ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 1164
10 Δεκεμβρίου, 2002
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΑΤΑΤΩΝ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 286/2002)
――――――――――――
Συμβούλιο Εμπορίας Κυπριακών Πατατών ― Πειθαρχική ευθύνη υπαλλήλων ― Απουσία σχετικής ρύθμισης στους περί Εμπορίας Κυπριακών Πατατών Νόμους του 1964-1995 ― Η σημασία της συλλογικής σύμβασης που παραπέμπει ως προς το πειθαρχικό δίκαιο στα ισχύοντα για τους δημοσίους υπαλλήλους ― Η εν πάση περιπτώσει εφαρμογή των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και της χρηστής διοίκησης ― Πτυχές ακυρότητας της πειθαρχικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αρχή της χρηστής διοίκησης ― Περιστάσεις παραβίασής της στην κριθείσα περίπτωση πειθαρχικής δίωξης κατά υπαλλήλου του Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Πατατών.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της πειθαρχικής καταδίκης του και της επιβολής σε αυτόν της πειθαρχικής ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Οι περί Εμπορίας Κυπριακών Πατατών Νόμοι του 1964-1995, δεν προβλέπουν οτιδήποτε για την πειθαρχική δίωξη των υπαλλήλων του Συμβουλίου. Το μόνο σχετικό άρθρο, αναφορικά με αυτούς, είναι το 25.
Οι δικηγόροι των μερών συμφωνούν πως σε συλλογική σύμβαση που υπεγράφη από το Συμβούλιο και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των υπαλλήλων του προβλέπεται ότι σε περίπτωση πειθαρχικής δίωξης εναντίον τους θα εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990. Η πρόνοια αυτή της συλλογικής σύμβασης δεν μπορεί να εφαρμόζεται στον τομέα του δημοσίου δικαίου, εκτός και αν έχει προσλάβει τη μορφή κανονισμού. Ισχύουν όμως στο ζήτημα οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και χρηστής διαδικασίας.
2. Στα πρακτικά που αφορούν στη διαδικασία της επίδικης πειθαρχικής δίωξης, εντοπίζεται σοβαρό νομικό σφάλμα το οποίο οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης. Συναφώς, μετά την κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας στη συνεδρία του πειθαρχικού συμβουλίου στις 11.12.01 ο ίδιος ο πρόεδρός του προέβη, όπως καταδεικνύεται από το σχετικό πρακτικό, σε μια εκτεταμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Και ενώ το πειθαρχικό συμβούλιο, στην κατακλείδα του πρακτικού, σημειώνει πως ο πρόεδρος προέβη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και το συμβούλιο αποφάσισε να επιφυλάξει την απόφασή του, εντούτοις η απόφαση εκδόθηκε στις 20.12.01 χωρίς να προηγηθεί σύσκεψη των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου για να συζητηθεί, και εκφραστούν απόψεις, για την τελική του απόφαση.
Η τελική απόφαση ανακοινώνει απλώς την ετυμηγορία του πειθαρχικού συμβουλίου χωρίς να αιτιολογείται. Η διαδικασία αυτή παραβιάζει τις βασικές αρχές της χρηστής διοίκησης και οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Δ. Παπαδόπουλος, για τον Αιτητή.
Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Καθ' ου αίτηση.
Cur. adv. vult.
AΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής ήταν υπάλληλος στο Συμβούλιο Εμπορίας Κυπριακών Πατατών, καθ' ου η αίτηση, από το 1971. Από την 1.11.94 βρισκόταν στην ψηλότερη μισθοδοτική κλίμακα, Α12, και ήταν ο ανώτερος στην ιεραρχία λειτουργός, μετά το Γενικό Διευθυντή. Από τον ενώπιον μου ογκώδη διοικητικό φάκελο καταδεικνύεται πως η συνεργασία του αιτητή με το Συμβούλιο ήταν άκρως προβληματική. Υπήρχαν έντονες διαφωνίες στο χειρισμό των υποθέσεων του Συμβουλίου, οι οποίες ενίοτε απασχολούσαν και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, αλλά και τα Δικαστήρια όπου προσέφευγε ο αιτητής. Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με αυτό το ζήτημα, μήτε και θα αναφερθώ στα διάφορα γραπτά στοιχεία που κατατέθηκαν ενώπιον μου, στα οποία αναδύεται η πιο πάνω λυπηρά κατάσταση γιατί δεν έχουν άμεση σχέση με το αντικείμενο της προσφυγής, που είναι η απόφαση του Συμβουλίου, ημερ. 4.1.02, με την οποία ο αιτητής τέθηκε σε αναγκαστική αφυπηρέτηση από 20.12.01, ως αποτέλεσμα πειθαρχικής δίωξης που ασκήθηκε εναντίον του από το Συμβούλιο.
Η πειθαρχική δίωξη αποφασίστηκε μετά από κάποιο επεισόδιο κατά το οποίο, στην κρίση του Συμβουλίου, ο αιτητής δεν εκτέλεσε σωστά τα καθήκοντα του με αποτέλεσμα να προκληθεί αντιδικία μεταξύ του και των παραγωγών. Ο αιτητής κλήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου για να δώσει εξηγήσεις. Στις ερωτήσεις όμως που του υπέβαλε ο Πρόεδρος έδιδε την τυπική απάντηση: «δεν απαντώ, να μου τεθεί γραπτώς.» Σημαντικό στοιχείο στην όλη υπόθεση, των σχέσεων δηλαδή του αιτητή με το Συμβούλιο, δίδει η πρώτη ερώτηση που υπέβαλε ο Πρόεδρος στον αιτητή, την εξής: (δες παράρτημα 2 στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων του Συμβουλίου).
«- Προ αρκετών μηνών σας πρότεινα ότι εάν αποσύρετε όλες τις αγωγές και απαιτήσεις σας εναντίον του Συμβουλίου, τότε θα διευθετούσα να έλθετε στη Λευκωσία και μέχρι τώρα δεν μου απαντήσατε. Να το εκλάβουμε ότι η απάντησή σας είναι αρνητική;»
Ο αιτητής απάντησε πως δεν θεώρησε την πρόταση επίσημη, οπόταν και ο Πρόεδρος του είπε:
«- Υποβάλλεται τώρα η ίδια πρόταση ενώπιον του Συμβουλίου, ποία είναι η απάντηση σας;»
Ο αιτητής αποκρίθηκε:
«-Δεν απαντώ, να μου υποβληθεί γραπτώς».
Μετά που ο αιτητής αποχώρησε από τη συνεδρίαση, καθώς καταγράφεται στο πιο πάνω πρακτικό, το Συμβούλιο ομόφωνα έκρινε πως επιβαλλόταν να επιλυθεί το θέμα του αιτητή το συντομότερο δυνατό γιατί είχε προκαλέσει αναστάτωση μεταξύ των γεωργών, με τους οποίους διαπληκτιζόταν με κίνδυνο να δημιουργηθεί και βίαιο επεισόδιο. Διευθετήθηκε να εξεταστεί το ζήτημα με το νομικό σύμβουλο του Συμβουλίου, κάτι που έγινε, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η σύνταξη από το γενικό διευθυντή κατηγορητηρίου εναντίον του αιτητή που να περιέχει όλα τα εις βάρους του παραπτώματα. Στις 11.5.00 το Συμβούλιο ενέκρινε το κατηγορητήριο, αποτελούμενο από 11 πειθαρχικά παραπτώματα, και ο αιτητής κλήθηκε ενώπιον συσταθέντος πειθαρχικού συμβουλίου, από μέλη του Συμβουλίου, στις 26.9.00. Ο αιτητής εμφανίστηκε εκπροσωπούμενος με δικηγόρο, ο οποίος και ήγειρε σειρά προδικαστικών ενστάσεων. Μετά από μερικές αναβολές η υπόθεση ορίστηκε στις 10.9.01 οπόταν ο αιτητής εμφανίστηκε με άλλο δικηγόρο ο οποίος πρόβαλε πρόσθετες προδικαστικές ενστάσεις. Όταν το πειθαρχικό συμβούλιο απέρριψε και την τελευταία ένσταση ο αιτητής αποχώρησε από τη διαδικασία, στην οποία δεν επανεμφανίστηκε. Το πειθαρχικό συμβούλιο ειδοποιούσε τον αιτητή για τις ημερομηνίες που θα συνέχιζε η ακρόαση της υπόθεσης, ο οποίος όμως δεν εμφανιζόταν. Έτσι, στις 14 και 21.9.01 το πειθαρχικό συμβούλιο προχώρησε στην εκδίκαση του κατηγορητηρίου με την ακρόαση της κατάθεσης της μαρτυρίας 9 μαρτύρων κατηγορίας. Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής κλήθηκε πάλιν ο αιτητής να παρευρεθεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου στις 20.9.01, για να καταθέσει και ο ίδιος αν ήθελε. Ο αιτητής δεν παρουσιάστηκε και το συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση του με την οποία βρήκε ένοχο τον αιτητή, και ακολούθως του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Ο αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση. Οι δικηγόροι του προβάλλουν διάφορους λόγους για την ακύρωση της, στους οποίους εμπλέκουν και τα διάφορα γεγονότα και στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται η παντελής έλλειψη συνεργασίας του αιτητή με το Συμβούλιο.
Θα εξετάσω μόνο τους νομικούς λόγους και θα αναφερθώ στα γεγονότα που είναι αναγκαίο να εκτεθούν για να αποφασιστεί το αντικείμενο της προσφυγής.
Οι περί Εμπορίας Κυπριακών Πατατών Νόμοι του 1964-1995, δεν προβλέπουν οτιδήποτε για την πειθαρχική δίωξη των υπαλλήλων του Συμβουλίου. Το μόνο σχετικό άρθρο, αναφορικά με αυτούς, είναι το 25 που έχει ως εξής:
«Το Συμβούλιον δύναται:
(α) να διορίζη τους εκάστοτε αναγκαίους υπαλλήλους δια την προσήκουσαν και αποτελεσματικήν διεξαγωγήν των επιχειρήσεων του Συμβουλίου εν τη δημοκρατία ή εν τη αλλοδαπή, υπό όρους υπηρεσίας καθοριζομένους υπό του Συμβουλίου τη εγκρίσει του Υπουργού.
(β) να χορηγή εις τους υπαλλήλους αυτού συντάξεις, βοηθήματα ή επιδόματα αποχωρήσεως και να επιβάλλη αυτοίς αναγκαστικήν εισφοράν εις οιονδήποτε σύστημα συντάξεων ή εισφορών.
(γ) τη εγκρίσει του Υπουργού, να ιδρύση εκτός της Δημοκρατίας τα αναγκαία γραφεία»
Οι δικηγόροι συμφωνούν πως σε συλλογική σύμβαση που υπεγράφη από το Συμβούλιο και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των υπαλλήλων του προβλέπεται ότι σε περίπτωση πειθαρχικής δίωξης εναντίον τους θα εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990. Νομίζω πως η πρόνοια αυτή της συλλογικής σύμβασης δεν μπορεί να εφαρμόζεται στον τομέα του δημοσίου δικαίου, εκτός και αν έχει προσλάβει τη μορφή κανονισμού, και κάτι τέτοιο δεν μου έχει λεχθεί. Ισχύουν όμως στο ζήτημα που εξετάζουμε οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και χρηστής διαδικασίας.
Έχω μελετήσει με προσοχή τα πρακτικά που αφορούν στη διαδικασία της πειθαρχικής δίωξης. Εντοπίζω σ' αυτή σοβαρό νομικό σφάλμα το οποίο οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης. Συναφώς, μετά την κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας στη συνεδρία του πειθαρχικού συμβουλίου στις 11.12.01 ο ίδιος ο πρόεδρος του προέβη, όπως καταδεικνύεται από το πρακτικό που ακολουθεί, έστω και αν χρησιμοποιείται ο πληθυντικός, σε μια εκτεταμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, και το πρακτικό καταλήγει:
«Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσομε με μεγάλη προσοχή όλους τους μάρτυρες που κάλεσε η Κατηγορούσα Αρχή. Όλοι οι μάρτυρες μας έχουν κάμει πολύ καλή εντύπωση. Οι απαντήσεις τους ήταν άμεσες αυθόρμητες και χωρίς ένδειξη προκατασκευής. Περαιτέρω ο μάρτυρας Παναγιώτης Σταύρου κατάθεσε σωρεία τεκμηρίων με τα οποία σε πολλά σημεία επιβεβαίωνε την προφορική του μαρτυρία. Η γενική εντύπωση που όλοι οι μάρτυρες μας έδωσαν ήταν ότι είπαν την αλήθεια και ως εκ τούτου αποδεχόμαστε την μαρτυρία τους στο σύνολο και η κατατεθείσα μαρτυρία εν όψει της αξιολόγησης μας αυτής γίνεται εύρημα του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μετά την παρουσία από τον Πρόεδρο του της πιο πάνω αξιολόγησης της κατατεθείσας μαρτυρίας αποφάσισε να επιφυλάξει την απόφαση του σε νέα συνεδρίαση του στις 20 Δεκεμβρίου, 2001 στις 12.00 το μεσημέρι, για να καλέσει τον διωκόμενο να παρευρεθεί για να καταθέσει οτιδήποτε επιθυμεί, πριν τη λήψη της απόφασης του.»
Και ενώ το πειθαρχικό συμβούλιο, στην κατακλείδα του πιο πάνω πρακτικού, σημειώνει πως ο πρόεδρος προέβη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και το συμβούλιο αποφάσισε να επιφυλάξει την απόφασή του, εντούτοις η απόφαση εκδόθηκε στις 20.12.01 χωρίς να προηγηθεί σύσκεψη των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου για να συζητηθεί, και εκφραστούν απόψεις, για την τελική του απόφαση. Στο πρακτικό της πιο πάνω ημερομηνίας αναφέρονται μόνο τα εξής:
«Το πειθαρχικό συμβούλιο ομόφωνα βρίσκει τον πειθαρχικά διωκόμενο ένοχο και στις 10 κατηγορίες που του είχαν προσαφθεί με το κατηγορητήριο που του εξαγγέλθηκε στις 21.12.00».
Και ακολούθως επιβάλλεται η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης στις κατηγορίες 2, 3 και 4.
Η πιο πάνω απόφαση ανακοινώνει απλώς την ετυμηγορία του πειθαρχικού συμβουλίου χωρίς να αιτιολογείται. Η διαδικασία που συνόψισα πιο πάνω παραβιάζει τις βασικές αρχές της χρηστής διοίκησης και οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με £500 έξοδα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.