίσεων κατηύθυνα την προσοχή των συνηγόρων σε αυτή την πτυχή. Ο συνήγορος του αιτητή εξήγησε πως θεωρούσε ότι επρόκειτο περί συνυφασμένων αιτημάτων σε μια ενότητα αφού στηρίζονταν και τα δύο στην παράλειψη «να ληφθεί υπόψη ο λόγος της ακυρωτικής απόφασης». Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της συζήτησης που διεξήχθη, θεώρησε πως το ζήτημα θα έπρεπε να κριθεί με αναφορά στην απόφαση που κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 29 Οκτωβρίου 2001. Προς αποφυγή δε του ενδεχομένου εξέτασης της προσφυγής με αναφορά σε μόνο το αίτημα για παράλειψη ως το πρώτο προτασσόμενο, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος της Δημοκρατίας, ο συνήγορος του αιτητή δήλωσε απόσυρση αυτού του πρώτου αιτήματος «για να εξεταστεί η ουσία της υπόθεσης». Επιφύλαξα την απόφαση στην προσφυγή χωρίς να προβώ σε δικαστική πράξη επί αυτής της πτυχής προτού τη μελετήσω, γιατί θεώρησα πως δεν θα έπρεπε να επηρεαστεί η θέση του αιτητή από ένα τέτοιο δίλημμα ταξινόμησης σε πρόβλημα το οποίο προέκυπτε από άστοχους χειρισμούς της διοίκησης.

Μου φαίνεται πως συνεχίζουμε να έχουμε παράλειψη από μέρους της διοίκησης να επανεξετάσει την περίπτωση του αιτητή υπό το φως της δικαστικής ακυρωτικής απόφασης ημερ. 26 Οκτωβρίου 1994. Ο Έπαρχος ποτέ δεν δήλωσε άρνηση ώστε με αυτήν να προκύψει εκτελεστή απόφαση. Εκείνο που προκύπτει είναι ότι δεν αντιλήφθηκε την υποχρέωσή του, σε σχέση με την οποία φαίνεται να μην πείστηκε από τα όσα ορθά του υπέδειξαν οι συνήγοροι του αιτητή. Είναι δε φανερό πως η απορριπτική απόφασή του, η οποία κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 29 Οκτωβρίου 2001, λήφθηκε ως απόφαση επί της νέας υποβληθείσας αίτησης και όχι στο πλαίσιο επανεξέτασης βάσει του δικαστικού ακυρωτικού αποτελέσματος. Το ότι η εν λόγω απόφαση του Επάρχου θα μπορούσε ίσως να εκληφθεί και ως άρνησή του να εκπληρώσει την υποχρέωση επανεξέτασης, εν προκειμένω μόνο θεωρητική σημασία μπορεί να έχει αφού ούτως ή άλλως ο αιτητής κινήθηκε εμπρόθεσμα. Όπως και αν αντικρυστεί το προκύψαν πρόβλημα ταξινόμησης, η ουσία του ζητήματος εδώ είναι ότι ο Έπαρχος οφείλει να προβεί σε επανεξέταση. Πρακτικώς δε, σε αυτό απέβλεπαν και οι δύο αιτούμενες θεραπείες. Προτιμώ να προσεγγίσω το ζήτημα στη βάση εκτελεστής παράλειψης. Αλλά το ίδιο θα ήταν το αποτέλεσμα και αν το προσήγγιζα στη βάση απόφασης η οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δήλωνε άρνηση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Κηρύσσεται, βάσει του Άρθρου 146.4(γ) του Συντάγματος, ότι δεν θα έπρεπε να είχε προκύψει η προσβαλλόμενη παράλειψη της

μη επανεξέτασης: Βλ. ως προς τη διατύπωση την Djirkalli v. Republic 1 R.S.C.C. 36.)

 

 

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο