ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 351/2002
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
NIDA DONAYARE MECCA
ΑΙΤΗΤΡΙΑ
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ
--------------
31 Ιανουαρίου 2003
Για την Αιτήτρια: κ. Δ. Κακουλλής.
Για τους Καθ΄ων η αίτηση: κα Λ. Ζαννέτου-Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Αιτήτρια είναι πολίτης των Φιλιππινών. Στις 4.5.2000 της εδόθη άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 18.7.2003 για να εργασθεί ως οικιακή βοηθός σε συγκεκριμένη οικογένεια. Στις 24.10.2001 ο εν λόγω εργοδότης της απηύθυνε επιστολή προς το Τμήμα Αλλοδαπών καταγγέλλοντας ότι η Αιτήτρια εξεδίδετο επί πληρωμή και προωθούσε και άλλες οικιακές βοηθούς ή συμπατριώτισσες της σε πορνεία, διέμενε δε σε διαμέρισμα άλλο από αυτό που ο ίδιος της παρείχε, και καταλήγοντας ότι η εργοδότησή της από τον ίδιο ήταν πλέον αδύνατη και θα έπρεπε να απελαθεί. Την αμέσως επόμενη ημέρα η Αιτήτρια απηύθυνε επιστολή προς το Τμήμα Εργασίας καταγγέλλοντας ότι ο εργοδότης της την ανάγκαζε να εργάζεται και σε άλλα δύο σπίτια και ότι της αφαίρεσε £50 από το μισθό της διότι αρνήθηκε να εργασθεί μία ημέρα που ήταν δημόσια αργία, πληροφορήθηκε δε την προηγούμενη ότι ο εργοδότης της αποφάσισε να την απολύσει διότι πίστευε ότι θα τον κατάγγελλε για τα πιο πάνω.
Στις 25.10.2001 υπεβλήθη από την Κίνηση Στήριξης Aλλοδαπών εκ μέρους της Αιτήτριας και παράπονο προς την Επίτροπο Διοικήσεως σε σχέση με το θέμα, που συσχετίσθηκε με προσπάθεια του εργοδότη της για εκδίωξη της Αιτήτριας από την Κύπρο στις 24.10.2001.
Το Γραφείο Εργασίας διερεύνησε το παράπονο της Αιτήτριας, η δε έκθεσή του ημερ. 13.11.2001 διαβιβάσθηκε στο Λειτουργό Μετανάστευσης. Το πόρισμα του ήταν ότι ο εργοδότης της Αιτήτριας ήταν συνεπής με τις υποχρεώσεις του. Αντί όμως, όπως παρατηρεί η Επίτροπος Διοικήσεως στην έκθεση της, το θέμα να εξετασθεί από την Τριμελή Επιτροπή Εξέτασης Εργατικών Διαφορών για λήψη απόφασης ως προς αίτημα της Αιτήτριας να αλλάξει εργοδότη, της απεστάλη από το Τμήμα Μετανάστευσης επιστολή ημερομηνίας 15.11.2001 ως εξής:
«I wish to refer to your request to find new employer and to inform you that it was not found possible to be approved.
2. In the view of the above you are requested to leave Cyprus within 15 days from the day you receive this letter, otherwise our Department will make the necessary arrangement for your Deportation.»
Μετά όμως από διαμαρτυρία της Κίνησης Στήριξης Αλλοδαπών, το θέμα παρεπέμφθη τελικά στην εν λόγω Επιτροπή η οποία το εξέτασε, αναφέροντας στην έκθεση της ημερομηνίας 22.11.2001 τα εξής:
«Η Επιτροπή αφού άκουσε και τις δύο πλευρές συμπέρανε ότι οι ισχυρισμοί της αλλοδαπής ότι δούλευε σε τρία σπίτια, δεν μπορούν να αποδειχθούν. Παραδέχθηκε όμως ότι εγκατέλειψε το χώρο διαμονής της χωρίς να ειδοποιήσει την εργοδότρια της και την ΥΑΜ.
Η αλλοδαπή δεν έχει καμιά οικονομική απαίτηση από την εργοδότρια της. Το μόνο που ζητά είναι όπως παραμείνει στην Κύπρο και συνεχίσει να εργάζεται σε άλλο εργοδότη.
Η διερευνόμενη υπόθεση πορνείας δεν είναι θέμα που αφορά την Επιτροπή.
Εν΄ όψει του γεγονότος ότι οι ισχυρισμοί της αλλοδαπής δεν μπορούν να αποδειχθούν, η Επιτροπή εισηγείται τον επαναπατρισμό της.»
Η Επίτροπος Διοικήσεως στην έκθεση της ημερομηνίας 13.3.2002 θεώρησε εύλογη την απόφαση να μην εγκριθεί το αίτημα της Αιτήτριας για αλλαγή εργοδότη εν όψει της παράλειψης της Αιτήτριας να ενημερώσει το Τμήμα Αλλοδαπών για την αλλαγή της διεύθυνσης της όπως όφειλε δυνάμει του νόμου. Στις 12.3.2002 ο Λειτουργός Μετανάστευσης εξέδωσε διάταγμα απέλασης της Αιτήτριας ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφάλαιο 105, και ακόλουθο διάταγμα κράτησης της προς το σκοπό της απέλασης της. Η απέλαση έγινε στις 19.4.2002.
Η προσφυγή προσβάλλει τα διατάγματα απέλασης και κράτησης (δεν σχολιάζω την άλλη θεραπεία που ζητείται, δηλαδή διάταγμα με το οποίο να παραχωρείται άδεια παραμονής της Αιτήτριας ή επανόδου της στην Κύπρο αφού είναι προφανώς εκτός της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας). Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Αιτήτριας ότι η Επιτροπή τελούσε υπό πλάνη αποφαινόμενη ότι η Αιτήτρια παραδέχθηκε ότι εγκατέλειψε το χώρο διαμονής της χωρίς να ειδοποιήσει τον εργοδότη της και την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και ότι η Αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς της κατά του εργοδότη της. Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ενδεχόμενη πλάνη της Επιτροπής ως προς την αλλαγή διευθύνσεως διαμονής από την Αιτήτρια θα ήταν ουσιώδης εφ΄ όσον το διάταγμα απέλασης στηρίχθηκε στο ότι η Αιτήτρια κατέστη απαγορευμένη μετανάστης σε συνάρτηση με παράβαση των νομίμων υποχρεώσεων της δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) το οποίο προνοεί:
«6.-(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-
.................................. .................................................. .......................
(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών.
.................................. .................................................. .....................»
Δεν υπήρξε όμως πλάνη. Η διερεύνηση του θέματος δεν περιορίσθηκε στο επίπεδο του Γραφείου Εργασίας αλλά επεκτάθηκε στο επίπεδο της Τριμελούς Επιτροπής όπως η ίδια η Αιτήτρια ζήτησε και όπως ήταν και ορθό. Η Τριμελής Επιτροπή άκουσε τις δύο πλευρές που εκπροσωπούντο από δικηγόρο, η Αιτήτρια μάλιστα συνοδευόμενη και από εκπρόσωπο της Κίνησης Στήριξης Αλλοδαπών. Τα συμπεράσματα της βασίσθησαν στην ακρόαση αυτή, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως μη αποδειχθέντες και διαπιστώνοντας ότι, όπως και η ίδια η Αιτήτρια δέχθηκε, είχε αλλάξει διεύθυνση. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να καταδεικνύει πλάνη ή έστω πιθανότητα πλάνης της Τριμελούς Επιτροπής. Απεναντίας, και η ίδια η Επίτροπος Διοικήσεως είχε συνάντηση με την Αιτήτρια και με το Σύμβουλο του Κέντρου Στήριξης Αλλοδαπών και οι διαπιστώσεις της συνέπιπταν με εκείνες της Τριμελούς Επιτροπής ώστε να εκρίνετο εύλογη η απόφαση να μην εγκριθεί το αίτημα της Αιτήτριας για αλλαγή εργοδότη. Η απόρριψη της εισήγησης για πλάνη συμπαρασύρει και άλλη εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Αιτήτρια ότι η απόφαση στηρίχθηκε σε λανθασμένα και αδικαιολόγητα δεδομένα.
Άλλη εισήγηση για αναρμοδιότητα της Τριμελούς Επιτροπής, στα πορίσματα της οποίας, λέγεται, στηρίχθηκε ο Λειτουργός Μετανάστευσης χωρίς να προβεί σε δική του έρευνα (που είναι και αντιφατικό προς την ίδια τη διαμαρτυρία της Αιτήτριας που οδήγησε στην παραπομπή του θέματος στην Τριμελή Επιτροπή) δεν εξειδικεύεται ούτε αναπτύσσεται στην αγόρευση και δεν ευσταθεί.
Ανυπόστατη είναι και η εισήγηση ότι η απόφαση έχει αλλότρια κίνητρα και είναι τιμωρητική ως εκ των καταγγελιών του εργοδότη της Αιτήτριας ότι αυτή εμπλέκετο σε πορνεία. Το θέμα αυτό όχι μόνο εθεωρήθη ότι δεν αφορούσε την Τριμελή Επιτροπή («Η διερευνόμενη υπόθεση πορνείας δεν είναι θέμα που αφορά την Επιτροπή»), αλλά και η αναφορά που γίνεται ακολούθως από την Τριμελή Επιτροπή στο ότι «Η αλλοδαπή έχει δικαίωμα να επιστρέψει στην Κύπρο με νέο εργοδότη, νοουμένου ότι οι κατηγορίες για πορνεία δεν ευσταθούν», στην οποία βασίζεται η εισήγηση, δεν έχει να κάνει με την κατάληξη της ως προς το
θέμα της απέλασης παρά μόνο συνιστά τη δική της αντίληψη ως προς ενδεχόμενη μελλοντική απόφαση για νέα άδεια εισόδου και παραμονής της Αιτήτριας. Όπως δε αναφέρει και η Επίτροπος Διοικήσεως, οι καταγγελίες για πορνεία εν πάση περιπτώσει διερευνήθησαν από την Αστυνομία χωρίς να προκύψει επαρκής μαρτυρία για στοιχειοθέτηση ποινικής υπόθεσης.Η τελευταία εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Αιτήτρια είναι ότι η απόφαση είναι παράνομη ως συγκρουόμενη με το νόμο. Γίνονται δύο επί μέρους εισηγήσεις:
1. Ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 8 του περί της Συμβάσεως περί των Μεταναστών Εργατών (Συμπληρωματαί Διατάξεις) (Κυρωτικός) Νόμου του 1977 (Ν. 36/77) το οποίο προνοεί:
«8.1. Υπό την προϋπόθεσιν ότι ούτος έχει παραμείνει νομίμως εν τινι εδάφει προς τον σκοπόν απασχολήσεως, ο μετανάστης εργάτης δέον να μη θεωρήται ότι τελεί εις παράνομον ή αντικανονικήν κατάστασιν εκ μόνον του λόγου της απωλείας της εργοδοτήσεώς του, ήτις αφ΄εαυτής δεν δύναται να συνεπάγηται την ανάκλησιν της αδείας παραμονής του ή, αναλόγως της
Η προσβαλλόμενη απόφαση όμως δεν ελήφθη στη βάση ότι η Αιτήτρια τελούσε σε παράνομη κατάσταση μόνο για το λόγο ότι απώλεσε την εργοδότησή της. Η διαπίστωση ότι κατέστη απαγορευμένη μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) προέκυπτε ως εκ της παράλειψης της να ενημερώσει το Τμήμα Αλλοδαπών για την αλλαγή της διεύθυνσης της όπως είχε νομική υποχρέωση, αλλά και ως εκ του ότι, το αίτημα της για αλλαγή εργοδότη απερρίφθη με την επιστολή της 15.11.2001 (απόφαση που δεν προσεβλήθη) και, μη έχουσα πλέον εργοδότη (για λόγους που δεν αποκάλυπταν ευθύνη του πρώην εργοδότη της για τον τερματισμό της εργοδότησής της) και προοπτική νόμιμης εργοδότησής της, η περαιτέρω παραμονή της στην Κύπρο δεν εδικαιολογείτο. Στην πραγματικότητα, εφ΄
όσον η απόφαση για απόρριψη του αιτήματος της για αλλαγή εργοδότη που περιέχεται στην επιστολή της 15.11.2001 δεν προσεβλήθη, η Αιτήτρια καθίστατο αυτομάτως απαγορευμένος μετανάστης και δεν διατηρούσε ούτε έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση για απέλασή της.2. Ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 1 του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Έβδομο Πρωτόκολλο) Νόμου του 2000 (Ν. 18(ΙΙΙ)/2000), το οποίο προνοεί:
«Άρθρο 1 - Διαδικαστικές Εγγυήσεις σε σχέση με την απέλαση
αλλοδαπών
1. Αλλοδαπός ο οποίος είναι νόμιμος κάτοικος στην επικράτεια ενός Κράτους δεν απελαύνεται από αυτό εκτός προς εφαρμογή απόφασης η οποία λήφθηκε σύμφωνα με το νόμο και επιτρέπεται σε αυτό
α. να υποβάλει λόγους εναντίον της απέλασης του,
β. όπως η υπόθεση του τύχει αναθεώρησης, και
γ. να αντιπροσωπευθεί για τους σκοπούς αυτούς ενώπιον της αρμόδιας αρχής ή προσώπου ή προσώπων τα οποία κατονομάζονται από την αρχή αυτή.»
Δεν εδόθησαν στην Αιτήτρια, λέγει ο ευπαίδευτος συνήγορος της, χωρίς όμως να εξειδικεύει, τα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 1. Αυτό όμως δεν είναι έτσι. Όπως προκύπτει από το παρατεθέν ιστορικό της υπόθεσης, η Αιτήτρια είχε επαρκέστατη εκπροσώπηση από δικηγόρο και την Κίνηση Στήριξης Αλλοδαπών καθώς
και ακρόαση ενώπιον της Τριμελούς Επιτροπής, που ουσιαστικά συνιστούσε και αναθεώρηση της εξέτασης που έγινε από το Τμήμα Εργασίας (όπως αναθεώρηση συνιστά και η παρούσα διαδικασία), αποταθείσα δε και στην Επίτροπο Διοικήσεως, η απέλαση της δεν έγινε παρά μόνο μετά που εξεδόθη η έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως. Ακόμα δε, δεν προσέβαλε, όπως είχε δικαίωμα, την απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 15.11.2001 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για αλλαγή εργοδότη.Η προσφυγή λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Εν όψει όμως της φύσης της υπόθεσης και του ότι η Αιτήτρια βρίσκεται ήδη μακριά, δεν θα υπάρξει διάταγμα ως προς τα έξοδα.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π