ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 660/2002)
21 Φεβρουαρίου 2003
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗ ΜΟΝΟΓΙΟΥ
Αιτητή,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
(ως ετροποποιήθη από το Δικαστήριο)
Καθ΄ου η Αίτηση.
____________
Α.Σ. Αγγελίδης
για τον Αιτητή.Α. Χριστοφόρου, δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Από τις 3.11.1999 ο Αιτητής, ο οποίος κατέχει τη θέση Εξεταστή Τελωνείων, είχε αίτημα όπως ενταχθεί στην ανώτατη κλίμακα της θέσης του, την κλίμακα Α7, στη βάση του περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικός) Νόμου του 1996 (Ν. 8(2)/96) και των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προσφυγές 245/97, 466/97, 692/97 και 765/97 που είχαν καταχωρηθεί από άλλους υπαλλήλους για ανάλογη ένταξη και στις οποίες απεφασίσθη ότι υπήρχε συνεχής υποχρέωση της διοίκησης για ένταξη των επηρεαζομένων υπαλλήλων στην κλίμακα Α7 όπως προνοείτο στο Νόμο 8(2)/96. Το αίτημα του δεν αντιμετωπίσθηκε θετικά από τη διοίκηση η οποία, με επιστολή της ημερομηνίας 10.1.2000, θεώρησε ότι η υποχρέωση της περιορίζετο στους υπαλλήλους που είχαν δικαιωθεί έχοντας καταχωρήσει τις εν λόγω προσφυγές, εναντίον των αποφάσεων στις οποίες είχαν εξ άλλου καταχωρηθεί εφέσεις (ΑΕ2779, ΑΕ2814, ΑΕ2780 και ΑΕ2905 αντίστοιχα) από τη Δημοκρατία, και ότι στην περίπτωση του Αιτητή θα έπρεπε να ισχύσουν οι πρόνοιες του υφιστάμενου σχεδίου υπηρεσίας και όχι οι πρόνοιες του Νόμου 8(2)/96. Προσφυγή του Αιτητή κατά της στάσης αυτής της διοίκησης (367/2000) απεσύρθη μετά που η διοίκηση ετοποθετήθη και πάλι επί του θέματος ακόλουθα της έκδοσης απόφασης στις εν λόγω εφέσεις στις 21.6.2001 απορριπτικής των εφέσεων. Συγκεκριμένα, ο Γενικός Εισαγγελέας, μετά την έκδοση της απόφασης στις εν λόγω εφέσεις, ζήτησε στις 2.10.2001 από την Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού όπως, εν όψει της εν λόγω απόφασης, ικανοποιηθεί το αίτημα του Αιτητή στο βαθμό που αυτός επηρεάζετο από την απόφαση. Η Υπηρεσία απάντησε στις 23.10.2001, με κοινοποίηση προς τον Αιτητή, με αναφορά σε επιστολή της ημερομηνίας 18.9.2001 προς το Τμήμα Τελωνείων, στην οποία περιέχεται η δική της αντίληψη της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, των προνοιών του Νόμου 8(2)/96, των σχετικών κανονισμών και των σχεδίων υπηρεσίας. Η ουσία της θέσης της ήταν ότι η ένταξη στην κλίμακα Α7 μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο μέσω τροποποίησης των σχεδίων υπηρεσίας, που ήταν σε αντίθεση με το σκεπτικό της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σε ερώτημα του Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 21.3.2001 γιατί η περίπτωση του να μην ρυθμίζετο από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Υπηρεσία απάντησε στις 25.4.2002 ότι τούτο συνέβαινε διότι:
«... δεν είστε ένας από τους υπαλλήλους που είχαν καταχωρήσει προσφυγή η οποία εκδικάστηκε και η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας μας υπέδειξε ότι θα πρέπει στην περίπτωσή τους να υπάρξει συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
2. Στη δική σας περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Εξεταστή Τελωνείων που έχει εγκριθεί, οι οποίες διαλαμβάνουν για ανέλιξή σας από την Κλ. Α4 στην Κλ. Α7 ύστερα από υπηρεσία 9½ χρόνων την Κλ. Α4, γεγονός στο οποίο οφείλεται και η καθήλωσή σας στην κορυφή της Κλ. Α4, αφού δεν έχετε συμπληρώσει την απαιτούμενη αυτή υπηρεσία.»
Ακολούθησε η προσφυγή με την οποία προσβάλλεται τόσο η απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή με την επιστολή της 25.4.2002 όσο και η παράλειψη της διοίκησης να εφαρμόσει στην περίπτωση του τις πρόνοιες του Ν.8(2)/96 και την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η Δημοκρατία εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 25.4.2002 είναι είτε πληροφοριακού περιεχομένου είτε βεβαιωτική εκείνης που περιέχεται στην επιστολή της 18.9.2001. Η πρώτη εισήγηση, βασιζόμενη στο ότι ο Αιτητής με την επιστολή του της 21.3.2002, σε απάντηση της οποίας εστάλη η επιστολή της 25.4.2002, ζήτησε απλώς πληροφόρηση για την περίπτωση του, είναι εντελώς ανεδαφική αφού η ουσία του πράγματος ήταν άλλη και συναρτάτο προς το πάγιο αίτημα του Αιτητή για εφαρμογή του Νόμου 8(2)/96 και της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην περίπτωση του. Η δεύτερη εισήγηση βασίζεται στο ότι η διοίκηση στην επιστολή της 25.4.2002 απλώς επέμεινε στην προηγούμενη απόφαση της που περιείχετο στην επιστολή της 18.9.2001 και δεν υπήρξε νέα έρευνα επί νέων στοιχείων. Ούτε η εισήγηση αυτή με βρίσκει σύμφωνο. Η επιστολή της 18.9.2001,
έστω και αν κοινοποιήθηκε στον Αιτητή, δεν συνιστούσε απόφαση και δεν συναρτήθηκε ως προς οποιοδήποτε αίτημα του Αιτητή, παρά μόνο διατύπωνε, όπως είπα, τη γενική άποψη της Υπηρεσίας αναφορικά με τις πρόνοιες του νόμου, των κανονισμών και των σχεδίων υπηρεσίας υπό το φως και της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν υπήρξε εξέταση των δεδομένων του Αιτητή και της συνέπειας, σε αυτά, της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αν τι, είναι αυτή η επιστολή που ήταν πληροφοριακής φύσεως. Η απάντηση της διοίκησης στο αίτημα του Αιτητή εδόθη με την επιστολή της 25.4.2002 η οποία και συνιστά αντικείμενο της προσφυγής.Θα μπορούσε, κατά την άποψη μου, να τεθεί αυτεπάγγελτα θέμα βεβαιωτικού χαρακτήρα της απόφασης που περιέχεται στην επιστολή της 25.4.2002 ως προς την προηγούμενη απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 10.1.2000. Εν όψει όμως των όσων ακολουθούν, δεν καθίσταται αναγκαίο να εξετασθεί τέτοιο θέμα.
Τα πιο πάνω αφορούν βέβαια την πτυχή της προσφυγής που προσβάλλει την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή για ένταξη του στην κλίμακα Α7. Υπάρχει όμως και η άλλη πτυχή της προσφυγής που προσβάλλει την παράλειψη της διοίκησης, ως παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, να εφαρμόσει στην περίπτωση του Αιτητή τις πρόνοιες του Νόμου 8(2)/96. Η πτυχή αυτή, αν όντως υπήρξε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, δεν επηρεάζεται από το αν η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 25.4.2002 είναι βεβαιωτική οποιασδήποτε προηγούμενης απόφασης, ούτε βέβαια από το ότι ο Αιτητής δεν είχε δικαιωθεί με μια από τις αποφάσεις στις προμνησθείσες
προσφυγές και εφέσεις. Θεωρώ δε ότι, σύμφωνα και με την προμνησθείσα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σαφώς πρόκειται περί παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας. Η τοποθέτηση της Ολομέλειας ήταν ευθεία και οριστική. Όπως υπέδειξε ο Ηλιάδης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση, ο ίδιος ο νόμος δημιούργησε δικαιώματα τα οποία η διοίκηση όφειλε να αποδώσει αμέσως εφ΄όσον αυτά δεν συναρτώντο προς οποιαδήποτε περαιτέρω ρύθμιση. Είπε στη σ. 7:«Από τη φρασεολογία του Νόμου 8(ΙΙ)/96 φαίνεται ότι ο Νόμος δεν δημιούργησε νέες θέσεις αλλά αντικατέστησε τον τίτλο και τις Κλίμακες ήδη υφιστάμενων θέσεων. Η διαφοροποίηση που επήλθε στον τίτλο και στη μισθοδοσία δεν επέβαλλε την έγκριση νέων σχεδίων υπηρεσίας. Με την εφαρμογή του Νόμου προέκυψε η υποχρέωση απόδοσης των δικαιωμάτων στους δικαιούχους. Η αντίληψη της διοίκησης ότι θα έπρεπε να εγκριθούν νέα σχέδια υπηρεσίας είναι λανθασμένη. Η πιο πάνω εκτίμηση σε συνδυασμό με τη σχετική καθυστέρηση που παρατηρήθηκε οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η στάση της Διοίκησης συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.»
Ήταν λοιπόν υποχρέωση της Υπηρεσίας, ευθύς εξ αρχής και τοσούτο μάλλον μετά από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία διευκρίνισε οριστικά και τελεσίδικα το θέμα, να εντάξει τον Αιτητή στην κλίμακα Α7 εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του Νόμου 8(2)/96 και χωρίς να χρειάζονται περαιτέρω ρυθμίσεις, ανεξάρτητα και από οποιοδήποτε αίτημα του και από το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνετο μεταξύ εκείνων που είχαν ήδη δικαιωθεί ως προς τούτο σε προσφυγές τους. Ο Γενικός Εισαγγελέας
υπέδειξε την υποχρέωση αυτή αλλά αγνοήθηκε, εφ΄ όσον η Υπηρεσία επέμεινε στις αρχικές της θέσεις. Η ίδια η αιτιολογία που έδωσε η Υπηρεσία για να μην εντάξει τον Αιτητή στην κλίμακα Α7 σύμφωνα με το νόμο, ότι δεν είχε δικαιωθεί σε προσφυγή του, και ανυπόστατη και πεπλανημένη ήταν, αντιστρατεύετο δε την υποχρέωση της να αποδώσει προς όλους τους επηρεαζόμενους υπαλλήλους τα ευθέως εκ του νόμου προκύπτοντα δικαιώματά τους χωρίς οποιαδήποτε τέτοια διάκριση, στη βάση μάλιστα και της αρχής της ίσης μεταχείρισης.Τα υπόλοιπα επιχειρήματα του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία όχι μόνο δεν μπορούν να εξετασθούν αφού δεν περιλαμβάνονται στην Ένσταση αλλά και είτε αντιστρατεύονται την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (αναφέρομαι στην εισήγηση για την ανάγκη υλοποίησης των προνοιών του Νόμου 8(2)/96 με την τροποποίηση των σχεδίων υπηρεσίας) είτε απαντήθησαν στην ίδια την εν λόγω απόφαση (αναφέρομαι στην εισήγηση που αφορά τη σχέση του άρθρου 27 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990) είτε δεν στοιχειοθετούνται
(αναφέρομαι στην εισήγηση ότι θα έπρεπε να εξετασθεί κατά πρώτο αν ο Αιτητής πληρούσε τα κριτήρια του νόμου, πράγμα που ουδέποτε αμφισβητήθηκε).Η προσφυγή λοιπόν επιτυγχάνει και θα υπάρξει δήλωση ότι η Δημοκρατία οφείλει να εντάξει τον Αιτητή στην κλίμακα Α7 σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 8(2)/96.
Η Δημοκρατία θα καταβάλει £500 έξοδα στον Αιτητή.
Καθ΄όσον η προσφυγή στρέφεται κατά του Υπουργείου Οικονομικών, θα διορθωθεί και διορθώνεται ώστε να στρέφεται εναντίον της Δημοκρατίας.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π