ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 132/2002
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Κυριάκου Κυριάκου, από τα Λειβάδια Λάρνακας
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Διοικητή 293 Τάγματος Πεζικού
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
28 Νοεμβρίου 2002
Για τον Αιτητή: κ. Σ. Οικονομίδης.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Κ. Σταυρινός, δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Αιτητής είναι Λοχίας του Στρατού από το 1991 και υπηρετεί στο 293 Τάγμα Πεζικού. Στις 9.11.2001 ο Υποδιοικητής του Τάγματος υπέβαλε προς το Διοικητή την ακόλουθη αναφορά
:"1. Αναφέρω ότι, στις 090750Νοε01, στον χώρο αναφοράς της Μονάδας κάλεσα τον Μ.Λοχ. Κυριάκου Κυριάκο, και του είπα ότι μέχρι τις 0930 να μου παραδώσει την κατάσταση που του έδωσα στις 24Οκτ01 και αφορούσε τον Εφ. Κυριάκου Ανδρέα.
2. Στις 090755Νοε01 ο ποιο πάνω στέλεχος, ήρθε και μου έφερε το έντυπο ανυπόγραφο. Όταν του είπα να μου το φέρει υπογραμμένο μέχρι τις 0930 τότε αυτός με αναστρατιωτικό τρόπο ετσαλάκωσε το έντυπο και το έριξε στον κάλαθο σκουπιδιών, προστά μάλιστα στους οπλίτες της Μονάδας μειώνοντας με αυτό τον τρόπο τον κύρο μου σαν υποδιοικητή της μονάδος."
Κατόπιν τούτου στις 20.11.2001 ο Διοικητής του Τάγματος με έγγραφο του κάλεσε τον Αιτητή σε διοικητική απολογία μέχρι 22.11.2001 σε σχέση με την εν λόγω καταγγελία. Είναι η θέση του Αιτητή ότι το εν λόγω έγγραφο παρέμεινε στο γραφείο του Τάγματος χωρίς οι Αιτητής να ενημερωθεί για να το παραλάβει. Η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι ο αξιωματικός του 1ου Γραφείου κάλεσε τον Αιτητή να παραλάβει το εν λόγω έγγραφο και ο Αιτητής αρνήθηκε να το παραλάβει, οπότε ο εν λόγω Αξιωματικός παρέδωσε το έγγραφο στον Υποδιοικητή ο οποίος επίσης κάλεσε τον Αιτητή να το παραλάβει και ο Αιτητής και πάλι αρνήθηκε. Στις 22.11.2001 ο Διοικητής τιμώρησε τον Αιτητή:
"με 5νθήμερη φυλάκιση διότι στις 09 07:50 Νοε 01 του ζητήθηκε από τον Υπκτη της Μονάδος να υπογράψει βεβαιώσεις εφέδρων δεν έπραξες τούτο, αλλά τις πήρε τις τσαλάκωσε και τις πέταξε στο κάλαθο των αχρήστων επιδεικνύοντας ανωριμότητα και έλλειψη στρατιωτικής αγωγής."
Στις 27.11.2002 ο Διοικητής επίσης τιμώρησε τον Αιτητή:
"Με 5νθήμερη φυλάκιση διότι σε απολογία που του δόθηκε για το παράπτωμα που διέπραξε στις 09 Νοε. 01 (Η.Δ.Τ 22 Νοε 01) δεν απάντησε αλλά και ούτε παρέλαβε το συγκεκριμένο φάκελο από το 1ο Γραφείο της Μονάδος γνωρίζοντας προφανώς τι περιείχε εντός αυτού."
Η προσφυγή προσβάλλει και προσβάλλει μόνο, όπως τονίζεται, την απόφαση της 27.11.2001, έχοντας αποδεχθεί ο Αιτητής την τιμωρία που του επεβλήθη με την άλλη απόφαση της 22.11.2001.
Βασική εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή είναι ότι η ενέργεια για την οποία τιμωρήθηκε ο Αιτητής, δηλαδή η παράλειψη παραλαβής του εγγράφου με το οποίο καλείτο σε απολογία και υποβολή απολογίας, δεν συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα σύμφωνα με τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς του 1964 (ΔΠ554/64), ο Κανονισμός 3 των οποίων προνοεί:
"3. Παν μέλος διαπράττει πειθαρχικόν παράπτωμα (εν τοις εφεξής αναφερόμενον εν τοις παρούσι Κανονισμοίς ως «παράπτωμα») εάν διαπράξη αδίκημά τι εναντίον του Νόμου ή των παρόντων Κανονισμών ή οιουδήποτε άλλου εκάστοτε ισχύοντος Νόμου ή οιονδήποτε των παραπτωμάτων άτινα εκτίθενται εν των πρώτω Πίνακι των παρόντων Κανονισμών (εν τοις εφεξής αναφερομένω ως «Πειθαρχικός Κώδιξ»)."
Ούτε στο Νόμο (περί Εθνικής Φρουράς Νόμος του 1960) ούτε στους εν λόγω Κανονισμούς, λέγει ο κ. Οικονομίδης, υπάρχει πρόνοια που να καθιστά αδίκημα ή παράπτωμα την εν λόγω ενέργεια του Αιτητή, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει το αναγκαίο υπόβαθρο για την καταδίκη του.
Η απάντηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία είναι ότι η εν λόγω ενέργεια του Αιτητή συνιστούσε πειθαρχικό παράπτωμα καθ΄όσον ενέπιπτε στα πλαίσια του Πρώτου Πίνακα, Πειθαρχικός Κώδιξ, Κανονισμοί (1), (2)(α), (3)(α) και (19)(1)(2) και συνίστατο σε άρνηση συμμόρφωσης προς διαταγή του Διοικητή να παραλάβει το σχετικό έγγραφο.
Δεν μου φαίνεται τα πράγματα να είναι όπως εισηγείται ο κ. Σταυρινός. Ο Πειθαρχικός Κώδιξ ορίζει πολύ συγκεκριμένα πειθαρχικά παραπτώματα στα πλαίσια των οποίων είναι δύσκολο να θεωρηθεί ότι εμπίπτει η παράλειψη παραλαβής εγγράφου καλούντος σε απολογία. Κατ΄αρχή, ο κ. Σταυρινός αναφέρεται σωρηδόν στους Κανονισμούς (1), (2)(α), (3)(α) και (19)(1)(2) ως να επρόκειτο για ένα παράπτωμα, ενώ κάθε ένας από τους εν λόγω Κανονισμούς θεσμοθετεί και χωριστό παράπτωμα. Είναι λοιπόν αναγκαίο να εξειδικεύεται σε ποιο κανονισμό υποτίθεται ότι βασίσθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Έπειτα, οι ίδιοι οι εν λόγω Κανονισμοί δεν φαίνονται να είναι σχετικοί. Ο Κανονισμός (1) αναφέρεται σε αναξιοπρεπή και ανοίκειο συμπεριφορά, την οποία εξειδικεύει ως ενέργεια "κατά τρόπον προκαλούντα αταξίαν, ή κατά τρόπον επιβλαβή διά την πειθαρχίαν, ή κατά τρόπον όστις είναι εύλογον και πιθανόν ότι θα προσβάλη την υπόληψιν της Δυνάμεως." Είναι προφανές ότι είναι άλλη η εμβέλεια του. Ο Κανονισμός (2) αναφέρεται σε ανυποταξία ή καταπίεση, οι δε επί μέρους πρόνοιες είναι φανερό ότι εξυπακούουν θετική ενέργεια συγκεκριμένης έκφρασης και όχι απλώς παράλειψη παραλαβής ενός εγγράφου όπως στην προκειμένη περίπτωση. Ο Κανονισμός 3 αναφέρεται σε αμέλεια καθήκοντος, και είναι προφανές από την εξειδίκευση του ότι καλύπτει μόνο αμέλεια ουσιαστικού καθήκοντος ως προς τους όρους υπηρεσίας του μέλους. Ο δε Κανονισμός 19(1)(2) αναφέρεται σε έλλειψη υποταγής και παράλειψη συμμόρφωσης προς τις Γενικές Διαταγές του Διοικητή. Είναι σε αυτό τον Κανονισμό που ο κ. Σταυρινός φαίνεται μάλλον να προσαρμόζει την εισήγησή του, αφού αναφέρεται σε άρνηση συμμόρφωσης προς διαταγή του Διοικητή. Ο Κανονισμός 19(2) όμως αναφέρεται στις Γενικές Διαταγές του Διοικητή, που είναι άλλο πράγμα. Ακόμα όμως και αν εξετάζετο το πράγμα ως άρνηση συμμόρφωσης προς διαταγή γενικά, είναι ορθή η παρατήρηση του κ. Οικονομίδη ότι δεν κατεδείχθη η ύπαρξη οποιασδήποτε διαταγής αυτής καθ΄αυτής προς τον Αιτητή να παραλάβει το έγγραφο. Σημειώνω μάλιστα ότι, ως προς τα γεγονότα, η μεν Δημοκρατία λέγει ότι ο Αιτητής ειδοποιήθηκε να παραλάβει το έγγραφο ο δε Αιτητής λέγει ότι ουδείς τον ειδοποίησε. Εφ΄όσον υπάρχει διαφορά επ΄αυτού και δεν προσεφέρθη μαρτυρία, δεν μπορεί να θεωρήσω δεδομένη τη θέση της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται καν ότι ο Αιτητής εκλήθη να παραλάβει το έγγραφο, ανεξάρτητα από το αν η κλήση αυτή, αν υπήρχε, θα μπορούσε να θεωρηθεί διαταγή ή όχι.
Συμφωνώ όμως και με τη δεύτερη εισήγηση του κ. Οικονομίδη, ότι ο Αιτητής τιμωρήθηκε για παράπτωμα χωρίς προηγουμένως να κληθεί σε απολογία. Είναι δεδομένο ότι ο Αιτητής εκλήθη σε απολογία μόνο για το παράπτωμα για το οποίο του επεβλήθη η τιμωρία που περιέχεται στην απόφαση της 22.11.2001 και ουδέποτε εκλήθη σε απολογία για το παράπτωμα για το οποίο του επεβλήθη η τιμωρία που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση της 27.11.2001. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο δεν εκλήθη σε απολογία για το εν λόγω παράπτωμα, ώστε να εδικάσθη και να ετιμωρήθη χωρίς να ακουσθεί, αλλά δεν κατηγορήθηκε καν για το εν λόγω παράπτωμα. Και αν ακόμα τα γεγονότα απεκάλυπταν ότι ο Αιτητής αρνήθηκε ή παρέλειψε να παραλάβει το εν λόγω έγγραφο, ήταν προϋπόθεση της καταδίκης του, αν τούτο συνιστούσε παράπτωμα, να είχε κατηγορηθεί γι΄αυτό και να του είχε παρασχεθεί η ευκαιρία να ακουσθεί, ώστε να τηρούντο οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης που διέπουν το πράγμα. Παρατηρώ, καταλήγοντας, ότι δεν είναι άξιο απορίας το ότι η εισήγηση αυτή του κ. Οικονομίδη μένει ανταπάντηση από τον κ. Σταυρινό στην αγόρευσή του, παραπέμποντας απλώς στην παράλειψη παραλαβής του σχετικού εγγράφου με το οποίο ο Αιτητής εκαλείτο σε απολογία για το ουσιαστικό παράπτωμα, αφού απάντηση θα ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με £400 έξοδα.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π