ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 797/01
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Γεώργιος Σάββας
Αι τητής
και
Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου
Κα θ΄ ων η αίτηση
28 Ιανουαρίου 2003
Για τον αιτητή - Δ. Καλλής.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση - Χρ. Χριστοφίδης για Λ. Παπαφιλίππου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής συμμετέσχε σε γραπτές εξετάσεις για εγγραφή ως χρηματιστής. Κατά τα αποτελέσματα απέτυχε και προσβάλλει την απόρριψη της διεκδίκησής του. Κατ΄αρχάς, με αναφορά στο ίδιο το κύρος των εξετάσεων, όπως αυτές διεξάχθηκαν. Θεωρεί ότι παρανόμως οι ερωτήσεις καθορίστηκαν αντί από το ίδιο το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου, από διμελή επιτροπή που διορίστηκε, μεταξύ άλλων, και γι΄αυτό το σκοπό. Διαζευκτικά επειδή, εν πάσει περιπτώσει, όπως ισχυρίζεται, οι ερωτήσεις καθορίστηκαν μόνο από το ένα μέλος της Επιτροπής που διορίστηκε.
Οι πρόνοιες του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμος του 1993 (Ν. 14(1)/93 όπως τροποποιήθηκε) σε σχέση με την εγγραφή και τη διαδικασία εγγραφής χρηματιστών, ουσιαστικά εξαντλούνται στα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 34. ΄Οπως ορίζεται, οι προϋποθέσεις εγγραφής, τα προσόντα και η διαδικασία εγγραφής καθορίζονται με Χρηματιστηριακούς Κανονισμούς.
Στη γενική εξουσία για έκδοση των οποίων, προς "ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος που κατά τον παρόντα χρειάζεται ή επιδέχεται καθορισμό", αναφέρεται και το άρθρο 71 του Νόμου. Θεσπίστηκαν οι ομώνυμοι κανονισμοί του 1995 (Κ.Δ.Π. 214/95), και το επιχείρημα του αιτητή έχει στη βάση του τον Κανονισμό 5:"Το Συμβούλιο ορίζει την ημερομηνία, τον τόπο, τα θέματα και το δικαίωμα συμμετοχής στην εξέταση, με απόφασή του που δημοσιεύεται στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, τρεις τουλάχιστο μήνες πριν την καθορισμένη ημερομηνία διεξαγωγής της εξέτασης."
Το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου καθόρισε και δημοσίευσε τα θέματα των εξετάσεων αλλά ανέθεσε την ετοιμασία των ερωτήσεων σε διμελή Eπιτροπή. Κατά την άποψη του αιτητή στον όρο "θέματα" στον πιο πάνω Κανονισμό πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνονται και οι ερωτήσεις, ως ο σημαντικότερος από τους παράγοντες που προσδιορίζουν το επίπεδο και την αξιοπιστία των εξετάσεων. Εισηγούνται πως αντί της αυστηρής γραμματικής ερμηνείας θα πρέπει να υπερισχύσει η λογική, με γνώμονα το σκοπό του νομοθετήματος.
Η επισήμανση από τους καθ΄ ων η αίτηση της πρόνοιας του Κανονισμού πως τα θέματα δημοσιεύονται τρεις μήνες πριν τις εξετάσεις, είναι καταλυτική. Αν στα "θέματα" περιλαμβάνονταν και οι ερωτήσεις, θα έπρεπε να δημοσιευτούν και αυτές. Επομένως, δεν είναι απλώς το γράμμα του Κανονισμού. Θα ήταν και παράλογο να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός προβλέπει και δημοσίευση των ίδιων των ερωτήσεων. Το επιχείρημα του αιτητή που είχε ως μόνο έρεισμα την αναφορά του Κανονισμού σε "θέματα", δεν ευσταθεί.
Είναι γεγονός πως στα έγγραφα που έχουν κατατεθεί εμφανίζεται το όνομα μόνο του ενός από τα μέλη της διμελούς Eπιτροπής που διορίστηκε, εκείνο του κ. Χαρίτου. Κατά τον αιτητή αυτό σημαίνει πως τις ερωτήσεις τις καθόρισε μόνο ο κ. Χαρίτου. Δεν μπορώ να συμφωνήσω πως από τα στοιχεία κάμπτεται το τεκμήριο της κανονικότητας. Τα έγγραφα στα οποία γίνεται αναφορά δεν μπορούν να συσχετισθούν με το θέμα. Πρόκειται για τα πρακτικά του Συμβουλίου ημερομηνίας 19.7.01 σύμφωνα με τα οποία ο κ. Χαρίτου παρέδωσε τα αποτελέσματα των εξετάσεων μαζί με σχετική επιστολή υπογραμμένη από τον ίδιο. Περαιτέρω, για "μνημόνιο" παραλαβής των διορθωμένων βιβλιαρίων εξετάσεων και έντυπο στο οποίο καταγράφονται από τον κ. Χαρίτου, που παρουσιάζεται ως "συντονιστής εξετάσεων", οι όροι για τη βαθμολόγηση των γραπτών.
Η τελική θέση του αιτητή αφορά στη βαθμολόγησή του. Υποστήριξε πως θα έπρεπε το γραπτό του, όπως και των άλλων, να είχε εξεταστεί αρχικά από τους δυο διορθωτές και τον ίδιο το συντονιστή/υπεύθυνο των εξετάσεων, χωρίς ο ένας να γνωρίζει τη βαθμολογία του άλλου. Στη συνέχεια δε, εφόσον συνέτρεχε μια από τις περιπτώσεις που όπως θα δούμε εξειδικεύθηκαν, να βαθμολογηθούν ξανά, με επιπρόσθετη βαθμολόγηση από το συντονιστή/υπεύθυνο των εξετάσεων. Στηρίχτηκε συναφώς στα πιο κάτω από το σχετικό έντυπο:
"Κάθε διαγώνισμα διορθώνεται από τουλάχιστον δυο διορθωτές και από το συντονιστή/υπεύθυντο εξετάσεων.
Επίσης υπάρχει επιπρόσθετη διόρθωση από τον συντονιστή εξετάσεων σε περίπτωση που:
α. η συνολική βαθμολογία διαφέρει πέραν του 5% μεταξύ των δύο διορθωτών.
β. η τελική βαθμολογία είναι οριακή (μεταξύ 40-49.5)."
Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν πως ορθά, στο πλαίσιο των πιο πάνω, τα γραπτά διορθώθηκαν/βαθμολογήθηκαν αρχικά από δυο διορθωτές και, στη συνέχεια, αφού συνέτρεχε η δεύτερη από τις πιο πάνω περιπτώσεις, από το συντονιστή/υπεύθυνο εξετάσεων.
Δεν νομίζω πως το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε επιτρέπει την ερμηνευτική προσέγγιση που προτείνουν οι καθ΄ ων η αίτηση. Στο πρώτο σκέλος του σαφώς αναφέρεται σε αρχική διόρθωση και από το συντονιστή/υπεύθυντο των εξετάσεων. Στο δε δεύτερο, σε επιπρόσθετη διόρθωση από το συντονιστή. Το πρώτο δεν θα είχε θέση και το δεύτερο δεν θα είχε νόημα εάν επρόκειτο να θεωρηθεί πως μια φορά μόνο, και αυτή υπό προϋποθέσεις, εμπλέκεται στη διαδικασία ο συντονιστής/υπεύθυνος των εξετάσεων. Σημειώνω και τα ακόλουθα. Η πρώτη από τις περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλεται η επιπρόσθετη διόρθωση από το συντονιστή/υπεύθυνο των εξετάσεων, αφορά στο ενδεχόμενο της διαφοράς που καθορίζεται μεταξύ της συνολικής βαθμολογίας των δυο διορθωτών. Δεν μένει όμως μέχρις εκεί η ρύθμιση. Η δεύτερη από τις περιπτώσεις, εισάγει νέο όρο. Αναφέρεται στην "τελική βαθμολογία" και επιβάλλει την επιπρόσθετη βαθμολογία από το συντονιστή/υπεύθυνο των εξετάσεων όπου αυτή είναι οριακή. Χωρίς αναφορά, πλέον, στη βαθμολογία των δυο διορθωτών. Οπότε, κατά το κείμενο, έχουμε τη "συνολική βαθμολογία"
των δυο διορθωτών και τη διαφορετική πρέπει να συμπεράνουμε "τελική" που, στο πλαίσιο του συνόλου, όπως εισηγείται ο αιτητής, δεν μπορεί παρά να είναι η βαθμολογία των τριών δηλαδή των δυο διορθωτών και του συντονιστή/υπεύθυνου των εξετάσεων. Εκτός αν αγνοήσουμε, διαφοροποιήσουμε, ή προσθέσουμε λέξεις, που είναι βεβαίως ανεπίτρεπτο.Καταλήγω πως η βαθμολογία του γραπτού του αιτητή έγινε κατά παράβαση των προκαθορισμένων κανόνων της και πως, επομένως, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
ΜΣι
.C:\My Documents\2003\part4\797-01.doc