ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 225/2001)

21 Mαρτίου, 2003

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

AΠΟΣΤΟΛΟS ΚΥΡΙΑΚΙΔΗS

Αιτητής

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ

Καθ΄ου η Αίτηση

 

Α. Μιχαηλίδης, για τον Αιτητή.

Δ. Καλλίγερος, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής είχε, στο παρελθόν, υπηρετήσει ως οδοντιατρικός λειτουργός στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του παραπέμφθηκε από το Διευθυντή Οδοντιατρικών Υπηρεσιών σε Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο αποφάνθηκε ότι αντιμετώπιζε προβλήματα ψυχιατρικής φύσης και σύστηνε την εισαγωγή του σε ψυχιατρική κλινική για να τύχει θεραπείας. Παραχώρησε δε, προς τούτο, δίμηνη αναρρωτική άδεια. Ο αιτητής όμως αρνήθηκε να ακολουθήσει τις οδηγίες του Ιατρικού Συμβουλίου.

Στη συνέχεια, κατόπιν αίτησης του ίδιου του αιτητή, εξετάσθηκε και πάλιν από Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο επέμενε ότι τουλάχιστον ο αιτητής να συνεχίσει να βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια. Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή αρ. 239/99 την πιο πάνω απόφαση του Ιατρικού Συμβουλίου ανεπιτυχώς όμως. Η προσφυγή του αυτή απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 5.4.1999 ως εκπρόθεσμη.

Ο αιτητής εξακολούθησε να εκτελεί τα καθήκοντα του αρνούμενος κάθε συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Ιατρικού Συμβουλίου. Εν τω μεταξύ και κατόπιν συνεχών προειδοποιητικών επιστολών του Διευθυντή προς αυτόν, ο αιτητής εξετάσθηκε εκ νέου από το Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο αυτή τη φορά αποφάνθηκε ότι ο αιτητής δεν έπασχε από οποιαδήποτε νόσο που να τον εμποδίζει να εκτελεί κανονικά τα καθήκοντα του.

Ο αιτητής, κατόπιν της θετικής γι΄ αυτόν πιο πάνω απόφασης του Ιατρικού Συμβουλίου, ήγειρε πολιτική αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για την καταβολή από τη Δημοκρατία ποσού £6.447 για την αποκοπή από τους μισθούς του για το χρονικό διάστημα που αυτός βρίσκετο σε άδεια ασθενείας. Κατόπιν εξώδικης διευθέτησης η αγωγή αυτή συμβιβάσθηκε και εκδόθηκε απόφαση στις 14.12.1999 για την καταβολή από τη Δημοκρατία του ποσού των £1.000.

Ο αιτητής ακολούθως με αίτηση ζήτησε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) όπως προσθέσει το χρόνο που ευρίσκετο με άδεια ασθενείας ως χρόνο υπηρεσίας για σκοπούς υπολογισμού της σύνταξης του. Η ΕΔΥ, μετά από γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, με επιστολή της ημερ. 12.12.2000, απέρριψε το αίτημα με το αιτιολογικό ότι δεν είχε προς τούτο αρμοδιότητα. Ο αιτητής προσέβαλε την απόφαση της ΕΔΥ με την προσφυγή αρ. 200/20001. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 2.8.2002 απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, δεχόμενο τις προδικαστικές ενστάσεις της Δημοκρατίας ότι δεν υπήρχε εκτελεστή διοικητική πράξη, ότι το αίτημα υποβλήθηκε σε αναρμόδιο όργανο και ότι ήταν εν πάση περιπτώσει εκπρόθεσμη. (Βλέπε: Απόστολος Κυριακίδης ν. ΕΔΥ, Υπόθ. Αρ. 200/2001, ημερ. 2.8.2002).

Στις 18.7.2000 ο αιτητής απέστειλε επιστολή προς το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας με την οποία απαιτούσε το ποσό που του είχε αποκοπεί από τους μισθούς του κατά τη διάρκεια της άδειας ασθενείας του ως αποτέλεσμα της παράνομης κατ΄ αυτόν παραπομπής του στα Ιατρικά Συμβούλια στις 27.12.1988 και 8.11.1989. Ισχυρίζετο ότι το ποσό των £1.000 του δόθηκε μόνο για σκοπούς συμβιβασμού της πολιτικής αγωγής του εναντίον της Δημοκρατίας. Ο Γενικός Λογιστής παρέπεμψε την υπόθεση στο Υπουργείο Υγείας το οποίο ζήτησε γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα. Στις 21.12.2000 δόθηκε η γνωμάτευση, και το Υπουργείο Παιδείας με επιστολή του προς τον αιτητή, ημερ. 4.1.2001, στην οποία επισύναψε και τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα και στην οποία τον παραπέμπει, απέρριψε το αίτημα.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση και ζητά την εξής θεραπεία:-

«Δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση περιελθούσα εις γνώσιν του αιτούντος την 10.1.2001 δι΄ επιστολής των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 4.1.2001 με την οποίαν απερρίφθη το αίτημα του αιτούντος όπως του καταβληθούν οιαδήποτε ποσά αποκοπέντα εκ των απολαβών του το 1989 είναι άκυρος και στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος ως ληφθείσα κατ΄ αντίθεσιν προς το σύνταγμα και/ή κατά παράβαση του νόμου.»

Ο αιτητής προβάλλει διάφορους ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της φυσικής δικαιοσύνης καθώς επίσης και την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.

Ο συνήγορος της Δημοκρατίας προβάλει με τη γραπτή του ένσταση τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις:-

«Εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι πολλαπλώς απαράδεκτη.

Προέχει η εξέταση των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων.

Ο συνήγορος της Δημοκρατίας στη γραπτή του αγόρευση πραγματεύεται δύο μόνο από τις προδικαστικές ενστάσεις, αυτές της μη εκτελεστότητας της επίδικης απόφασης και του εκπροθέσμου της προσφυγής.

Με βάση τα πραγματικά περιστατικά και την αιτούμενη θεραπεία ο αιτητής αναφέρεται και πάλιν στο ζήτημα της άδειας ασθενείας που του είχε επιβληθεί από τα δύο ιατρικά συμβούλια αλλά αυτή τη φορά απαιτεί την πληρωμή του αποκοπέντος μισθού του.

Οι προδικαστικές ενστάσεις της Δημοκρατίας ευσταθούν. Ο αιτητής προσέβαλε τις διοικητικές αποφάσεις, όπως ανέφερα προηγουμένως, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η προσφυγή του απορρίφθηκε. Ακολούθως ήγειρε πολιτική αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για το ίδιο θέμα η οποία συμβιβάστηκε αποδεχόμενος ο αιτητής την πληρωμή £1.000 για πλήρη εξόφληση των απαιτήσεων. Η επαναφορά του ίδιου θέματος μετά από 13 ολόκληρα χρόνια μετά την παραπομπή του αιτητή στα δύο ιατροσυμβούλια στις 8.11.1988 και 27.12.1988 δεν έχει νόμιμη βάση. Περαιτέρω η επίδικη απόφαση είναι επιβεβαιωτική απόφαση. Ο αιτητής έπρεπε να προσβάλει τις αποφάσεις των ιατροσυμβουλίων δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, πράγμα, εν πάση περιπτώσει, που το έπραξε, αλλά η προσφυγή του απορρίφθηκε. Η απόφαση εκείνη έχει δημιουργήσει δεδικασμένο. Ο αιτητής δεν μπορεί να προσφύγει εκ νέου, με το πρόσχημα της απόφασης του Υπουργείου Παιδείας, για να αναβιώσει τα αιτήματα του. Πολλώ μάλλον αφού ο αιτητής με πολιτική αγωγή διεκδίκησε τα ίδια δικαιώματα τα οποία επέτυχε να λάβει.

Για τους πιο πάνω λόγους οι προδικαστικές ενστάσεις ως προς την εκτελεστότητα της επίδικης απόφασης και του εκπροθέσμου της προσφυγής ευσταθούν.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο