ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 85/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Μιχάλη Ευαγγέλου, από την Αγία Νάπα
Αιτητή
- και -
Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού
Καθ΄ου η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 24 Ιανουαρίου, 2003.Για τον αιτητή: Ι. Νικολάου.
Για τον καθ΄ου η αίτηση: Μ. Τριανταφυλλίδης.
- - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-
«Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ου η Αίτηση, που γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με την επιστολή του καθ΄ου η αίτηση με ημερομηνία 16.11.2000 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης για τα Σαββατοκυρίακα που είχε εργαστεί κατά την υπηρεσία του ως υπευθύνου των γραφείων του καθ΄ου η αίτηση στη Σουηδία, είναι εξ΄ υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Ο αιτητής κ. Ευαγγέλου προσελήφθη στις 19.5.1998, ως Λειτουργός Πωλήσεων/Μάρκετινγκ (επιτόπιο προσωπικό) στο γραφείο του καθ΄ου η αίτηση Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού στη Σουηδία (Στοκχόλμη), προς τούτο δε υπέγραψε σχετικό συμβόλαιο με τον Οργανισμό διάρκειας ενός έτους, με τους όρους που αναφέρονται σ΄ αυτό.
Με τη λήξη του συγκεκριμένου συμβολαίου στις 19.5.1999 το Διοικητικό Συμβούλιο του Κ.Ο.Τ. στη συνεδρία του ημερομηνίας 17.6.1999, αποφάσισε να του προσφέρει νέο συμβόλαιο διάρκειας ενός ακόμα έτους. (Από 24.5.1999 μέχρι 23.5.2000).
Το εν λόγω συμβόλαιο υπεγράφη από τον αιτητή στις 23.11.99, προβλέπετο δε σ΄ αυτό όπως ακριβώς και στο προηγούμενο συμβόλαιο ότι οι ώρες εργασίας του κ. Ευαγγέλου θα ανέρχονταν σε 40 εβδομαδιαίως. Μετά τη λήξη και του δεύτερου συμβολαίου ο αιτητής συνέχισε να εργάζεται κανονικά στο γραφείο του καθ΄ου η αίτηση Οργανισμού μέχρι και τις 14 Ιουνίου 2000, ημερομηνία κατά την οποία με δύο επιστολές του υπέβαλε την παραίτησή του δίνοντας την απαραίτητη προειδοποίηση που προέβλεπαν οι όροι εργοδότησής του. (Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραίτησή του έγινε αποδεκτή με ισχύ από 15.7.2000). Έχοντας δε ως δεδομένο το ότι από τον Σεπτέμβριο του 1998 μέχρι και το χρόνο τερματισμού της απασχόλησής του, λόγω της φύσης των καθηκόντων του και κατόπιν εντολών των προϊσταμένων του εργάστηκε υπερωριακά διάφορα Σαββατοκυρίακα αντιπροσωπεύοντας τον Οργανισμό σε διάφορες τουριστικές εκθέσεις, υπέβαλε στον καθ΄ου η αίτηση αίτημα για καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης.
Το συγκεκριμένο αίτημα δεν έγινε αποδεκτό, ολόκληρο δε το κείμενο της επιστολής ημερομηνίας 16.11.2000, με την οποία ο αιτητής έλαβε γνώση της απορριπτικής απόφασης έχει ως ακολούθως:-
«Αναφέρομαι στο αίτημά σας για καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης για τα Σαββατοκυρίακα που είχατε εργαστεί κατά τις τουριστικές εκθέσεις κ.λπ. στη Σουηδία, και θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι το αίτημά σας επαναμελετήθηκε και δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.
Όπως απαντήσαμε και σε παλαιότερο παρόμοιο αίτημά σας με την επιστολή μας ημερ. 30.11.2000 (επισυνάπτεται για εύκολη αναφορά) η οποία σας διαβιβάστηκε, κατά τις εκάστοτε συνεντεύξεις για πλήρωση των θέσεων Λειτουργού Πωλήσεων των γραφείων εξωτερικού τονιζόταν ότι η φύση των καθηκόντων της θέσης προνοούσε και εργασία κατά τις καθημερινές και Σαββατοκυρίακα χωρίς υπερωριακή αποζημίωση και ότι αυτό είχε ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό της μισθοδοσίας των θέσεων.»
Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η συγκεκριμένη απόφαση. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι αίτημα όλων των Υπευθύνων των Γραφείων του Οργανισμού στο εξωτερικό για καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης σε περίπτωση που εργάζονται πέραν των ωρών που προβλέπονται στους όρους απασχόλησής τους απερρίφθη από το Διοικητικό Συμβούλιο του καθ΄ου η αίτηση στη συνεδρία του ημερομηνίας 5.4.1999. Απόσπασμα από τα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας έχει ως εξής:-
«Το Διοικητικό Συμβούλιο αφού μελέτησε το σχετικό σημείωμα της Γενικού Διευθυντή ημ. 31.3.1999 το οποίο επεξηγήθηκε από την κα Α. Δημητριάδου και συζήτησε το όλο θέμα αποφάσισε όπως μη εγκρίνει το αίτημα των Υπευθύνων των Γραφείων Εξωτερικού για καταβολή υπερωριακών αποζημιώσεων για υπερωριακή απασχόληση σε Τουριστικές Εκθέσεις κατά τα Σαββατοκυρίακα ενόψει της δυσκολίας παρακολούθησης/επιβεβαίωσης των απαιτήσεων που θα υποβάλλονται.»
Ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση ήγειρε στη γραπτή του αγόρευση προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση δεν δύναται να προσβληθεί με την παρούσα προσφυγή γιατί δεν αποτελεί άσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας εκ μέρους του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, με την έννοια της παραγράφου 1 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ταυτόχρονα δε επισημαίνει ότι η εν λόγω απόφαση μπορούσε να προσβληθεί μόνο με αγωγή.
Τονίζει επίσης πως σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Διάρθρωσις και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1970 (όπως έχουν τροποποιηθεί) ο αιτητής δεν θεωρείται υπάλληλος του ΚΟΤ. Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αναφερόμενος στην ελληνική νομολογία η οποία έχει διαμορφώσει με σαφήνεια τις σχετικές αρχές αναφορικά με την έννοια και τα χαρακτηριστικά της εκτελεστής διοικητικής πράξης διαφωνεί και παραπέμπει σχετικά στο Σύγγραμμα «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» του Α. Ι. Τάχου, 4η Έκδοση, 1993 σελίδα καθώς και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 236-237.
Βάσει δε των όσων παραθέτει αντικρούοντας τις προαναφερθείσες θέσεις του δικηγόρου του καθ΄ου η αίτηση υποστηρίζει τα ακόλουθα: Στην παρούσα υπό εξέταση υπόθεση η επίδικη απόφαση της οποίας ζητείται η ακύρωση, δηλαδή η απόρριψη του αιτήματος του αιτητή για καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης για τα Σαββατοκυρίακα που είχε εργαστεί στην υπηρεσία του γραφείου του καθ΄ου η αίτηση Οργανισμού στη Σουηδία, έχει δημιουργήσει δυσμενή έννομα αποτελέσματα τα οποία θίγουν και εξακολουθούν να θίγουν τα συμφέροντα του αιτητή. Εφόσον λοιπόν σύμφωνα με τη νομολογία συστατικό στοιχείο της εκτελεστής διοικητικής πράξης, αποτελεί η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων που επηρεάζουν δυσμενώς και άμεσα τα συμφέροντα του διοικούμενου (σ΄ αυτή την περίπτωση του αιτητή) είναι εισήγησή του ότι η παρούσα συνιστά μία καθ΄ όλα εκτελεστή απόφαση.
Περαιτέρω ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση ήγειρε στη γραπτή του αγόρευση και δεύτερη προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενος ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος, με την έννοια της παραγράφου 2 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, να προσβάλει την πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ου η αίτηση, εφόσον αυτή ελήφθη κατ΄ εφαρμογή των όρων εργοδότησης του κ. Ευαγγέλου (αιτητή) βάσει της μεταξύ αυτού και του καθ΄ου η αίτηση Οργανισμού σχετικής συμφωνίας, ημερομηνίας 23.11.1999, δυνάμει της οποίας ο αιτητής δεν δικαιούται σε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση.
Στη συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση ο δικηγόρος του αιτητή στην απαντητική του αγόρευση αντικρούοντας τον πιο πάνω ισχυρισμό, επισημαίνει τα εξής:
Αν κανείς μελετήσει προσεκτικά τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης θα διαπιστώσει ότι ο αιτητής ουδέποτε αποδέχτηκε και/ή συναίνεσε στον περιορισμό της αποζημίωσης από υπερωριακή του απασχόληση. Μάλιστα απόδειξη της εν λόγω μη συναίνεσής του αποτελούν οι επιστολές του προς τους αρμοδίους λειτουργούς του καθ΄ου η αίτηση, με τις οποίες απαιτεί την καταβολή αποζημίωσης, λόγω υπερωριακής απασχόλησης. (Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι από τις υπό αναφορά επιστολές γίνεται ιδιαίτερη μνεία σ΄ αυτήν της 20ης Οκτωβρίου 1999, της οποίας το αίτημα απορρίφθηκε με την απαντητική επιστολή του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 30.11.1999). Τονίζεται δε ότι η εν λόγω επιστολή του αιτητή είναι προγενέστερη της υπογραφής του νέου συμβολαίου του που όπως έχει ήδη προαναφερθεί υπογράφηκε από τον ίδιο στις 23/11/1999. Επομένως καταλήγει η εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου του αιτητή αφού στην παρούσα περίπτωση έχουν διατυπωθεί επιφυλάξεις εκ μέρους του κ. Ευαγγέλου για την προσβαλλόμενη απόφαση και η συναίνεσή του δεν αποδεικνύεται πλήρως, ειδικώς και σαφώς υπάρχει αναντίλεκτα ενεστώς, άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον του ιδίου στην προσβολή της πράξης και/ή απόφασης του καθ΄ου η αίτηση Οργανισμού. Ο Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού συστήθηκε και λειτουργεί βάσει του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Νόμου του 1969 (Ν. 54/69 όπως έχει τροποποιηθεί). Πρόκειται για οργανισμό δημοσίου δικαίου επιφορτισμένο με την προαγωγή του τουρισμού, τομέα μεγάλου ενδιαφέροντος, ο οποίος στα πλαίσια πραγμάτωσης των σκοπών του προσέλαβε τον κ. Ευαγγέλου στην προαναφερθείσα θέση βάσει συμβολαίου με συγκεκριμένους όρους και συγκεκριμένης διάρκειας ενός έτους (19.5.98-19.5.99). Όταν το εν λόγω συμβόλαιο έληξε του προσεφέρθη νέο, διάρκειας ενός ακόμα έτους (24.5.99-23.5.2000). Και τα δύο αυτά συμβόλαια υπεγράφησαν από τον αιτητή, περιλαμβάνονταν δε σ΄ αυτά ότι οι ώρες εργασίας του αιτητή θα ανέρχονταν σε 40 εβδομαδιαίως. Η εργοδότηση του κ. Ευαγγέλου υπό τις πιο πάνω περιγραφείσες περιστάσεις ανήκει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Το γεγονός δε ότι ο αιτητής πληρωνόταν από τον ΚΟΤ καθώς και το ότι βάσει των συμβολαίων του είχε υποχρέωση να συμμορφώνεται με τις διάφορες οδηγίες που του δίδοντο από το Διευθυντή του Γραφείου του Οργανισμού στη Στοκχόλμη ή από οποιοδήποτε άλλο εξουσιοδοτημένο λειτουργό δεν μεταβάλλει τη φυσιογνωμία της σχέσης που προέκυψε μεταξύ αυτού και του ΚΟΤ. Επισημαίνεται ότι βάσει του Κανονισμού 2 των περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Διάρθρωσις και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1970 (όπως έχουν τροποποιηθεί) τα πρόσωπα που διορίζονται επί συμβάσει (όπως ακριβώς η περίπτωση του αιτητή) δεν θεωρούνται υπάλληλοι του Οργανισμού. Παραθέτω ολόκληρη τη σχετική πρόνοια ούτως ώστε να δύναται να σχηματιστεί μια πλήρης εικόνα του τί ακριβώς προβλέπεται.
«"υπάλληλοι" σημαίνει άπαντας τους υπό του Οργανισμού απασχολουμένους, άρρενας και θήλεις, εκτός των περιπτώσεων καθ΄ ας εν μόνον φύλον καθορίζεται, ο όρος όμως ούτος δεν περιλαμβάνει εκτάκτως απασχολουμένους ή διοριζομένους επί συμβάσει.»
Πρόσθετα θα ήθελα να τονίσω ότι στους όρους προκήρυξης της θέσης καθώς και στα δύο προαναφερθέντα συμβόλαια (Παράρτημα 4 στην Ένσταση) προβλέπετο ρητά ότι η φύση των καθηκόντων της θέσης συνεπάγετο απασχόληση και εκτός από το συνηθισμένο ωράριο εργασίας του Γραφείου Τουρισμού στη Στοκχόλμη, περιλαμβανομένης και απασχόλησης κατά τα Σαββατοκυρίακα, δημόσιες αργίες και καθημερινές καθώς και μετάβαση και διαμονή εκτός έδρας, για συμμετοχή σε εκδηλώσεις προβολής, δημοσίων σχέσεων και εκθέσεων, ανάλογα με τις ανάγκες της Υπηρεσίας. Προβλέπετο επίσης ότι «δεν καταβάλλεται αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σαββατοκυρίακα, δημόσιες αργίες ή καθημερινές». Το δεδομένο δε αυτό ήταν εις γνώση του κ. Ευαγγέλου και των άλλων υποψηφίων που διεκδίκησαν τη θέση. Επομένως το γεγονός ότι με διάφορες επιστολές του προς τους αρμοδίους λειτουργούς του Οργανισμού απαιτούσε καταβολή αποζημίωσης για υπερωριακή απασχόληση δεν σημαίνει μη συναίνεση του. Κατά τη γνώμη μου η συναίνεσή του είχε ήδη δοθεί από τη χρονική στιγμή που υπέβαλε αίτηση για τη συγκεκριμένη θέση καθώς και από τη στιγμή που υπέγραψε τα σχετικά συμβόλαια με όλα όσα αυτά περιελάμβαναν.
Δυνάμει όλων όσων αναφέρθηκαν δεν θα θεωρούσα πως η απόφαση του ΚΟΤ μπορεί να έχει οποιαδήποτε ιδιότητα εκτελεστής διοικητικής πράξης που να θεμελιώνει δικαιοδοσία στο δικαστήριο να αποφανθεί επί της νομιμότητάς της δυνάμει του Άρθρου 146.4. Το θέμα αφορά καθαρά διαφορά εμπίπτουσα στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου επί του οποίου μόνο τα αστικά δικαστήρια μπορούν να αποφανθούν.
Ενόψει λοιπόν της κατάληξης αυτής επί των δύο προδικαστικών ενστάσεων δεν θα θεωρούσα αναγκαία την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
FONT>(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/Επσ