ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 317/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 και 28 του Συντάγματος.
Κλεάνθης Ζαβρού,
Αιτητής, P>
και
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω,
1. Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως,
2. Αρχηγού Αστυνομίας,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
4.9.02Για τον αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Μ. Φλωρέντζος με την κα Ε. Λεωνίδου.
Για ενδιαφ. μέρη: Καμμία εμφάνιση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση με την οποίαν προήχθησαν στη θέση Αστυνόμου Β΄ τα ενδιαφερόμενα μέρη 1. Σ. Κόκκινος, 2. Σ. Πουρουτίδης, 3. Ε. Σολωμού, 4. Γ. Περικλέους, 5. Κ. Κοκκινόλαμπος και 6. Α. Τζιαπούρας
Το θέμα των προαγωγών στο βαθμό του Αστυνόμου Β διέπεται από το άρθρο 13(1)(2) και (3) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 (όπως έχει τροποποιηθεί) και από τους Κανονισμούς 3 και 19-21 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 52/89). Οι υποψήφιοι για τον επίδικο βαθμό ήταν δεκαέξι - ο αιτητής, τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη και εννέα άλλα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας, αφού ζήτησε και έλαβε συστάσεις από τους Αστυνομικούς Διευθυντές των Επαρχιών/Τμημάτων ή Μονάδων που υπηρετούσαν οι υποψήφιοι, υπέβαλε με επιστολή του ημερομηνίας 30.1.2001 προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως αιτιολογημένη έκθεση για κάθε υποψήφιο μαζί με τους Προσωπικούς Φακέλους - Ατομικά Δελτία και όλα τα συναφή στοιχεία που δικαιολογούσαν κατά την άποψή του την σύσταση που περιλαμβανόταν στην έκθεσή του. Η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού λήφθηκε στις 30.1.2001. Καθώς φαίνεται από
το κείμενό της (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ΄ στην Ένσταση των καθ΄ων η αίτηση) ο Υπουργός μελέτησε τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας και όλα τα συναφή στοιχεία για τον κάθε υποψήφιο που περιέχονταν στους Προσωπικούς Φακέλους και κατέληξε στην απόφαση για προαγωγή των έξι ενδιαφερομένων μερών και άλλων δύο υποψηφίων στη θέση Αστυνόμου Β΄ από 1.2.001.Ο αιτητής προβάλλει δύο λόγους ακυρότητας: (ι) Πάσχουσα σύσταση του Αρχηγού και, (ιι) αναιτιολόγητη απόφαση του Υπουργού.
(ι) Η σύσταση του Αρχηγού προς τον Υπουργό (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β΄)
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι το περιεχόμενο των κρίσεων που ο Αρχηγός της δύναμης ενσωμάτωσε στην έκθεση του προς τον Υπουργό, η οποία περιλαμβάνεται στην επιστολή του προς αυτόν ημερ. 30.1.2001, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι απόψεις που εκφράσθηκαν από τον Αρχηγό, συνεχίζει η σχετική εισήγηση, και αποτέλεσαν το βάθρο των επιμέρους συστάσεων αναφορικά με τον αιτητή και τα ενδιαφερόμενα μέρη, επαναλαμβάνουν τα περιεχόμενα στους φακέλους υπηρεσιακά στοιχεία διαστρεβλώνοντας ταυτόχρονα σε βάρος του αιτητή την πραγματική εικόνα της αξίας του όπως αυτή προκύπτει από την αξιολόγηση που έτυχε εκ μέρους του προϊσταμένου του, Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού ο οποίος το βαθμολόγησε ως εξαίρετο στη δική του σύσταση σε σχέση με τους τομείς των «Προσωπικών Χαρακτηριστικών», «Προσωπικών Σχέσεων και Συμπεριφοράς» και «Διοικητικών Προσόντων». Παραγνωρίσθηκε εξάλλου, κατά την άποψη του αιτητή, η εξαίρετη εκτίμηση της επίδοσης και των ιδιοτήτων του, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται μέσα στις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης, το γεγονός ότι είχε διορισθεί ως Αξιωματικός Πειθαρχίας, πράγμα που αποδεικνύει, όπως εισηγείται, την εξαιρετική εντιμότητα και προσφορά του και η υπεροχή του σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Τζιαπούρα.
Αντικρούοντας τα πιο πάνω επιχειρήματα, ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση υποστήριξε ότι η επιλογή των καταλληλότερων για προαγωγή έγινε κατά τον προσήκοντα τρόπο και η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν, υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή. Υπέδειξε επίσης, με αναφορά στις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν σε αξία και ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας, ασκώντας τη διακριτική εξουσία που του παρέχεται από το άρθρο 13(2) ΚΕΦ 285 και έχοντας ενώπιόν του όλα τα στοιχεία για τον κάθε υποψήφιο, περιλαμβανομένων των συστάσεων των
Αστυνομικών Διευθυντών και των εμπιστευτικών εκθέσεων, προέβη στη δική του αξιολόγηση η οποία ήταν στην προκειμένη περίπτωση δεόντως αιτιολογημένη.Συμφωνώ με τις εισηγήσεις των καθ΄ων η αίτηση. Λεπτομερής εξέταση των εγγράφων που συνθέτουν τη διαδικασία που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποκαλύπτει οτιδήποτε μεμπτό. Είναι γεγονός ότι ο Νόμος (άρθρο 13(2) ΚΕΦ. 285) απαιτεί προς το σκοπό υποβολής σύστασης προς τον Υπουργό για προαγωγή σε Ανώτερο Αξιωματικό αιτιολογημένη έκθεση του Αρχηγού για κάθε ένα από τους υποψηφίους. Κατά τη σύνταξη της σχετικής έκθεσής του ο Αρχηγός έχει στη διάθεσή του τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 21 (ΚΔΠ 52/89), τις συστάσεις δηλαδή των Αστυνομικών Διευθυντών, τους προσωπικούς φακέλους και τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης των δύο τελευταίων ετών. Στην προκείμενη περίπτωση όλα τα πιο πάνω φαίνεται να λήφθηκαν υπόψη, κατά την αξιολόγηση του Αρχηγού. Επισημαίνω επίσης ότι ο Αστυνομικός Διευθυντής της Επαρχίας Λεμεσού στη σύσταση του προς τον Αρχηγό κρίνει γενικά τον αιτητή ως
«πολύ καλό αξιωματικό» σημειώνοντας ότι «η προαγωγή του στον επόμενο βαθμό συνίσταται». Αντίθετα, οι Αστυνομικοί Διευθυντές και προϊστάμενοι, κατά περίπτωση, των ενδιαφερομένων μερών χαρακτηρίζουν τους τελευταίους ως «εξαίρετους» συστήνοντας «ένθερμα», «σθεναρά» ή «επιταχυντικά» την προαγωγή τους. Στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1999 - 2000, που λήφθηκαν υπόψη, ο αιτητής υστερεί έναντι όλων των ενδιαφερομένων μερών. Ο ισχυρισμός δε του αιτητή ότι παραγνωρίσθηκε η αρχαιότητά του έναντι του Α. Τζιαπούρα δεν ευσταθεί ενόψει του Κανονισμού 3 (ΚΔΠ 52/89) που καθορίζει τα κριτήρια με βάση τα οποία διενεργούνται οι προαγωγές, ο οποίος προσδίδει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στην αξία και τα προσόντα. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας κατέγραψε τα ακόλουθα στην έκθεσή του αναφορικά με τον αιτητή:«Διαθέτει ορθή κρίση με ψηλό αίσθημα αντίληψης της πραγματικότητας, είναι δημιουργικός με ικανότητα προσαρμογής. Είναι συνεργάσιμος και τηρεί άριστες σχέσεις με τους συναδέλφους του τόσο τους υφιστάμενους του όσο και τους προϊσταμένους του. Πρόκειται για έμπειρο αξιωματικό με αρκετά καλή πρακτική εξάσκηση. Είναι εργατικός και αποδοτικός. Έχει τη δυνατότητα να διεκπεραιώνει αποτελεσματικά τα καθήκοντα σε πολύ υψηλό βαθμό.
Αξιολογώντας τις εμπιστευτικές εκθέσεις των δύο τελευταίων ετών και τις συστάσεις του Προϊσταμένου του, όπως φαίνονται στα σχετικά έντυπα και αφού μελέτησα και συνεκτίμησα το περιεχόμενο του Προσωπικούς του Φακέλου και όλα τα συναφή στοιχεία στο σύνολό τους και σύμφωνα με τις Γενικές Αρχές του Καν.3 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, ΚΔΠ 52/89, κατατάσσω τον υποψήφιο στην κατηγορία του πολύ καλού στην ΑΞΙΑ και του πολύ καλού στα ΠΡΟΣΟΝΤΑ και συστήνεται για προαγωγή
Σημείωσε ακόμα, και παρά τον αντίθετο ισχυρισμό του αιτητή, ότι εκτελούσε καθήκοντα «Αξιωματικού Πειθαρχίας». Οι κρίσεις στις οποίες κατέληξε, ήταν το εύλογο αποτέλεσμα της εικόνας που αναδυόταν μέσα από τη σύσταση του Αστυνομικού Διευθυντή και του περιεχομένου των ετήσιων εμπιστευτικών εκθέσεων, στις οποίες αξίζει να σημειωθεί ότι στις Γενικές Παρατηρήσεις του αξιολογούντος αξιωματικού καταγράφεται για τον αιτητή ότι «έχει δυνατότητες καλύτερης προσφοράς».
Με δεδομένα τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν, εύλογα ο Αρχηγός τον αξιολόγησε ως «πολύ καλό» στην αξία και στα προσόντα συστήνοντας τον για προαγωγή. Ο ισχυρισμός για πάσχουσα σύσταση του Αρχηγού δεν μπορεί να ευσταθήσει.
(ιι) Αναιτιολόγητη απόφαση του Υπουργού
Αμφισβητήθηκε επίσης η απόφαση του Υπουργού με την οποίαν κατέληξε στην επιλογή των προαχθέντων (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ΄). Χαρακτηρίσθηκε και αυτή ως αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Οι καθ΄ων η αίτηση, από την πλευρά τους υπενθύμισαν ότι όλα τα σχετικά στοιχεία βρίσκονταν ενώπιον του Υπουργού και παρέπεμψαν στο ίδιο το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου
παρέχεται κατά την άποψη τους επαρκής αιτιολογία των επιλογών του. Ο Νόμος απαιτεί και σε αυτή την περίπτωση «δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού», κατά την κατάληξη της διαδικασίας επιλογής προαχθέντων που συστήθηκαν από τον Αρχηγό, (άρθρο 13(3) ΚΕΦ 285). Κρίνω ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε νομικό ελάττωμα στην Υπουργική απόφαση της 30.1.2001. Αναφέρονται μεταξύ άλλων σε αυτή τα ακόλουθα:«Ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει το άρθρο 13(1) και (3) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 (όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 69 του 1987) και αφού μελέτησα και έλαβα υπόψη τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας για τους υποψήφιους που περιέχονται στην επιστολή του, με Αρ. Φακ. Ε/16/6 και ημερομηνίας 30.1.2001 κι όλα τα συναφή στοιχεία για κάθε υποψήφιο που περιέχονται στους Προσωπικούς τους Φακέλους, κατέληξα στην απόφαση να προάξω τους πιο κάτω στο βαθμό του Αστυνόμου Β΄, από 1.2.2001, κρίνοντας τους ως τους πιο κατάλληλους μεταξύ όλων των υποψηφίων:
Γίνεται στη συνέχεια λεπτομερής αναφορά σε όλους τους υποψηφίους, προαχθέντες και μή, με αξιολόγηση της αξίας και των προσόντων καθενός από αυτούς. Ο αιτητής κρίνεται και πάλι ως «πολύ καλός» στην αξία και «πολύ καλός» στα προσόντα. Τα ενδιαφερόμενα μέρη αξιολογούνται ως «εξαίρετα» στην αξία και «εξαίρετοι» ως «πολύ καλοί» στα προσόντα. Οι αξιολογήσεις που περιέχονται στην απόφαση του Υπουργού συμπληρωμένες από τη σύσταση του Αρχηγού και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία με τα οποία, όπως επισημάνθηκε, βρίσκονται σε αρμονία, κρίνονται εύλογες και ικανοποιούν την απαίτηση του Νόμου για αιτιολογία. Συνεπώς και αυτός ο λόγος ακυρότητας θα πρέπει να απορριφθεί.
Καταλήγοντας, ενόψει των όσων προανέφερα, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή (βλ. σχετικά Απέητος & άλλοι ν. Δημοκρατία (1991) 3 Α.Α.Δ. 64, Μιχαηλίδης & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 537).
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
FONT>Π. Αρτέμης,
Δ.
/Χ.Π.