ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 582/00

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Παναγιώτη Μεσαρίτη από τη Λακατάμια

Αιτητή

Κυπριακής Δημοκρατίας διά του

Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων

Καθού η αίτηση

.................................

Ημερομηνία: 31 Δεκεμβρίου, 2002

Ο αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Για τον καθού η αίτηση: Λ.Χριστοδουλίδου (κα), Δικηγόρος της

Δημοκρατίας

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η προσφυγή έχει στόχο τις 17 φορολογίες κεφαλαιουχικών κερδών, οι οποίες προσδιορίζονται αριθμητικά στα δύο αιτήματα, Α και Β, της προσφυγής. Είχαν επιβληθεί με βάση τον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο αρ. 52/80, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 135/90. Αφορούσαν το κέρδος που πραγματοποίησε ο αιτητής από πώληση οικοπέδων ή μεριδίων οικοπέδων, τα οποία διέθεσε μεταξύ των ετών 1987 και 1991. Τα είχε αποκτήσει από τη διαίρεση, το 1984, του κτήματος με εγγραφή Β 1053, τεμ. 495, που βρίσκεται στην Κάτω Λακατάμια (του οποίου ήταν συνιδιοκτήτης κατά το 1/3 μερίδιο), σε 23 οικόπεδα.

Ακριβώς τα ίδια ή όμοια νομικά και πραγματικά ζητήματα εξέτασα στην προσφυγή με αρ. 702/00 Μιχάλης Μεσαρίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 13/9/02. Ας σημειωθεί ότι την προσφυγή χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Π. Μεσαρίτης, που είναι ο αιτητής στην κρινόμενη υπόθεση, και ότι οι φορολογικές υποχρεώσεις των τρίτων συνιδιοκτητών απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο σε άλλες προσφυγές. Στην προσφυγή που εκδίκασα, ο αιτητής (Μ. Μεσαρίτης) είχε προσβάλει τη φορολόγηση του για το κέρδος που απεκόμισε από την πώληση των οικοπέδων ή μεριδίων που έλαβε αναλογικά μετά το διαχωρισμό. Αντικείμενο εκείνης της προσφυγής ήταν οι φορολογίες με αριθ. 890001, 890002, 890003, 900001, 900002 και 930000.

Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής διαχώρισε τις φορολογίες, εντάσσοντας ορισμένες από αυτές στο αίτημα Α και τις υπόλοιπες στο αίτημα Β. Το Α αφορά - και προσβάλλει - τις φορολογίες με αριθμούς 89004, 930001, 900002, 900001, 890003, 890002, 890001, 910001. Είναι οι φορολογίες που επιβλήθηκαν από 1/1/89 και εντεύθεν. Διέπονται από το νομικό καθεστώς που διαμόρφωσε ο ν. 135/90, ο οποίος τροποποίησε το βασικό νόμο 52/80. Ενώ το αίτημα Β σχετίζεται με τις πωλήσεις που έγιναν πριν το 1989. Πρόκειται για τις φορολογίες με τους παρακάτω αριθμούς 88002, 88004, 88001, 870004, 870002, 870003, 870005, 880003 και 870001. Παρέθεσα όλους τους αριθμούς γιατί και από αυτούς προκύπτει η στενή αλληλεξάρτηση των προσφυγών.

Η αξίωση που αφορά και τις δύο ομάδες φορολογιών είναι πανομοιότυπη με το αίτημα θεραπείας της άλλης προσφυγής, δηλαδή, για δήλωση του δικαστηρίου ότι οι πράξεις και/ή αποφάσεις του καθού η αίτηση (Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων) να μην ανακαλέσει και/ή ακυρώσει και/ή αναθεωρήσει τις παραπάνω διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις του προς την κατεύθυνση εκείνη, είναι άκυρες εξ υπαρχής και δεν επέφεραν έννομα αποτελέσματα.

Όπως και στην προηγούμενη προσφυγή η κατ' ισχυρισμό παράλειψη του καθού διαπλέκεται με τους παρακάτω ισχυρισμούς του αιτητή:

  1. ότι ο φόρος υπολογίστηκε πάνω σε λανθασμένη βάση αναφορικά με την αξία των οικοπέδων κατά τον κρίσιμο χρόνο, όπως ρητά αποδοκίμασε η νομολογία σε ανάλογες περιπτώσεις. Και παρόλο που μετά τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις ο καθού άρχισε να εφαρμόζει σωστά το νόμο, εντούτοις παρέλειψε να ανακαλέσει ή τροποποιήσει τις επιβληθείσες φορολογίες. Αυτή του δε η συμπεριφορά συνιστά, κατά τον αιτητή πάντοτε, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Επομένως, δεν εγείρεται υπό οποιεσδήποτε συνθήκες θέμα εκπροθέσμου της προσφυγής.
  2. Ότι κατά το έτος 1987 είχε υποβάλει ένσταση (αφορούσε όμως την πώληση άλλων οικοπέδων) κατά των φορολογιών 860001 έως 860009 για τη διάθεση οικοπέδων που προήλθαν από τον ίδιο διαχωρισμό. Με την ένσταση αμφισβητήθηκε η αξία του διαχωρισθέντος κτήματος κατά την κρίσιμη ημερομηνία, δηλαδή, την 27/6/78 και προβλήθηκε ότι αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερη, πρόταση που έγινε εν μέρει δεκτή, όταν αποφασίστηκε η ένσταση το Μάρτιο του 1999. Με αποτέλεσμα την αναθεώρηση των φορολογιών με βάση τη ψηλότερη εκτίμηση της αξίας που έγινε δεκτή.

Ήταν η θέση του αιτητή ότι ο καθού όφειλε να ανακαλέσει ή αναθεωρήσει και τις άλλες φορολογίες (μεταξύ των οποίων και τις επίδικες) έστω και αν δεν υποβλήθηκε, όπως είναι παραδεκτό, σχετική ένσταση. Ας διευκρινιστεί ότι και οι δύο πιο πάνω λόγοι προβλήθηκαν σε σχέση με τις φορολογίες υπό (Α), ενώ για τις φορολογίες υπό (Β) (που εφαρμόσθηκε το αρχικό νομοθετικό πλαίσιο) αναπτύχθηκε μόνο ο λόγος που στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν υπήρξε τροποποίηση μετά την αναθεώρηση της αξίας.

Πρέπει να λεχθεί ότι αναφορικά με τη φορολογία αρ. 910001 έγινε ένσταση στις 21.1.00, δηλαδή, τρία περίπου χρόνια μετά την επιβολή και κοινοποίηση της. Στις άλλες έγινε στις 9/3/00. Ο καθού απάντησε με επιστολές ημερ. 25/1/00 και 5/7/00 αντίστοιχα ότι η ένσταση δεν μπορούσε να εξετασθεί, αφού αυτή δεν κατατέθηκε μέσα στα χρονικά περιθώρια που ορίζουν τα άρθρ. 20(1) και 21(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978. Μέχρις εδώ υπάρχουν τα κοινά θέματα με την προηγούμενη μου απόφαση.

Διαφορά παρουσιάζεται ως προς τη φορολογία 910001. Ο αιτητής αφιερώνει ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος της αγόρευσης του σ' αυτή. Είναι η θέση του συνοπτικά ότι διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες διότι υποβλήθηκε το σχετικό έντυπο δήλωσης διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας και καταβλήθηκε το ποσό του φόρου. Κατά την εισήγηση του ένσταση χωρεί μόνο κατά της ειδοποίησης επιβολής, ενώ εδώ πρόκειται για αυτοφορολογία. Αφού λοιπόν δεν είχε δικαίωμα ένστασης, δεν υπάρχει θέμα εκπρόθεσμης υποβολής ένστασης, που ήγειρε ο καθού ως προδικαστικό.

Σε σχέση με την παραπάνω δήλωση διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας, που υποβάλλεται με βάση το άρθρο 12 του ν. 52/80, όπως τροποποιήθηκε, ο αιτητής υποστήριξε περαιτέρω ότι αποτελεί το πρώτο και προκαταρκτικό στάδιο για την τελική επιβολή φορολογιών από τον καθού. Επομένως, όπως το θέτει, ο καθού παραλείπει να εκτελέσει καθήκον επιβεβλημένο από το νόμο, δηλαδή, της επιβολής τελικής φορολογίας. Τέλος, ο αιτητής άσκησε σφοδρή κριτική των διατάξεων του ν. 135/90 χωρίς όμως να θέτει θέμα αντισυνταγματικότητας.

Έχω ήδη παρατηρήσει ότι ο καθού υπέβαλε προδικαστικό θέμα ότι ο αιτητής δεν υπέβαλε εμπρόθεσμα την απαιτούμενη από το νόμο ένσταση, που αποτελεί την προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής. Εκτός από αυτή ήγειρε ακόμη δύο προδικαστικές ενστάσεις ότι η παρούσα είναι εκπρόθεσμη και ότι ο αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος να ασκήσει προσφυγή γιατί πλήρωσε ανεπιφύλακτα τα ποσά των φορολογιών. Ο αιτητής είχε καταβάση τις ίδιες θέσεις που διατύπωσε στην άλλη διαδικασία.

Στην υπόθεση Μιχάλης Μεσαρίτης ουσιαστικά αποδέχθηκα τις ενστάσεις που πρόβαλε η Δημοκρατία, αφού αναφέρθηκα και σε τρεις άλλες αποφάσεις συναδέλφων, που έκριναν ταυτόσημα ή όμοια θέματα σε προσφυγές συνιδιοκτητών του ιδίου κτήματος. Και απέρριψα την προσφυγή. Οι απαντήσεις που έδωσα στην απόφαση μου ημερ. 13/9/02 ισχύουν και γιαυτή την περίπτωση. Δε χρειάζεται να τις επαναλάβω. Υιοθετώ για το σκοπό αυτό τις σελ. 5, 6 και 7 της εν λόγω απόφασης, η οποία ας θεωρηθεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσης.

Αναφορικά με τη φορολογία με αρ. 910001 θα υπενθυμίσω ότι το ποσό του φόρου υπολογίστηκε από τον ίδιο τον αιτητή, με βάση στοιχεία που ο ίδιος εκούσια παρέσχε χωρίς καμιά επιφύλαξη. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν είναι νοητό να διατηρεί έννομο συμφέρον να πλήξει με προσφυγή ό,τι ο ίδιος αποδέχθηκε και εισηγήθηκε. Τίποτε δεν τον εμπόδιζε να διαφοροποιήσει, όπως ο ίδιος έκρινε, τα οικονομικά δεδομένα με βάση τα οποία θα πλήρωνε το φόρο.

Δε βρίσκω να έχει οποιοδήποτε έρεισμα και η προσφυγή αυτή, την οποία και απορρίπτω με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

/Κας


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο