ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση αρ. 1189/99)

 

6 Μαρτίου, 2003

[Νικήτας, Δ/στής)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Π. ΛΙΜΝΙΩΤΗΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ.,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

      1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
      2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Καθ' ων η αίτηση.

----------------------------

Γ. Τριανταφυλλίδης και Χ. Κυριακίδης για την αιτήτρια

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθών η αίτηση

----------------------------

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Η αιτήτρια εταιρεία είχε εγγραφεί από 1/1/97 στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), το οποίο ετηρείτο για τους σκοπούς του περί Φ.Π.Α. Νόμου αρ. 246/90. Ο νόμος αυτός, που ήταν σε ισχύ κατά τον κρίσιμο χρόνο, διέπει την παρούσα περίπτωση. Προηγουμένως, η αιτήτρια απέκτησε την εταιρεία Panayiotis Andreou Motor Agency ως λειτουργούσα επιχείρηση. Ο Έφορος Φ.Π.Α. είχε εγκρίνει, με βάση το έντυπο Φ.Π.Α. 1, την ανάληψη των φορολογικών υποχρεώσεων της παραπάνω εταιρείας από την αιτήτρια για την περίοδο από 1/7/92 μέχρι 31/12/96. Η αιτήτρια είναι εμπορική εταιρεία και ασχολείται, όπως και προγενέστερα η άλλη εταιρεία, με την πώληση και μεταπώληση καινούργιων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων.

Λειτουργός του Φ.Π.Α. προέβη σε ελέγχους στα βιβλία και αρχεία της αιτήτριας από 20/4/99 μέχρι 30/6/99 και έχει συντάξει μακροσκελή έκθεση, που περιέχει και τις διαπιστώσεις του. Η έρευνα του δεν αφορούσε μόνο τα βιβλία της παραπάνω εταιρείας, της οποίας τις εργασίες συνέχισε η αιτήτρια, αλλά επεκτάθηκε και στη δική της εμπορική δραστηριότητα από 1/1/97 μέχρι 31/12/98. Το βασικότερο συμπέρασμα ήταν ότι η αιτήτρια δεν απέδωσε από την 1/7/92 μέχρι και 31/12/98 φόρο εκροών για παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών, που ήταν φορολογητέες με θετικό συντελεστή. Οι φορολογικές δηλώσεις της αιτήτριας για την ίδια περίοδο ήταν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Με αποτέλεσμα ο Έφορος να προβεί σε βεβαιώσεις των φορολογιών, κάμνοντας χρήση της εξουσίας που του παρείχε το Άρθρο 34 (1) του Νόμου (ανάλογες εξουσίες παρέχει και η ισχύουσα νέα νομοθεσία) και με γνώμονα τη δική του κρίση που, κατά τη φρασεολογία της διάταξης, ο Έφορος πρέπει να ασκεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Οι φορολογίες συνοδεύθηκαν από επιστολή του Εφόρου ημερ. 7/7/99. Στο παρακάτω απόσπασμα, ο Έφορος παραθέτει τις κρίσιμες διαπιστώσεις που τον οδήγησαν στην επίδικη απόφαση:

«Β. Παραλείψατε να αποδώσετε φόρο εκροών για τις φορολογητέες με θετικό συντελεστή παραδόσεις ή παροχές υπηρεσιών, που αναφέρονται πιο κάτω, κατά φορολογική περίοδο.

(1) Πωλήσεις αυτοκινήτων σε διαφορετική αξία από αυτήν που καταχωρήσατε στα βιβλία σας, σύμφωνα με τα συμβόλαια ενοικιαγοράς όπως παρουσιάζονται στις σχετικές τραπεζικές καταστάσεις των Οργανισμών Χρηματοδοτήσεως της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου, αναφορικά με τα έτη 1992 έως 1996.

Στο παράρτημα 3 καταγράφονται τα ποσά φόρου που παραλείψατε να αποδώσετε κατά φορολογική περίοδο, που υπολογίσθηκαν με σύγκριση της αξίας που καταχωρήσατε στα βιβλία σας και της αξίας που αναφέρουν τα συμβόλαια ενοικιαγοράς. Ο φόρος που δεν αποδόθηκε για τα έτη 1992 μέχρι 1996 ανέρχεται σε £51791,76.

(κ) Πωλήσεις αυτοκινήτων σε διαφορετική αξία από αυτήν που καταχωρήσατε στα βιβλία σας, σύμφωνα με τη δεύτερη σειρά τιμολογίων τα οποία εκδίδονταν για σκοπούς χρηματοδότησης του πελάτη σας από τους Χρηματοδοτικούς Οργανισμούς της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου για τα έτη 1997 και 1998.

Στο παράρτημα 4 καταγράφονται τα ποσά φόρου που παραλείψατε να αποδώσετε κατά φορολογική περίοδο, που υπολογίσθηκαν με σύγκριση της αξίας που καταχωρήσατε στα βιβλία σας και της αξίας που αναφέρουν τα τιμολόγια που εκδόθηκαν για σκοπούς χρηματοδότησης. Ο φόρος που δεν αποδόθηκε για τα έτη 1997 και 1998 ανέρχεται σε £5446,74.»

Στο πλαίσιο ενημέρωσης της αιτήτριας, εκπρόσωποι της συναντήθηκαν, στις 21/7/99, με εκπροσώπους της φορολογικής αρχής, κατά την οποία έθεσαν και οι πρώτοι τις θέσεις της εταιρείας. Αντανακλώνται στην επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας, ημερ. 7/9/99, που ακολούθησε, η οποία εξηγεί γιατί υπήρχαν οι παραπάνω διαφορές. Είναι προτιμότερο να έχουμε υπόψη τις εξηγήσεις απευθείας από το κείμενο της επιστολής, που αποτελεί και τη βάση της επιχειρηματολογίας τους:

«Αναφορικά με την υποπαράγραφο Β(κ) πράγματι έχει εντοπισθεί η εν λόγω διαφορά μεταξύ του ποσού επί του οποίου απεδόθη ο Φόρος και του ποσού που αναγράφετο σε τιμολόγιο για σκοπούς ενοικιαγοράς δεν αντιπροσώπευε την πραγματική αξία της πώλησης αλλά αφορούσε σε μερικές περιπτώσεις πιθανά χρέη των ενοικιαγοραστών προς τους Χρηματοδοτικούς Οργανισμούς και στις υπόλοιπες περιπτώσεις κατά απαίτηση των ενοικιαγοραστών για σκοπούς χρηματοδοτήσεις των. Και στις δύο περιπτώσεις σύμφωνα πάντα με τους ενοικιαγοραστές η έκδοση παρομοίων εγγράφων από την Εταιρεία μας αποτελούσε την προϋπόθεση για την σύναψη ή και κατάρτιση της ενοικιαγοράς....................................

Αναφορικά με την υποπαράγραφο Β(ι) τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, αφορούν την περίοδο 1992-1996 στην οποία οι Χρηματοδοτικοί Οργανισμοί όπως σας έχουν βεβαιώσει και με σχετικές επιστολές τους προς αποφυγή υπερτιμολογήσεων και άλλων προβλημάτων αρνούντο χρηματοδοτήσεις αγοραπωλησιών οχημάτων μεταξύ ιδιωτών. Σαν αποτέλεσμα τούτου οι ενδιαφερόμενοι ζητούσαν από πωλητές μεταχειρισμένων οχημάτων, όπως οι πελάτες μου, την ετοιμασία τιμολογίων αποδεκτών από τους Χρηματοδοτικούς Οργανισμούς για να προβούν σε αγοραπωλησίες μεταξύ τους. Είναι στα πλαίσια αυτά που οι πελάτες μου εξέδωσαν τα τιμολόγια για τα οποία συνήφθησαν οι ενοικιαγορές που είχαν παρουσιασθεί στις καταστάσεις των Χρηματοδοτικών Οργανισμών την περίοδο 1992-1996.»

Πρέπει να λεχθεί ότι με την προσφυγή της, η αιτήτρια αμφισβητεί μέρος μόνο της επίδικης απόφασης της 7/7/99, που αφορά τα παραπάνω δύο θέματα που έθιξε ο δικηγόρος της αιτήτριας στην επιστολή του προς τη φορολογική αρχή. Το διττό αλλά συναφές αίτημα της προσφυγής της είναι για:

«1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές μ' επιστολή ημερ. 7 Ιουλίου 1999 με την οποία επιβάλλεται Φόρος Προστιθέμενης Αξίας για τα έτη 1992 μέχρι 1996 ανερχόμενος σε £51.791,76 σεντ ως αναλυτικώς αναφέρεται στο Πίνακα «Α» της παρούσας προσφυγής και/ή πρόσθετη επιβάρυνση ίση με το 10% του ποσού που δεν έχει καταβληθεί και/ή τόκο προς 9% ετησίως επί του ολικού ποσού που οφείλεται και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.

2. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές μ' επιστολή ημερ. 7 Ιουλίου 1999 με την οποία επιβάλλεται Φόρος Προστιθέμενης Αξίας για τα έτη 1997 και 1998 ανερχόμενος σε £5.446,74 σεντ ως αναλυτικώς αναφέρεται στο Πίνακα «Β» της παρούσας προσφυγής και/ή πρόσθετη επιβάρυνση ίση με το 10% του ποσού που δεν έχει καταβληθεί και/ή τόκο προς 9% ετησίως επί του ολικού ποσού που οφείλεται και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.»

 

Πράγματι οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί των δύο Τραπεζών με τις οποίες συναλλασσόταν η αιτήτρια βεβαίωσαν την ακρίβεια του ισχυρισμού της εγγράφως (βλ. επιστολές ημερ. 8/6/99, 10/6/99 και 17/6/99). Τα έγγραφα αυτά συνοδεύθηκαν και από κάποια δικαιολογητικά των Τραπεζών. Μεταξύ άλλων, βεβαιώνεται ότι ο τελικός αποδέκτης των χρημάτων- αντικείμενο των συμβολαίων ενοικιαγοράς, πληρώθηκε σε τρίτα πρόσωπα και όχι στην εταιρεία (περίοδος μεταξύ 1/7/1992 και 31/12/96). Η ουσία των ισχυρισμών ήταν ότι οι συμφωνίες διευκόλυνσης της πρακτικής που ακολουθούσαν τότε οι Τράπεζες γίνονταν «για να περιορίζεται ο κίνδυνος υπερτιμολόγησης των αντικειμένων που χρηματοδοτούσαμε» ή για να εξοφλούνται πρόσθετα χρέη των ενοικιαγοραστών προς την Τράπεζα χωρίς ο πωλητής να εισπράττει οτιδήποτε. Οι λεπτομέρειες των πράξεων βρίσκονται στα παραρτήματα της έκθεσης και το διοικητικό φάκελο. Ο συντάκτης της έκθεσης αναφέρει ότι από τα πιστοποιητικά που έδωσαν οι Τράπεζες φαίνεται ότι «αναγνωρίζουν ότι ως πωλητής φαίνεται η Εταιρεία αλλά το ποσό της χρηματοδότησης κατέληξε σε άλλο πρόσωπο».

Ο δικηγόρος της αιτήτριας, αφού αναφέρθηκε στο απόσπασμα αυτό, υποστήριξε ότι συνιστά αναγνώριση και παραδοχή πως η αιτήτρια δεν είσπραξε οτιδήποτε από τις επίδικες χρηματοδοτήσεις. Επομένως ισχύει το Άρθρο 6(2) του Νόμου, που εξαιρούσε από τις φορολογητέες δοσοληψίες «οτιδήποτε το οποίο πραγματοποιείται χωρίς αντιπαροχή». Έτσι, κατέληξε ο κ. Τριανταφυλλίδης, το συμπέρασμα του Εφόρου ότι οι επίδικες χρηματοδοτήσεις δεν έγιναν για χρηματοδοτικές διευκολύνσεις δεν ήταν εύλογο. Ως δεύτερος λόγος ακύρωσης αναφέρεται η έλλειψη αιτιολογίας. Και τούτο διότι δεν αναφέρεται οπουδήποτε πώς ο Έφορος κατέληξε στο συμπέρασμα του. Δεν υπάρχει ίχνος αιτιολογίας.

Οι ισχυρισμοί της Δημοκρατίας συνοψίζονται ως εξής: ο έλεγχος αποκάλυψε ότι η αιτήτρια πωλούσε με όρους ενοικιαγοράς αυτοκίνητα, απέδιδε όμως φόρο πάνω σε αξία άλλη από εκείνη που ανέφεραν τα συμβόλαια ενοικιαγοράς και εκείνη που καταχωρούσε στα βιβλία. Υπήρχε επομένως νόμιμη βάση για εφαρμογή του Άρθρου 34(1). Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας περί εικονικότητας των συναλλαγών αυτών δεν ευσταθούν, αφού δεν υπήρξαν στοιχεία που να δικαιολογούν τέτοιο συμπέρασμα. Για ενίσχυση των θέσεων αυτών έγινε παραπομπή στην Π.Ε. 10059 Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως (Τράπεζα Κύπρου) Λτδ. ν. Αντιγόνης Πιερή κ.α. ημερ. 27/4/99 και στην απόφαση στην προσφ. αρ. 945/94 Motorways Ltd. v. Eφόρου Φ.Π.Α. ημερ. 25/10/96, που επικυρώθηκε από την Ολομέλεια στην Α.Ε. 2371 ημερ. 25/6/99 ότι «το τίμημα στη σύμβαση ενοικιαγοράς αποτελεί σύμφωνα με το Νόμο το κριτήριο για τον καθορισμό της φορολογητέας αξίας». Περαιτέρω παρέπεμψε και στηρίχθηκε στο Άρθρο 37(1) του Νόμου, που επιβάλλει υποχρέωση για πληρωμή του φόρου σύμφωνα με το τιμολόγιο.

Αφού η κα Χριστοδουλίδου αναφέρθηκε και στον Κανονισμό 3 των περί Φ.Π.Α. (Διόρθωση Λογαριασμών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 216/91), υπέβαλε ότι η αιτήτρια έπρεπε να εκδίδει πιστωτικές σημειώσεις με συγκεκριμένο περιεχόμενο, πράγμα που δεν έγινε. Και εισηγήθηκε ότι, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του, η απόφαση του Εφόρου να μην αποδεχθεί τις εξηγήσεις για τις πιστωτικές σημειώσεις ήταν εύλογα επιτρεπτή. Στη συνέχεια αντέκρουσε τον ισχυρισμό ότι ο συντάκτης της έκθεσης δέχθηκε τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, λέγοντας ότι στην έκθεση (σελ. 60) απλώς κατέγραψε τι ήταν το περιεχόμενο των τραπεζικών βεβαιώσεων. Και επίσης ότι δεν ήταν εφαρμοστέα η διάταξη του Άρθρου 6(2), αφού ήταν φανερό ότι υπήρχε αντιπαροχή. Τέλος, υποστήριξε ότι παρασχέθηκε σαφής αιτιολογία βασιζόμενη στα στοιχεία.

Είναι αλήθεια ότι τα συμπεράσματα του Εφόρου, μετά από την έρευνα, ότι οι φορολογικές δηλώσεις ήταν ελλιπείς, είναι αναμφισβήτητα. Υπήρχαν διαφορές αναφορικά με την αξία των αυτοκινήτων που καταχωρήθηκε στα βιβλία της αιτήτριας για την περίοδο 1992 έως 1996 και αυτά που εμφανίζουν τα συμβόλαια ενοικιαγοράς, όπως φαίνεται και στις σχετικές καταστάσεις των χρηματοδοτικών οργανισμών. Φαίνεται επίσης ορθή η διαπίστωση ότι για την περίοδο 1997-1998 εκδιδόταν ένα τιμολόγιο για τον πελάτη και αν αυτός εξασφάλιζε χρηματοδότηση τότε η εταιρεία εξέδιδε, από διαφορετική σειρά, δεύτερο τιμολόγιο με ψηλότερη χρέωση για να εισπράξει τη διαφορά από τους χρηματοδότες.

Είναι επίσης γεγονός, που επιβεβαίωσαν οι χρηματοδότες, ότι για τις παραπάνω διαφορές η αιτήτρια και οι χρηματοδότες έδωσαν εξηγήσεις που βρίσκονταν ενώπιον του Εφόρου. Η Α.Ε. 2913 Κύρος Ερωτοκρίτου Μότορ Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 13/6/00, που παρέπεμψε η Δημοκρατία δεν είναι ακριβώς η ίδια περίπτωση. Διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια εξέδωσε αριθμό εικονικών πιστωτικών σημειώσεων. Μόνο που εδώ αμφισβητείται, με βάση το υλικό που προσφέρθηκε, ότι υπήρχε αντιπαροχή που ήταν φορολογητέα. Όπως επίσης αν υπήρχε και «παράδοση» καθώς, όπως ανέφερε η αιτήτρια, κατά την περίοδο 1992-1996, διευκόλυναν αγοραπωλησίες μεταξύ ιδιωτών και ετοίμαζαν τιμολόγια που θα δέχονταν οι χρηματοδότες.

Θα εξετάσω σ' αυτό το στάδιο αν υφίσταται νόμιμη αιτιολογία των επίδικων αποφάσεων. Εν πρώτοις η υπόθεση Motorways, ανωτέρω, δεν ταυτίζεται με την παρούσα. Εκεί η φορολογούμενη εταιρεία, αντίθετα με ό,τι συνέβηκε στην κρινόμενη υπόθεση, δεν κατέθεσε οποιαδήποτε στοιχεία ότι οι συμφωνίες ενοικιαγοράς ήταν εικονικές. Ενώ στην παρούσα υπήρξε και πληροφόρηση εκ μέρους της αιτήτριας πού κατέληξαν τα ποσά.

Στη σελ. 60, ο λειτουργός Φ.Π.Α. καλούσε, στις 15/6/99, τους προϊστάμενους του να αποφασίσουν αν γίνονται δεκτά τα πιστοποιητικά που προσκομίστηκαν, όπως επί λέξει αναφέρει «προκειμένου να μειωθεί το βεβαιούμενο ποσό». Στην ίδια σελίδα στην κορυφή δεξιά υπάρχει άλλη σημείωση προς τον προϊστάμενο ημερ. 29/6/99 μονογραφημένη χωρίς όμως να φαίνεται και η ταυτότητα του υπογράφοντος που έχει ως εξής:

«Κον Δ. Πετρώνδα,

Με τα στοιχεία που μας παρουσίασαν δεν μπορούν να αποδείξουν ότι ήταν απλώς χρηματοδοτικές διευκολύνσεις.»

(Ακολουθεί άγνωστη μονογραφή και η ημερομηνία 29/6/99).

Για τη συμπλήρωση της εικόνας παραθέτω ό,τι ο λειτουργός αποκάλεσε «Δικαιολογία προτεινόμενης βεβαίωσης»:

«Δικαιολογία Προτεινόμενης Βεβαίωσης: Το τίμημα στη σύμβαση ενοικιαγοράς αποτελεί σύμφωνα με το Νόμο το κριτήριο για τον καθορισμό της φορολογητέας αξίας - Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου 945/94 (Προσφυγή της Motorways Ltd. εναντίον απόφασης του Εφόρου Φ.Π.Α.)

Είναι σωστό αυτό που εισηγήθηκε η κα Χριστοδουλίδου ότι, από το απόσπασμα της έκθεσης που παρέπεμψε η αιτήτρια, δεν συνάγεται ότι οι εξηγήσεις της έγιναν δεκτές. Όμως, υπάρχουν οι παραπάνω σημειώσεις που δημιουργούν κάποια σύγχιση ως προς την ύπαρξη ή και σαφήνεια της αιτιολογίας. Υπάρχει η παράκληση του λειτουργού για οδηγίες πώς θα χειρισθεί το θέμα των πιστοποιητικών που ήταν, και το θεώρησε, τόσο ζωτικό και η άλλη σημείωση, χωρίς ίχνος αιτιολόγησης, που απέρριπτε τη θέση και τα δικαιολογητικά περί χρηματοδοτικών διευκολύνσεων.

Η επίδικη απόφαση, όπως και τα στοιχεία του φακέλου, δεν παρέχουν τη δυνατότητα στο δικαστήριο να αντιληφθεί με βάση ποία στοιχεία απορρίφθηκε η εκδοχή της αιτήτριας και τα δικαιολογητικά της. Τα αποσπάσματα που έχουν παραθέσει δεν αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, αιτιολογία, ιδιαίτερα σ' αυτή την περίπτωση που οι αιτητές καλούνται να πληρώσουν ένα υπέρογκο ποσό. Στην όλη αβεβαιότητα της αιτιολογίας της απόφασης προσθέτει και η μη αναφορά στη σχετική νομοθετική πρόνοια, αφού, όπως φαίνεται, η φορολογική αρχή επικαλείται (εκ των υστέρων όμως) το Άρθρο 37(1), ενώ η άλλη πλευρά εμμένει στο Άρθρο 6(2).

Η επίδικη απόφαση, στην έκταση που αφορά τα προσδιορισθέντα πιο πάνω θέματα, ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος της Δημοκρατίας.

 

Σ. Νικήτας,

Δ.

 

/ΚΑς

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο