ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 366/2001
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Ανδρέα Κ. Μαρμαρά, από την Πάφο
Αιτητή
- και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω
Καθ΄ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 10.10.2002Για τον αιτητή: κα Ε. Γαβριήλ για κ. Ι. Νικολάου.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 21.7.1979, ο αιτητής, τότε Αστυφύλακας, βρέθηκε ένοχος, ύστερα από παραδοχή, του πειθαρχικού αδικήματος της απουσίας από την υπηρεσία του χωρίς άδεια, με αποτέλεσμα να του επιβληθεί η ποινή του «εξαναγκασμού σε παραίτηση». Στις 6.8.1979 ο αιτητής ζήτησε από το Υπουργικό Συμβούλιο να του χορηγηθούν τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα πλην, όμως, το Υπουργικό Συμβούλιο με την υπ΄αρ. 20.489 απόφασή του, της 18.6.1981, απέρριψε το αίτημα. Ο αιτητής πρόσβαλε την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την υπ΄αριθμό 316/81 προσφυγή η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 8.3.1984. (Βλέπε Constantinou v. The Republic (1984) 3 CLR 456). Μετά πέντε περίπου χρόνια, στις 6.2.1989, ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτηση για συνταξιοδοτικά ωφελήματα η οποία και πάλι απορρίφθηκε (προφανώς χωρίς να τεθεί ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου) ο δε αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.1989. Αφού παρήλθαν άλλα δέκα χρόνια, με επιστολή του προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (μέσω του Επιτρόπου Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα), ημερομηνίας 20.12.1999, ο αιτητής ζήτησε επανεξέταση του θέματος της παραχώρησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, αφού ζήτησε και τις απόψεις του Αρχηγού Αστυνομίας, με επιστολή του ημερομηνίας 14.6.2000, έθεσε το θέμα ξανά ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου. (Βλ. Παράρτημα «Χ» στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή). Το Υπουργικό Συμβούλιο, όμως, με την υπ΄αρ. 52.845 απόφασή του της 13.12.2000, επιβεβαιώνοντας την υπ΄αριθμό 20.489 απόφαση της 18.6.1981, απέρριψε το αίτημα. Η απόφαση 52.845 έχει επί λέξει ως εξής:
«
Αίτημα του πρώην αστυφύλακα Ανδρέα Κωνσταντίνου Μαρμαρά για παραχώρηση συντάξεως ή αποζημιώσεως.(Αρ. Πρότασης 1557/2000).
39. Το Συμβούλιο αποφάσισε να επαναβεβαιώσει την Απόφασή του με αρ. 20.489 και ημερ. 18.6.1981 και να απορρίψει το αίτημα του πρώην αστυφύλακα Ανδρέα Κωνσταντίνου Μαρμαρά για παραχώρηση συντάξεως ή αποζημιώσεως.»
Ακολούθως, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με επιστολή του προς τον Επίτροπο Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα, ημερομηνίας 15.2.2001, τον ενημέρωσε για την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 13.12.2000 κοινοποιώντας την ίδια επιστολή και στον αιτητή. Η επιστολή είχε ως εξής:
«Επίτροπο Προεδρίας
για Ανθρωπιστικά Θέματα,
Αναφέρομαι στις επιστολές σας με ημερομηνίες 5 Ιανουαρίου 2000 και 4 Μαίου 2000 και αρ. φακ. σας Υ.Α.11.13.02 και Υ.Α.12.4.01 και σας πληροφορώ ότι το Υπουργικό Συμβούλιο αφού επανεξέτασε το αίτημα του κ. Μαρμαρά για παραχώρηση συντάξεως, προχώρησε σε απόρριψη του.
Σας επισυνάπτω αντίγραφο της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 52.845, ημερομηνίας 13.12.00.
Με εκτίμηση,
Μαρία Παπαϊωάννου,
Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
Για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Κοιν.: Κύριο Ανδρέα Κ. Μαρμαρά,
Νέα Συνοικία 16,
8016 Πάφος»
Το περιεχόμενο της επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας της 15.2.2001 είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Οι προδικαστικές ενστάσεις.
Ο δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση πρόβαλε δύο προδικαστικές ενστάσεις:
(α) Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή ως πληροφοριακού περιεχομένου. Σύμφωνα με την εισήγησή του, με την επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας της 15.2.2001 ο αιτητής πληροφορείται «για το ποια ήταν η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 13.12.2000 με αρ. 52.845». Και, επομένως, «η προσβαλλόμενη πράξη θα έπρεπε να είναι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 13.12.2000 με αρ. 52.845».
(β) Αν ήθελε θεωρηθεί ότι με την προσφυγή όντως προσβάλλεται η υπ΄ αρ. 52.845 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 13.12.2000, τότε και πάλι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή ως βεβαιωτική της υπ΄αρ. 20.489 απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου της 18.6.1981.
Και οι δύο ενστάσεις είναι αβάσιμες. Η μεν πρώτη διότι από το αιτητικό της προσφυγής είναι πρόδηλο ότι προσβάλλεται η υπ΄αρ. 52.845 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου «που γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας με ημερομηνία 15.2.2001». Η δε δεύτερη διότι η υπ΄αρ. 52.845 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου λήφθηκε ύστερα από την νέα έρευνα την οποία διεξήγαγε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και τη διαπίστωση του ότι η υπ΄αρ. 20.489 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν αποτέλεσμα ουσιώδους πραγματικής πλάνης, λόγω μη δέουσας έρευνας, εφόσον, τότε (18.6.1981), θεωρήθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο ως «παρόμοιας φύσεως υποθέσεις» τέσσερις εντελώς διαφορετικής φύσεως υποθέσεις όπου δεν είχαν παραχωρηθεί συνταξιοδοτικά ωφελήματα στους ενδιαφερομένους. Η μια υπόθεση αφορούσε κάποιον Τ. Αγιομαμίτη, ο οποίος είχε καταδικαστεί από Ποινικό Δικαστήριο σε δίμηνη φυλάκιση για κλοπή αυτοκινήτου και είχε
και τέσσερις προηγούμενες πειθαρχικές καταδίκες. Η άλλη αφορούσε κάποιον Χ. Σάββα, ο οποίος είχε καταδικαστεί από Ποινικό Δικαστήριο για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και είχε βεβαρημένο πειθαρχικό μητρώο. Η τρίτη αφορούσε κάποιον Λ. Σάββα, ο οποίος είχε καταδικαστεί από Ποινικό Δικαστήριο για παράνομη συνάθροιση και οχλαγωγία και είχε βεβαρημένο πειθαρχικό μητρώο. Η δε τέταρτη αφορούσε κάποιον Κ. Πλατρίτη, ο οποίος είχε καταδικαστεί από Ποινικό Δικαστήριο για οικειοποίηση ποσού £150.Η ουσία της προσφυγής
.Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι η υπ΄αρ. 52845 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 13.12.2000, είναι αναιτιολόγητη με την έννοια ότι απλώς εμμένει στην υπ΄αρ. 20.489 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 18.6.1981, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση των λόγων της εμμονής αυτής.
Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Από τα στοιχεία τα οποία έθεσε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ήταν σαφές ότι η υπ΄αρ. 20.489 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν, για τους λόγους που εξήγησε, προϊόν ουσιώδους πραγματικής πλάνης. Τούτου δοθέντος, το Υπουργικό Συμβούλιο, απηλλαγμένο πλέον της πλάνης, όφειλε να επανεξετάσει το αίτημα του αιτητή και, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, να αποφασίσει κατά πόσο θα παρείχε ή όχι στον αιτητή συνταξιοδοτικά ωφελήματα και για ποιους λόγους. Δεν έπραξε κάτι τέτοιο. Από το κείμενο της υπ΄αρ. 52.845 απόφασής του είναι πρόδηλο ότι, χωρίς να λάβει υπόψη και αξιολογήσει τα νέα ουσιώδη στοιχεία τα οποία προέκυψαν από την έρευνα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, απλώς «επαναβεβαίωσε» την υπ΄αρ. 20.489 απόφασή του της 18.6.1981.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ως αναιτιολόγητη. Με έξοδα υπέρ του αιτητή.
Ρ. Γαβριηλίδης
Δ.
/ΧΤΘ