ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 323/2000

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 25, 28, 32, 35, 146 και 148 του Συντάγματος

Μεταξύ

1. Κυριάκου Δρουσιώτη από την Πάφο

2. Ελευθέριου Ιωσηφάκη από τη Λάρνακα

3. Τάσου Αναστασίου από τη Λεμεσό

4. Σάββα Κασπαρή από τη Λευκωσία

5. Φώτη Φωτίου από τη Λάρνακα

6. Γεώργιου Κίττου από το Παραλίμνι

7. Παναγιώτη Σωτηρίου από το Παραλίμνι

8. Ελευθέριου Τρίαρου από το Παραλίμνι

9. Λούη Λοΐζου από τη Λεμεσό

10. Γεώργιου Παπαδημήτρη από τη Λεμεσό

11. Όμηρου Αλεξάνδρου από τη Λεμεσό

12. Γερολέμη Γερολέμη από τη Λάρνακα

13. Κώστα Μηνά από τη Λάρνακα

14. Χρίστου Μιλτιάδους από την Πάφο

15. Σωτήρη Σωτηρίου απότην Πάφο

16. Αντώνη Άσσου από την Πάφο

17. Τάκη Παναγή από τη Λάρνακα

Αιτητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Υπουργικού Συμβουλίου

Καθού η αίτηση

-------------------------------

Ημερομηνία: 21 Οκτωβρίου, 2002

Για τους αιτητές: Αλ. Κουντουρή (κα) για Τ. Παπαδόπουλο

Για το καθού η αίτηση: Ε. Αντωνίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

-------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 5/4/95 οι αιτητές, πλην ενός, του Αντώνη Άσσου αιτητή αρ. 16, που ήταν τότε μέλη του υπό ίδρυση Συνδέσμου Πτυχιούχων Εγκεκριμένων Λογιστών-Ελεγκτών Κύπρου, υπέβαλαν, μέσω δικηγόρου, αίτημα στο καθού η αίτηση Υπουργικό Συμβούλιο για την παραχώρηση δικαιώματος ελέγχου και δημόσιων εταιρειών. Φαίνεται ότι η επαγγελματική τους αρμοδιότητα περιοριζόταν στον έλεγχο εταιρειών άλλων από τις δημόσιες, καθώς και στην ετοιμασία φορολογικών δηλώσεων. Φαίνεται επίσης ότι σε μεταγενέστερο χρόνο ο παραπάνω σύνδεσμος έτυχε εγγραφής. Ας σημειωθεί ότι οι αιτητές ήταν πτυχιούχοι της σχολής γνωστής με το ακρωνύμιο Α.Σ.Ο.Ε.Ε., εκτός από δύο. Ο ένας ήταν απόφοιτος της Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης και ο άλλος είχε τίτλο ΒΒΑ Αμερικανικού Πανεπιστημίου. Ας σημειωθεί ότι ο αιτητής Χρίστος Μιλτιάδους (αρ.14) ζήτησε να αποσύρει την προσφυγή του και ότι στις 6.3.00 το Δικαστήριο την απέρριψε.

Το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφαση του αρ. 44.402, υιοθετώντας εισήγηση Συμβουλευτικής Επιτροπής, απέρριψε το αίτημα για αναγνώριση του προσόντος τους για σκοπούς ελέγχου δημόσιων εταιρειών. Ο λόγος γιαυτό ήταν ότι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρ. 155.1 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο έχει ως εξής:

"155 (1) Πρόσωπο δεν έχει τα προσόντα για να διοριστεί ελεγκτής εταιρείας εκτός αν -

(α) είναι μέλος σώματος ελεγκτών που ιδρύθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και που είναι αναγνωρισμένο κατά τον ουσιώδη χρόνο από το Υπουργικό Συμβούλιο για τους σκοπούς της διάταξης αυτής. ή

(β) είναι εξουσιοδοτημένο κατά τον ουσιώδη χρόνο από το Υπουργικό Συμβούλιο είτε διότι κατέχει παρόμοια προσόντα που αποχτήθηκαν εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου είτε ότι απόκτησε ικανοποιητική γνώση και πείρα είτε κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του από μέλος σώματος αναγνωρισμένων λογιστών για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου αυτού είτε εξαιτίας της άσκησης του επαγγέλματος του λογιστή στη Δημοκρατία πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού:

Νοείται ότι το εδάφιο αυτό δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση ιδιωτικής εταιρείας που κατά το χρόνο διορισμού του ελεγκτή είναι εξαιρούμενη ιδιωτική εταιρεία."

Αμφισβητήθηκε ωστόσο η νομιμότητα της απόφασης με τις προσφυγές αρ. 772/96 και 490/96 Στ. Στεφάνου κ.α. ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 10/9/98. Το Ανώτατο Δικαστήριο τους δικαίωσε. Η απορριπτική απόφαση ακυρώθηκε. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι καθών η αίτηση:

"δεν ερεύνησαν ούτε έστρεψαν την προσοχή τους στο κατά πόσον οι αιτητές ή οποιοσδήποτε απ' αυτούς είχε αποκτήσει ικανοποιητική γνώση και πείρα όπως προνοούσε το δεύτερο σκέλος της παραγρ. (β) του παραπάνω άρθρου [(άρθρ. 155(1)]. Και περαιτέρω ότι η έρευνα που έγινε για τους αιτητές δεν ήταν η δέουσα υπό τις περιστάσεις."

Στις 18/12/98 οι αιτητές, με την εξαίρεση του αιτητή 16 καθώς επίσης του Στ. Στεφάνου, επανήλθαν μέσω του ιδίου δικηγορικού γραφείου και υπέβαλαν, ως μέλη του παραπάνω συνδέσμου, που στο μεταξύ είχε εγγραφεί, νέα αίτηση με το ίδιο αντικείμενο. Στη νέα τους αίτηση οι αιτητές, αφού αναφέρθηκαν και στο προηγούμενο ταυτόσημο διάβημα τους και στο αποτέλεσμα της προσφυγής τους, τόνισαν ότι η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε μετά την ακυρωτική απόφαση για την εξέταση της υπόθεσης επηρέαζε δυσμενώς το δικαίωμα τους να ελέγχουν δημόσιες εταιρείες.

Ο Γενικός Λογιστής, στον οποίο διαβιβάστηκε η παραπάνω αίτηση από το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (το Υπουργείο) στις 6/5/99, ζήτησε από τους αιτητές επιπρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία θεώρησε αναγκαία για διακρίβωση του επιπέδου των γνώσεων και της πείρας τους. Στη συνέχεια απέστειλε στο Υπουργείο τις απόψεις Ειδικής Συμβουλευτικής Επιτροπής (Ε.Σ.Ε.), που καταγράφονται στο πρακτικό ημερ. 12/11/99. Όπως προκύπτει από το πρακτικό ημερ. 14/7/99, η Επιτροπή αυτή ιδρύθηκε με όρους εντολής να "συμβουλεύσει τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού όσον αφορά στην εξέταση αιτήσεων που υποβάλλονται για παραχώρηση άδειας ελέγχου δημόσιων εταιρειών". Το Υπουργείο απάντησε στο αίτημα με επιστολή του ημερ. 14/3/00. Φέρει υπογραφή "Νίκος Βούρκος, για Γενικό Διευθυντή". Οι αιτητές πληροφορήθηκαν ότι το αίτημα τους "δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί επειδή δεν πληρούσαν το κριτήριο της πείρας".

Επισημαίνεται ότι η προσφυγή δεν στρέφεται κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης. Το αιτητικό της είναι διατυπωμένο έτσι ώστε να προσβάλλει τη "συνεχιζόμενη παράλειψη του καθού η αίτηση Υπουργικού Συμβουλίου να επανεξετάσει, ως οφείλει, μετά την οριστική και τελεσίδικη ακυρωτική δικαστική απόφαση, τις αιτήσεις των Αιτητών για παραχώρηση άδειας ελέγχου δημόσιων εταιρειών". Ζητά από το δικαστήριο να την ακυρώσει και περαιτέρω να επανορθώσει την παράλειψη.

Η βασική θέση των αιτητών είναι ότι η παράλειψη του καθού η αίτηση να προβεί σε επανεξέταση ύστερα από την ακυρωτική δικαστική απόφαση και την παρέλευση 17 μηνών (σε σχέση με την ημερομηνία καταχώρησης της προσφυγής) συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Παραβιάζεται έτσι το άρθρ. 146.5 του Συντάγματος και το δεδικασμένο το οποίο απέρρευσε από την ακυρωτική απόφαση. Κατά τις διευκρινίσεις προστέθηκε ότι η αδράνεια του Υπουργικού Συμβουλίου για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα παραβιάζει και το ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας άσκησης επαγγέλματος.

Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι η προσφυγή έμεινε χωρίς αντικείμενο και τούτο διότι η νέα αίτηση έγινε προτού παρέλθει εύλογος χρόνος για επανεξέταση και συμμόρφωση προς τη δικαστική απόφαση. Εν πάση περιπτώσει το νέο αίτημα απορρίφθηκε με επιστολή του Υπουργείου ημερ. 14/3/00. Ήταν περαιτέρω εισήγηση της ότι δεν είναι η παρούσα περίπτωση παράλειψης της διοίκησης να επανεξετάσει και παρέπεμψε στη διαδικασία που ακολουθήθηκε και στα συμπληρωματικά στοιχεία που ζητήθηκαν για να αποφασιστεί αν οι αιτητές είχαν την απαιτούμενη γνώση και πείρα, όπως προνοεί το σχετικό άρθρο του νόμου. Προς την κατεύθυνση αυτή η κα Αντωνίου επεσήμανε ότι η Ε.Σ.Ε. καθόρισε στις 14/7/99 κριτήρια γνώσης και πείρας (βλ. πρακτικό της ίδιας ημερομηνίας). Σε αυτό γίνεται μνεία της δικαστικής απόφασης και επίσης στα πρακτικά της ίδιας Επιτροπής ημερ. 12/11/99, όπου έγινε εξέταση των αιτήσεων σε συσχετισμό με τα τεθέντα κριτήρια.

Η κα Αντωνίου στην προσπάθεια της να ισχυροποιήσει την εισήγηση της αναφέρθηκε και στα χρονικά όρια, ότι δηλαδή διέρρευσε χρονικό διάστημα 8 μόνο μηνών από την έκδοση της δικαστικής απόφασης μέχρι την προσκόμιση νέων στοιχείων και περίοδος 10 περίπου μηνών μέχρι την επανεξέταση. Δεν προσδιόρισε ακριβώς το χρόνο επανεξέτασης, αλλά φαίνεται ότι υπονοούσε τη συνεδρίαση της 14/7/99 της Ε.Σ.Ε. Έχει επίσης υπογραμμίσει το γεγονός ότι η νέα αίτηση έγινε 3 μήνες μετά την έκδοση της απόφασης χωρίς προηγουμένως να οχληθεί η διοίκηση. Θα μπορούσε να λεχθεί ευθύς αμέσως ότι η εκπλήρωση του συνταγματικού καθήκοντος του άρθρ. 146.5 του Συντάγματος, δηλαδή η υποχρέωση της διοίκησης "εις ενεργόν συμμόρφωσιν" προς τη δικαστική απόφαση είναι πρωταρχική ευθύνη της και δεν χρειάζεται όχληση: βλ. προσφ. αρ. 814/97 Παπαχριστοφόρου ν. Κ.Ο.Α. ημερ. 8/5/98. Αντιτάχθηκε ότι το νέο αίτημα ήταν ανεξάρτητο από την παρούσα διαδικασία την οποία δεν επηρέαζε. Περαιτέρω, το αρχικό αίτημα αφορούσε 18 άτομα, μέλη του υπό εξέταση τότε συνδέσμου λογιστών ενώ η προσφυγή έγινε από 17 μέλη του εγγεγραμμένου τώρα συνδέσμου. Η αίτηση εκείνη εξετάστηκε και απορρίφθηκε στις 27/6/96.

Έχει επίσης λεχθεί ότι επιβάλλεται η συνέχιση της προσφυγής γιατί η 17μηνη αδράνεια της διοίκησης πιθανό να δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 146.6 του Συντάγματος για αποζημίωση. Τέλος, υποβλήθηκε εκ μέρους των αιτητών ότι η επανεξέταση και η συμμόρφωση με τη δικαστική απόφαση έπρεπε να είχε γίνει από το Υπουργικό Συμβούλιο ως το αποφασίζον όργανο και όχι από την Ε.Σ.Ε.

Προκύπτει από την ανάγνωση των σχετικών εγγράφων που είναι στο φάκελο ότι μοναδική ανάμειξη στο θέμα είχε η Ε.Σ.Ε., της οποίας, ας λεχθεί εν παρόδω, πρόεδρος είναι ο Γενικός Λογιστής. Περαιτέρω ότι αντιμετώπισε από κοινού και τις δύο αιτήσεις, οι οποίες στην πραγματικότητα προωθούν το ίδιο αίτημα. Το πιο βασικό είναι ότι η Ε.Σ.Ε. άρχισε η ίδια την διαδικασία επανεξέτασης. Αναφέρεται στο πρακτικό της 14/7/99 ότι συζητήθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ότι "για σκοπούς επανεξέτασης της απόφασης του Ανωτάτου το θέμα παραπέμφθηκε στην Ε.Σ.Ε. για να διερευνήσει κατά πόσον οι αιτητές έχουν αποκτήσει ικανοποιητική γνώση και πείρα όπως προνοεί το άρθρ. 155 1(β), Κεφ. 113 του περί Εταιρειών Νόμου. Και ο Γενικός Λογιστής ζήτησε περαιτέρω στοιχεία από τους αιτητές.

Όπως προελέχθη, η Ε.Σ.Ε. συστάθηκε με σκοπό να συμβουλεύσει τον αρμόδιο Υπουργό επί του θέματος. Μετά τη λήψη της απόφασης αυτής από την Ε.Σ.Ε., ακολούθησε η απορριπτική απάντηση του Υπουργείου ημερ. 14/3/00, στην οποία ήδη έχουμε αναφερθεί. Επισημαίνεται ότι από την επιστολή αυτή δε φαίνεται καν ότι προέρχεται από το Υπουργείο. Όμως το σημαντικότερο είναι ότι δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε που να δείχνει ότι πραγματοποίησε την επανεξέταση το όργανο που ήταν εντεταλμένο με το καθήκον αυτό, δηλαδή, ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, στον οποίο είχαν εκχωρηθεί οι εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου, με βάση τον περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου, Νόμο του 1962 και την Κ.Δ.Π. 218/97. Με άλλα λόγια δεν άρχισε, ή στην καλύτερη περίπτωση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, η διαδικασία της επανεξέτασης από το αρμόδιο κατά νόμο όργανο. Αυτό σημαίνει ότι εξακολουθεί να υπάρχει παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. και δεν μπορεί υπό τις συνθήκες αυτές η Δημοκρατία να ισχυρίζεται ότι η προσφυγή δεν έχει αντικείμενο. Πρέπει να πετύχει αναφορικά και με τα δύο σκέλη του αιτήματος. Ακυρώνεται η παράλειψη της Διοίκησης, η οποία οφείλει να προβεί στην επανόρθωση της.

Προβληματίστηκα πρέπει να πω αναφορικά με τη νομιμοποίηση του αιτητή 16 να ζητήσει θεραπεία, γιατί, όπως προανέφερα, το όνομά του δεν περιλαμβάνεται είτε στο πρώτο είτε στο δεύτερο αίτημα. Όμως η ακυρωτική απόφαση σαφώς τον περιλαμβάνει. Περαιτέρω δεν υπήρξε οποιαδήποτε ένσταση από τη Δημοκρατία σε σχέση με τη νομιμοποίησή του. Γι' αυτό ισχύει και για το πρόσωπο αυτό η παραπάνω απόφαση.

 

 

Σ. Νικήτας, Δ.

/Κασ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο