ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 4 ΑΑΔ 664

18 Ioυλίου, 2002

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ,

Καθ' ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1085/2000)

 

Δεδικασμένο ― Παραβίαση ― Περιστάσεις παραβίασης του δεδικασμένου τόσο από πρωτόδικη όσο και από απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.

Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας ― Διορισμοί ― Αλλεπάλληλες επανεξετάσεις της πλήρωσης της θέσης Επιθεωρητή ― Διάτρητες αποφάσεις κατά παράβαση του δεδικασμένου των αντίστοιχων ακυρωτικών αποφάσεων.

Ο αιτητής προσέφυγε για τρίτη φορά, με την παρούσα προσφυγή, κατά του αναδρομικού διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Επιθεωρητή του Καθ'ου η αίτηση Συμβουλίου, ισχυριζόμενος κυρίως πολλαπλές παραβιάσεις του δεδικασμένου των ακυρωτικών αποφάσεων που οδήγησαν στην επίδικη τελευταία επανεξέταση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Κατά την επανεξέταση της 5.4.2000, το Κοινοτικό Συμβούλιο, σε συμμόρφωση με το υφιστάμενο δεδικασμένο, όφειλε να προχωρήσει στη διαδικασία επιλογής χωρίς να εκφεύγει από τα πλαίσια τα οποία αυτό διαμόρφωσε. Όμως, με βάση τα πρακτικά της συνεδρίας της 5.4.2000, το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν έπραξε κάτι τέτοιο.  Επιλέγοντας για τρίτη φορά το ενδιαφερόμενο μέρος λειτούργησε, σε μέγιστο βαθμό, έξω από τα πλαίσια του δεδικασμένου.  Η αιτιολογία την οποία έδωσε το κάθε μέλος το οποίο ψήφισε υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους όχι μόνο παραβιάζει το δεδικασμένο, αλλά πάσχει και λόγω νομικής και πραγματικής πλάνης, πέραν του ότι βασίζεται και σε εξωγενή κριτήρια.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κυριάκου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Χλώρακας (1995) 4(Α) Α.Α.Δ. 136,

Κυριάκου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Χλώρακας (1999) 3 Α.Α.Δ. 715.

Προσφυγή.

Κ. Κενεβέζος, για τον Αιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Καθ' ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 19.10.1991, το Συμβούλιο Βελτιώσεως Χλώρακας (το Συμβούλιο), με δημοσίευση στον ημερήσιο τύπο, προκήρυξε τη θέση Επιθεωρητή του Συμβουλίου, καθορίζοντας ως τελευταία προθεσμία υποβολής αιτήσεων την 30.10.1991.

Υποβλήθηκαν συνολικά πέντε αιτήσεις. Μεταξύ των αιτητών περιλαμβάνονταν ο Κυριάκος Κυριάκου (αιτητής) και ο Γεώργιος Τοουλιάς (ενδιαφερόμενο μέρος).

Με απόφασή του της 8.1.1992, το Συμβούλιο επέλεξε για διορισμό, και διόρισε στη θέση, το ενδιαφερόμενο μέρος, από 1.2.1992.

Με την Προσφυγή Αρ. 196/92 ο αιτητής πρόσβαλε το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, αντί αυτού. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε τον διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους για τους ακόλουθους, κυρίως, λόγους:

(α) Το Συμβούλιο παρανόμως και αδικαιολογήτως παρα-γνώρισε τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων βάσει των οποίων ο αιτητής κατετάγη πρώτος.

(β)                                                                                                                                    Το Συμβούλιο παρανόμως και αδικαιολογήτως παρα-γνώρισε το γεγονός πως και στην γενική βαθμολογία ο αιτητής κατετάγη πρώτος και άρα ήταν ο επικρατέστερος υποψήφιος για διορισμό στην επίδικη θέση.

(γ) Το Συμβούλιο παρανόμως και αδικαιολογήτως απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στα αποτελέσματα της προφορικής συνέντευξης.

(δ)                                                                                                                                              Οι λόγοι που τελικώς οδήγησαν στον διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση παρέμεναν άγνωστοι και δημιουργούσαν ερωτηματικά.»

(Βλ. Κυριάκου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Χλώρακας (1995) 4(Α) Α.Α.Δ. 136).

Στις 22.2.1995, το Συμβούλιο επανεξέτασε το θέμα και επαναδιόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος στην επίδικη θέση, και πάλι από 1.2.1992. Ο επαναδιορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους προσβλήθηκε από τον αιτητή με νέα προσφυγή, την 301/95, η οποία απορρίφθηκε πρωτόδικα, αλλά πέτυχε κατ' έφεση. Οι λόγοι για τους οποίους η Ολομέλεια ακύρωσε τον επαναδιορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους ήσαν οι ακόλουθοι:

(α)                                                                                                                                              Επειδή μεταξύ της 8/1/1992 (ημερομηνία του πρώτου ακυρωθέντος διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους) και της 22/2/1995 (ημερομηνία του επίσης ακυρωθέντος επαναδιορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους) άλλαξε η σύνθεση του Συμβουλίου, το Συμβούλιο δεν εδικαιούτο να λάβει υπ' όψιν τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης.

(β)                                                                                                                                              Παρά τις αντίθετες αναφορές του Συμβουλίου, με βάση το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου καμία υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα και πείρα προέκυπταν σε σύγκριση με τον αιτητή. Από ότι προέκυπτε από το διοικητικό φάκελο, από το 1982 έως το 1988, το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν απλώς μέτοχος σε εταιρεία χονδρικής πώλησης φθαρτών, με μισθό £400. Απέναντι τους υπήρχαν δεδομένα από σειρά επαγγελμάτων τα οποία άσκησε ο αιτητής.

(Βλ. Κυριάκου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Χλώρακας (1999) 3 Α.Α.Δ. 715).

Εν τω μεταξύ, από 9.7.1999, τέθηκε σε ισχύ ο περί Κοινοτήτων Νόμος 86(1)/99, σύμφωνα με τον οποίο η διοίκηση όλων των τοπικών υποθέσεων κάθε κοινότητας ανήκει πλέον στην αρμοδιότητα «Κοινοτικών Συμβουλίων», τα οποία δημιουργούνται από τον ίδιο νόμο. Περαιτέρω δε, σύμφωνα με το άρθρο 117, οποιοσδήποτε διορισμός ο οποίος έγινε από Συμβούλιο Βελτιώσεως, με βάση τις διατάξεις των νόμων οι οποίοι καταργούνται, ήτοι του περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου και του περί Χωρητικών Αρχών Νόμου, θεωρείται ότι έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Κοινοτήτων Νόμου 86(1)/99.

Στις 26.10.1999, οι δικηγόροι του αιτητή ζήτησαν από το Κοινοτικό, τώρα, Συμβούλιο Χλώρακας (το Κοινοτικό Συμβούλιο) την επανεξέταση του θέματος και, υπό το φως της απόφασης της Ολομέλειας στην Κυριάκου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Χλώρακας (1999) 3 Α.Α.Δ. 715, να προχωρήσουν στο διορισμό του αιτητή, αντί του ενδιαφερόμενου μέρους, στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 1.2.1992. Ελλείψει απάντησης ακολούθησαν άλλες τρεις επιστολές των δικηγόρων του αιτητή ημερομηνίας 19.11.1999, 27.12.1999 και 1.6.2000.

Τελικά, με επιστολή ημερομηνίας 26.3.2000, το Κοινοτικό Συμβούλιο πληροφόρησε τον αιτητή ότι, στις 5.4.2000, έγινε επανεξέταση του θέματος της πλήρωσης της επίδικης θέσης και αποφασίσθηκε ο επαναδιορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους, αναδρομικά από 1.2.1992.

Η πιο πάνω απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου είναι το αντικείμενο της παρούσας τρίτης προσφυγής του αιτητή.

Προβάλλονται, μεταξύ άλλων, ως λόγοι ακυρώσεως παραβίαση του ουσιαστικού δεδικασμένου, το οποίο προκύπτει από την πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση στην Κυριάκου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Χλώρακας (1995) 4(Α) Α.Α.Δ. 136, η οποία δεν εφεσιβλήθηκε, και από την ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας στην Κυριάκου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Χλώρακας (1999) 3 Α.Α.Δ. 715, πλάνη περί τον νόμο, πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη νόμιμης και επαρκούς αιτιολογίας.

Οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως ευσταθούν.

Τα ακόλουθα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην απόφαση Κυριάκου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Χλώρακας (1995) 4(Α) Α.Α.Δ. 136, και στην απόφαση της Ολομέλειας Κυριάκου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Χλώρακας (1999) 3 Α.Α.Δ. 715, συνιστούσαν δεδικασμένο:

(α) Ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ισάξιοι σε προσόντα.

(β) Ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν τουλάχιστο ισάξιοι σε πείρα.

(γ) Ο αιτητής υπερτερούσε του ενδιαφερόμενου μέρους στην διεξαχθείσα γραπτή εξέταση με βαθμό 82.5 έναντι 68.5 του ενδιαφερόμενου μέρους.

(δ)                                                                                                                                              Το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν εδικαιούτο να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης κατά την επανεξέταση.

Επομένως, κατά την επανεξέταση της 5.4.2000, το Κοινοτικό Συμβούλιο, σε συμμόρφωση με το πιο πάνω δεδικασμένο, όφειλε να προχωρήσει στη διαδικασία επιλογής χωρίς να εκφεύγει από τα πλαίσια τα οποία αυτό διαμόρφωσε. Όμως, ανατρέχοντας στα πρακτικά της συνεδρίας της 5.4.2000, διαπιστώνω ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν έπραξε κάτι τέτοιο. Επιλέγοντας για τρίτη φορά το ενδιαφερόμενο μέρος λειτούργησε, σε μέγιστο βαθμό, έξω από τα πλαίσια του δεδικασμένου. Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με τα πρακτικά της 5.4.2000, υπέρ του επαναδιορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους τάχθηκαν τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου Α. Αλεξίου, Ε. Σπύρου, Ε. Πενταράς και Α. Ιωάννου. Εναντίον τάχθηκε ο Χ. Κυπριανού, Κοινοτάρχης Χλώρακας. Η αιτιολογία την οποία έδωσε το κάθε μέλος το οποίο ψήφισε υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, όχι μόνο παραβιάζει το δεδικασμένο, αλλά πάσχει και λόγω νομικής και πραγματικής πλάνης, πέραν του ότι βασίζεται και σε εξωγενή κριτήρια. Αναλυτικότερα:

-    Ο Α. Αλεξίου, παρά την απόφαση της Ολομέλειας, βρίσκει υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του αιτητή σε προσόντα και πείρα, και αναφέρεται σε διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στην Ελλάδα «καθώς και σε άλλες δουλειές που του έδωσαν και την πείρα και τις δυνατότητες να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του Γραμματέα/Επιθεωρητή του Συμβουλίου», τη στιγμή που δεν προκύπτει από πουθενά κάτι τέτοιο, ούτε αναφέρεται κάτι τέτοιο στην αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους. Πρόσθετα, αφού τονίζει ότι ουδέποτε είδε τα γραπτά, τα οποία και θεωρεί «ανύπαρκτα γεγονότα», προχωρεί, και πάλι ενάντια στην απόφαση της Ολομέλειας, και λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, όπως τα εξετίμησε, επειδή έτυχε να συμμετέχει ως μέλος του Συμβουλίου το οποίο έλαβε την απόφαση η οποία ακυρώθηκε με την προσφυγή 196/92.

-    Ο Ε. Σπύρου, αφού αναφέρεται στην οκτάχρονη πραγματική υπηρεσία του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση, ως εχέγγυο ότι θα φέρει σε πέρας το έργο το οποίο θα του ανατεθεί με τον επαναδιορισμό, παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο την αρχή του «ουσιώδους χρόνου» κατά την επανεξέταση, προχωρεί, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο, στην διαπίστωση ότι «Σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα βλέπω ότι (το ενδιαφερόμενο μέρος) υπερτερεί του ανθυποψηφίου του».

-    Ο Ε. Πενταράς, αφού προβαίνει σε μια κριτική ανάλυση του προβλήματος καταλήγει, ενάντια στο δεδικασμένο, ως εξής:

«Το Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας δεν έχει την πολυτέλεια να συνεχίσει να λειτουργεί κάτω από την υφιστάμενη αναταραχή, ως εκ τούτου μετά από έντονο προβληματισμό, τάσσομαι υπέρ της πρόσληψης/επαναδιορισμού του κ. Γ. Τοουλιά, πιστεύοντας ότι έχει όλα τα απαιτούμενα προσόντα και τις δυνατότητες προς όφελος της εκπλήρωσης των καθηκόντων του, έχοντας επίγνωση της ευθύνης που προσωπικά αναλαμβάνω για εξεύρεση τρόπου ικανοποίησης σε κάποιο βαθμό του άλλους μέρους (ενάγοντος).»

-    Ο Α. Ιωάννου, και αυτός ενάντια στο δεδικασμένο, αλλά λαμβάνοντας υπόψη και παντελώς εξωγενή στοιχεία, αναφέρει και τα ακόλουθα προς υποστήριξη της επιλογής του υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους:

«Για μένα ο προβληματισμός ήταν το οικονομικό κόστος, να μην εμπλέξουμε την κοινότητα και το Συμβούλιο σε δυσάρεστες περιπέτειες. Κάμαμε αρκετές διαβουλεύσεις ίσως βρούμε μια λύση. Δυστυχώς αποτύχαμε.

Λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα και εννοώ τις επιστολές του κ. Τοουλιά ημερ. 17.1.2000 και 5.4.2000, ότι δηλ. αναλαμβάνει τα όσα τυχόν έξοδα και αποζημιώσεις ήθελε επιδικάσει το Δικαστήριο σε τυχόν νέα Προσφυγή, τάσσομαι υπέρ της πρόσληψης/επαναδιορισμού του κ. Τοουλιά διότι είναι για το συμφέρον της κοινότητας με την πείρα, τις ικανότητες και τις δυνατότητες που διαθέτει και σύμφωνα με τα έργα υποδομής που γίνονται και που είναι προγραμματισμένα από το Συμβούλιο να γίνουν, η παρουσία του κ. Τοουλιά στη θέση είναι προς όφελος της κοινότητας.»

Από τα πιο πάνω είναι, κατά την άποψή μου, πρόδηλο ότι η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου της 5.4.2000 λήφθηκε ενάντια στο δεδικασμένο το οποίο δημιουργήθηκε από τις αποφάσεις στην Κυριάκου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Χλώρακας (1995) 4(Α) Α.Α.Δ. 136 και στην Κυριάκου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Χλώρακας (1999) 3 Α.Α.Δ. 715, επιπλέον δε κάτω από πραγματική πλάνη και χωρίς νόμιμη και επαρκή αιτιολογία.

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση της 5.4.2000 για διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Επιθεωρητή του Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο