ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 770
17 Σεπτεμβρίου, 2002
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ & ΜΥΡΑΤ,
2. UNITED INSURANCE BROKERS LTD,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ, ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 185/2001)
Προσφορές ― Σύνθεση Συμβουλίου Προσφορών ― Άρθρο 11(1)(στ) του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 (Ν.102(Ι)/97) ― Στα μέλη περιλαμβάνεται και προϊστάμενος ή αντιπρόσωπος «του κατά περίπτωση ενδιαφερόμενου υπουργείου, ανεξάρτητου γραφείου ή υπηρεσίας» ― Νόμιμα παρέστει αντιπρόσωπος της Αστυνομίας που ήταν η «ενδιαφερόμενη υπηρεσία» βάσει του Καν. 2 των περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικών) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 104/99).
Προσφορές ― Παράβαση ουσιώδους όρου προσφοράς οδήγησε στον αποκλεισμό της ― Η απαίτηση στους όρους της προσφοράς για εξειδίκευση, δεν επιτρέπει τον ισχυρισμό πως τέτοια εξειδίκευση δεν απαιτείτο ― Δεν επρόκειτο για ασάφεια, η οποία θα μπορούσε τυχόν να καλυφθεί με την αναζήτηση διευκρινήσεων από το Συμβούλιο.
Οι αιτήτριες εταιρείες προσέβαλαν με την προσφυγή τους, την απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, να κατακυρώσει την επίδικη προσφορά για ασφάλιση των πτητικών μέσων της Αστυνομίας, στο ενδιαφερόμενο μέρος, κατ' αποκλεισμό της δικής της προσφοράς, ως εκτός προδιαγραφών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Βάσει του Άρθρου 11(1)(στ) του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 (Ν. 102(Ι)/97), στα μέλη του εν λόγω Συμβουλίου περιλαμβάνεται και ο προϊστάμενος ή αντιπρόσωπος «του κατά περίπτωση ενδιαφερομένου υπουργείου, ανεξαρτήτου γραφείου ή υπηρεσίας». Στην προκείμενη περίπτωση μετείχε ο κ. Α. Παπάς, ως αντιπρόσωπος του Αρχηγού Αστυνομίας. Σύμφωνα με την άποψη των αιτητών, η Αστυνομία δεν είναι ανεξάρτητο γραφείο ή υπηρεσία. Υποδείχθηκε συναφώς ότι ο κ. Παπάς δεν παρέστη ως αντιπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, στο οποίο υπάγεται η Αστυνομία, και επομένως η παρουσία του ήταν παράνομη. Από πλευράς της Δημοκρατίας εξηγήθηκε ότι η Αστυνομία ήταν η ενδιαφερόμενη υπηρεσία αφού η Αστυνομία ήταν που προκήρυξε την εν λόγω Προσφορά. Έγινε παραπομπή στον Καν. 2 των περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικών) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 104/99) όπου ορίζεται ότι:
«'Ενδιαφερόμενη Υπηρεσία' σε σχέση με τη διενέργεια διαγωνισμού, σημαίνει το συγκεκριμένο υπουργείο, τμήμα ή υπηρεσία αυτού ή το ανεξάρτητο γραφείο ή υπηρεσία της Δημοκρατίας, που διενεργεί το συγκεκριμένο διαγωνισμό, είτε από μόνη της είτε για λογαριασμό του υπουργείου, τμήματος ή υπηρεσίας αυτού ή του ανεξάρτητου γραφείου ή υπηρεσίας.»
Είναι προφανές ότι βασικός άξονας του εν λόγω ορισμού είναι η ταύτιση του διενεργούντος τον συγκεκριμένο διαγωνισμό - εν προκειμένω η Αστυνομική Δύναμη - με την «ενδιαφερόμενη υπηρεσία» που συμμετέχει στο Συμβούλιο για την περίπτωση.
2. Ως προς τον αποκλεισμό της προσφοράς των αιτητών, το παράπονο τους είναι ολωσδιόλου αδικαιολόγητο. Είναι πρόδηλο ότι οι όροι για τους οποίους γίνεται λόγος ήταν ουσιώδεις. Πρόδηλο επίσης είναι ότι οι αιτητές δεν συμμορφώθηκαν, ενώ είχαν την υποχρέωση να συμμορφωθούν για να ήταν η προσφορά τους έγκυρη. Η άποψή τους ότι δεν χρειαζόταν εξειδίκευση των επίμαχων σημείων δεν είναι δυνατό να επικρατήσει έναντι της απαίτησης στους όρους προσφοράς για εξειδίκευση. Το πώς τελικά θα ερμηνευόταν ενδεχομένως η σύμβαση ασφάλισης στη μια περίπτωση ή στην άλλη, είναι ζήτημα που οι αιτητές δεν είχαν δικαίωμα να θέσουν και να συζητήσουν, απολήγει δε στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης θεωρητικό και δεν μπορεί να απασχολήσει.
Τέλος, το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται την άποψη των αιτητών πως παρεχόταν ούτως ή άλλως δυνατότητα να ζητούσε το Συμβούλιο διευκρινίσεις. Επρόκειτο για περίπτωση ουσιώδους παράβασης των όρων, και όχι κάποιας ασάφειας η οποία με την ανάλογη εξήγηση θα παρουσιαζόταν υπό άλλο φως.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Αιτητές.
Ν. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, ημερ. 23 Νοεμβρίου, 2000, με την οποία η Προσφορά Δ' 89/2000 για την ασφάλιση των πτητικών μέσων της Αστυνομίας κατακυρώθηκε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο Arthur J. Gallagher.
Υποβλήθηκαν από τρεις προσφοροδότες αντίστοιχες προσφορές. Τις μελέτησε σε πρώτο στάδιο η Επιτροπή Αξιολόγησης η οποία διαπίστωσε πως η μόνη εντός προδιαγραφών ήταν εκείνη του ενδιαφερομένου προσώπου. Επεσήμανε, σε σχέση με την προσφορά των αιτητών, ότι δεν συμπεριλάμβανε, όπως απαιτείτο από τους τεθέντες όρους, κινδύνους από «fire fighting» και «medical evacuation» ούτε και κάλυψη για τη μεταφορά αξιωματούχων του Κράτους και της Αστυνομίας. Στο έγγραφο της προκηρυχθείσας Προσφοράς, Μέρος ΙΙΙ, με τίτλο «RELEVANT PARTICULARS AND INSURANCE» διαλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα εξής, σχετικά με το ζήτημα:
«5A AIRCRAFT HULL AND LIABILITY INSURANCE
5A1. Interest : This Policy is to cover the Assured's aircraft as per schedule against all risks of Flight, Fire fighting, medical evacuation, Taxying and Ground/Rotors in Motion, Rotors not in Motion and their Legal Liability Bodily Injury, Property Damage, Passengers arising out of their operation and/or ownership of aircraft per aircraft schedule.
5A2. Liability Sum Insured: Hulls: Agreed values as per Aircraft Schedule. Liabilities: Combined Single Limit, Bodily Injury, Property Damage, Passenger Legal Liability, including Liability of employees Goverment officials and Police officials.
CYPRUS £10.000,00 any one person/occurrence/unlimited in all.»
Παραθέτω για σύγκριση το σχετικό μέρος της προσφοράς που υπέβαλαν οι αιτητές:
«INTEREST: To cover the Assured's Aircraft as per Schedule against All Risks of Flight. Taxying and Ground/Rotors in Motion, Rotors not in Motion, including Breach of Warranty as required and to cover the Assured's Legal Liability, Bodily Injury, Property Damage, Passenger and Passengers Baggage/Personal Effects arising out of the operation of said Aircraft.
SUM INSURED: Hulls:
Agreed Values as per Schedule.
Liabilities:
Combined Single Limit CY£10.000.000 any one person/occurrence/unlimited in all.»
Οι επισημάνσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης αναδεικνύονται ορθές. Ενόψει αυτών, το Συμβούλιο Προσφορών το οποίο εξέτασε την περίπτωση σε συνεδρία ημερ. 23 Νοεμβρίου 2000 κατέληξε ότι πράγματι η προσφορά των αιτητών, η οποία ήταν η χαμηλότερη, βρισκόταν εκτός προδιαγραφών και την απέκλεισε.
Οι αιτητές προβάλλουν, σε σχέση με τα επίμαχα σημεία, ότι η προσφορά τους ήταν πλήρως εντός προδιαγραφών. Με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου τους προσφέρεται η εξήγηση ότι:
«Στην ίδια την προσφορά αναφέρεται ότι οι αιτητές "αναλαμβάνουν να καλύψουν τα πτητικά μέσα έναντι οποιουδήποτε κινδύνου κλπ......".
ΟΠΩΣ ΑΠΑΙΤΕΙΤΟ "και να καλύπτουν την ευθύνη του ασφαλισμένου έναντι νομικής ευθύνης για τραύμα, ζημιά κλπ. που θα προκαλείται σε ΕΠΙΒΑΤΕΣ κ.λ.π. ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ του". Επισυνάπτεται η σχετική σελίδα της προσφοράς ως παράρτημα 1).
Αυτό σαφέστατα κάλυπτε τους κινδύνους κατά την πτήση κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δραστηριότητας που το πτητικό μέσον θα αναλάμβανε όπως προαπαιτείτο καθώς και τον οποιοδήποτε επιβάτη.
Άρα σαφέστατα κάλυπτε και την fire fighting & medical evacuation (οποιωνδήποτε δραστηριοτήτων) ως και την μεταφορά αξιωματούχων του κράτους και της αστυνομίας. (οποιωνδήποτε επιβατών)»
Προστίθεται εξάλλου ότι στην επιστολή ημερ. 19 Οκτωβρίου 2000, η οποία συνόδευε την προσφορά τους, βεβαίωναν πως καλύπτονταν όλα τα απαιτούμενα. Το σχετικό μέρος είχε ως εξής:
«We would like to confirm that all requirements contained within the tender 'D' 89/2000 are covered within the attached quotations.»
Εισηγούνται δε ότι:
«Έστω και αν θεωρούντο ασαφείς οι κίνδυνοι οι καθ' ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να ζητήσουν διευκρινίσεις κάτι που δεν έκαναν .......»
Η συνήγορος της Δημοκρατίας από τη δική της μεριά εισηγήθηκε πως τα επίδικα σημεία αφορούν ειδικές καλύψεις και πρέπει ρητά να αναφέρεται ότι παρέχονται αλλιώς δεν περιλαμβάνονται. Παρέπεμψε σχετικά στον τύπο ασφάλισης AVN 1C, τον οποίο οι ίδιοι οι αιτητές καθόρισαν στην προσφορά τους ως τον ισχύοντα, για να υποστηρίξει με αυθεντίες πως η γενική αναφορά σε όλους τους κινδύνους δεν σήμαινε παρά μόνο εκείνους που, κατόπιν ερμηνείας του αντικειμένου θεωρείται ότι το συνοδεύουν, με αβέβαια ενίοτε την έκβαση, και πως η γενίκευση δεν μπορούσε να υποκαταστήσει την εξειδίκευση. Υπέδειξε επιπλέον πως η συνοδευτική επιστολή δεν μπορούσε να επιδράσει στους όρους της προσφοράς.
Απασχόλησε σε μικρότερη έκταση και ένα άλλο ζήτημα η εξέταση του οποίου προηγείται. Αφορά τη σύνθεση ή ακριβέστερα εδώ τη συγκρότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών κατά τη συνεδρία που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Βάσει του άρθρου 11(1)(στ) του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 (Ν. 102(Ι)/97), στα μέλη του εν λόγω Συμβουλίου περιλαμβάνεται και ο προϊστάμενος ή αντιπρόσωπος «του κατά περίπτωση ενδιαφερομένου υπουργείου, ανεξαρτήτου γραφείου ή υπηρεσίας». Στην προκείμενη περίπτωση μετείχε ο κ. Α. Παπάς, ως αντιπρόσωπος του Αρχηγού Αστυνομίας. Σύμφωνα με την άποψη των αιτητών, η Αστυνομία δεν είναι ανεξάρτητο γραφείο ή υπηρεσία. Υποδείχθηκε συναφώς ότι ο κ. Παπάς δεν παρέστη ως αντιπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, στο οποίο υπάγεται η Αστυνομία, και επομένως η παρουσία του ήταν παράνομη. Από πλευράς της Δημοκρατίας εξηγήθηκε ότι η Αστυνομία ήταν η ενδιαφερόμενη υπηρεσία αφού η Αστυνομία ήταν που προκήρυξε την εν λόγω Προσφορά. Έγινε παραπομπή στον Καν. 2 των περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικών) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 104/99) όπου ορίζεται ότι:
«"Ενδιαφερόμενη Υπηρεσία" σε σχέση με τη διενέργεια διαγωνισμού, σημαίνει το συγκεκριμένο υπουργείο, τμήμα ή υπηρεσία αυτού ή το ανεξάρτητο γραφείο ή υπηρεσία της Δημοκρατίας, που διενεργεί το συγκεκριμένο διαγωνισμό, είτε από μόνη της είτε για λογαριασμό του υπουργείου, τμήματος ή υπηρεσίας αυτού ή του ανεξάρτητου γραφείου ή υπηρεσίας.»
Είναι προφανές ότι βασικός άξονας του εν λόγω ορισμού είναι η ταύτιση του διενεργούντος τον συγκεκριμένο διαγωνισμό - εν προκειμένω η Αστυνομική Δύναμη - με την «ενδιαφερόμενη υπηρεσία» που συμμετέχει στο Συμβούλιο για την περίπτωση. Τα όσα επιμέρους στον Κανονισμό περιγράφουν την «ενδιαφερόμενη υπηρεσία» θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να αντικρύζονται με ερμηνευτική ευρύτητα. Στο στάδιο των διευκρινήσεων ο συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε ότι σε τέτοια περίπτωση ο Κανονισμός θα πρέπει να θεωρηθεί ultra vires. Ζήτημα όμως ότι ο Κανονισμός εκβαίνει του ορίου της νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν τέθηκε και δεν θα το εξετάσω. Καταλήγω λοιπόν ότι η συμμετοχή του αντιπροσώπου της Αστυνομίας ήταν νόμιμη.
Ως προς τον αποκλεισμό της προσφοράς των αιτητών, το παράπονο τους είναι, κατά την άποψή μου, ολωσδιόλου αδικαιολόγητο. Είναι πρόδηλο ότι οι όροι για τους οποίους γίνεται λόγος ήταν ουσιώδεις. Πρόδηλο επίσης είναι ότι οι αιτητές δεν συμμορφώθηκαν ενώ είχαν την υποχρέωση να συμμορφωθούν για να ήταν η προσφορά τους έγκυρη. Η άποψή τους ότι δεν χρειαζόταν εξειδίκευση των επίμαχων σημείων δεν είναι δυνατό να επικρατήσει έναντι της, καθώς την αντιλαμβάνομαι, απαίτησης στους όρους προσφοράς για εξειδίκευση. Το πώς τελικά θα ερμηνευόταν ενδεχομένως η σύμβαση ασφάλισης στη μια περίπτωση ή στην άλλη είναι ζήτημα που οι αιτητές δεν είχαν δικαίωμα να θέσουν και να συζητήσουν, απολήγει δε στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης θεωρητικό και δεν μπορεί να απασχολήσει.
Τέλος, δεν συμμερίζομαι την άποψη των αιτητών πως παρεχόταν ούτως ή άλλως δυνατότητα να ζητούσε το Συμβούλιο διευκρινίσεις. Επρόκειτο, κατά την άποψή μου, για περίπτωση ουσιώδους παράβασης των όρων, και όχι κάποιας ασάφειας η οποία με την ανάλογη εξήγηση θα παρουσιαζόταν υπό άλλο φως.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.