ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1482/99
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 28, 29 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
1. Κοσμά Μαυρουδή από τη Ξυλοφάγου
2. Ανδρέα Χαραλάμπους από τη Ξυλοφάγου
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και/ή
2. Υπουργείου Οικονομικών
FONT>Καθών η αίτηση
-------------------------
Ημερομηνία:
10 Ιουλίου, 2002Για τους αιτητές: Φ. Βαλιαντής
Για τους καθών η αίτηση: Λ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές που έχουν συστήσει συνεταιρισμό, είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) από 1/1/97. Διατηρούν επιχείρηση σε παραλία της Αγίας Νάπας για την εκμίσθωση ταχύπλοων σκαφών και άλλων μηχανών χρησιμοποιούμενα σε θαλάσσια αθλήματα. Με αφορμή καταγγελία πρώην συνεργάτη τους ότι δεν δήλωναν τα πραγματικά τους εισοδήματα, διενεργήθηκε από λειτουργό του γραφείου του Εφόρου Φ.Π.Α. έλεγχος των οικονομικών δραστηριοτήτων τους από 1/1/97 μέχρι 31/8/98. Ο έλεγχος, που έγινε επιτόπου στα υποστατικά της επιχείρησης, άρχισε στις 6/7/98 και ολοκληρώθηκε στις 19/3/99.
Ο Έφορος έκρινε, με βάση την έκθεση του λειτουργού του, η οποία επισυνάφθηκε ως παράρτημα Α στην ένσταση, ότι οι φορολογικές δηλώσεις, που υπέβαλαν για την παραπάνω περίοδο οι αιτητές, ήταν ελλειπείς ή περιείχαν σφάλματα. Με αποτέλεσμα ο Έφορος να προβεί σε βεβαίωση του φόρου με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 34 (1) και (2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 246/90, χρησιμοποιώντας την κρίση του στο πλαίσιο των διαπιστώσεων του. Στη συνέχεια ο Έφορος, με την επιστολή του ημερ. 21/7/99, ειδοποίησε τους αιτητές ότι το οφειλόμενο ποσό φόρου ήταν £6.279,79 και ότι, όπως ακριβώς αναφέρει η επιστολή:
"οι φορολογικές σας δηλώσεις έχουν αναπροσαρμοστεί όπως φαίνεται στον πίνακα που επισυνάπτεται, ο οποίος δείχνει και το ποσό του φόρου που βεβαιώνεται χωριστά για κάθε φορολογική περίοδο."
Οι διαπιστώσεις του λειτουργού, που σημειώνει λεπτομερειακά στην έκθεση του, αφορούν ευρύ φάσμα παρατυπιών από μέρους των αιτητών, που καθιστούσαν τα όσα στοιχεία είχαν τηρηθεί αμφίβολης αξίας. Δεν υπήρχε βιβλίο ακαθάριστων εσόδων, όπως προβλέπει ο καν. 5 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Παραδόσεις ή Παροχές από Λιανοπωλητές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 156/92). Χωρίς να συμπληρώνεται η προηγούμενη σειρά αποδείξεων, οι αιτητές χρησιμοποιούσαν για κάθε φορολογική περίοδο, νέα σειρά. Δεν υπήρχε αριθμητική συνέχεια στις σειρές αυτές. Κατά παράβαση του καν. 4(1) των περί Φ.Π.Α. (Φορολογικά Τιμολόγια) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 213/90) δεν εμφανίζονταν στα αποκόμματα των εισιτηρίων ακόμη και ενδείξεις σχετιζόμενες με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Η μέση ημερήσια είσπραξη που καταχωρούσαν στα βιβλία τους, σε περιόδους αιχμής για την επιχείρηση (από Ιούνιο έως Αύγουστο των ετών 1997 και 1998), ήταν τόσο χαμηλή, που έδειχνε πόσο αναξιόπιστα ήταν τα στοιχεία τους. Σημαντική ήταν και η διαπίστωση ότι δεν καταχώρησαν όλες τις εκροές για την περίοδο από 1/6/98-31/8/98. Επρόκειτο για ποσό £85.000 περίπου. Φαίνεται ότι για το σκοπό αυτό έγινε αντιπαραβολή με τις εισπράξεις, για την παραπάνω περίοδο, του καταγγείλαντος τους αιτητές πρώην συνεταίρου τους.
Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης στηρίζεται εν πολλοίς στις παραπάνω πλημμέλειες. Εν πάση περιπτώσει εκτίθεται πλήρως στην επιστολή του Εφόρου. Οι αιτητές, μέσω του λογιστή τους, απέστειλαν επιστολή ημερ. 4/8/99 με την οποία αμφισβητούσαν μία προς μία τις διαπιστώσεις της έκθεσης, εκθέτοντας και σύντομα και τους λόγους των εναντιώσεων τους. Ωστόσο ο Έφορος δεν μετατοπίστηκε. Ενέμεινε στην αρχική του απόφαση.
Έχει σημασία να αναφερθώ στη σχετική απορριπτική επιστολή του ημερ. 31/8/99 με την επικεφαλίδα "Αμφισβήτηση βεβαίωσης φόρου":
"
Αναφέρομαι στην επιστολή του κυρίου Δημήτριου Δημητρίου με ημερομηνία 4 Αυγούστου 1999 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι δεν παρουσιάζονται οποιαδήποτε νέα στοιχεία που να ικανοποιούν τον Έφορο Φ.Π.Α. ώστε να διαφοροποιήσει την αρχική του απόφαση.
2. Όλα τα επιχειρήματα που αναφέρονται στην εν λόγω επιστολή είχαν ληφθεί υπόψη πριν τη γνωστοποίηση της βεβαίωσης φόρου.
3. Ενόψει των πιο πάνω η αμφισβήτηση σας απορρίπτεται και η αρχική απόφαση του Εφόρου Φ.Π.Α. παραμένει όπως έχει."
Είναι η θέση της δικηγόρου της Δημοκρατίας και την προβάλλει ως προδικαστική ένσταση, ότι αυτή η τελευταία επιστολή απλώς επιβεβαιώνει ή επαναλαμβάνει την προγενέστερη απόφαση ημερομηνίας 21/7/99, που ήταν η μόνη εκτελεστή και, επομένως, προσβλητή πράξη. Επίσης επιχειρηματολογεί ότι, αφού εδώ προσβάλλεται η πράξη ημερ. 31/8/99 και η προσφυγή κατατέθηκε στις 19/11/99, αυτή είναι εκπρόθεσμη. Παρήλθαν 80 ημέρες από την ημερομηνία της απόφασης. Η απάντηση της άλλης πλευράς (το λέει ο συνήγορος χωρίς οτιδήποτε άλλο) είναι ότι η επιστολή ημερ. 31/8/99 παραλήφθηκε στις 10/9/99. Η ανταπάντηση είναι ότι έπρεπε να ληφθεί "κατά την συνήθη πορεία του ταχυδρομείου" ενωρίτερα. Παρατηρώ όμως ότι ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση οι δηλώσεις των δικηγόρων υποστηρίζονται από κατάλληλο μαρτυρικό υλικό.
Ως προς τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης, ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι εκτελεστή είναι η απόφαση που κοινοποιήθηκε με την επιστολή της 31/8/99. Ο λογιστής τους, όπως είπε, με την επιστολή του έδωσε νέα στοιχεία, αλλά δε διερευνήθηκαν. Εν πάση περιπτώσει το χρίσμα εκτελεστότητας έχει η απάντηση της διοίκησης ημερ. 31/8/99, που δόθηκε μετά την παραπάνω ένσταση στις φορολογίες.
Θα εξετάσω πρώτα αν η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη. Σύμφωνα με το άρθρ. 52(1) του ν. 246/90 η απόφαση του Εφόρου μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο με ένσταση που υποβάλλεται στον Υπουργό των Οικονομικών μέσα σε τριάντα ημέρες από την κοινοποίηση της απόφασης. Δεν προβλέφθηκε άλλης φύσεως ένσταση. Συνεπώς η επιστολή του λογιστή προς τον Έφορο μπορεί να θεωρηθεί το πολύ πολύ ως αίτημα επανεξέτασης από τον ίδιο τον Έφορο. Όπως πρέπει να έχει διαφανεί, η δικηγόρος της Δημοκρατίας δε συζήτησε θέμα εκπροθέσμου υπ' αυτό το πρίσμα. Το Δικαστήριο όμως είναι ελεύθερο να το εξετάσει από κάθε οπτική γωνία.
Αυτό που χρήζει εξέτασης είναι αν η αίτηση για αναθεώρηση, ή "αμφισβήτηση", όπως αποκαλεί το διάβημα των αιτητών ο Έφορος, διέκοψε την προθεσμία. Η νομολογία επί του θέματος έδωσε αρνητική απάντηση. Όπως έχει λεχθεί στην Α.Ε. 2364 Ελευθέριος Χ"Στεφάνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 30/9/99:
"Διακοπή της προθεσμίας επέρχεται με την υποβολή ιεραρχικής προσφυγής εντός της προθεσμίας των 75 ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος. Σε τέτοια περίπτωση νέα προθεσμία 75 ημερών αρχίζει εκ νέου μετά την παρέλευση ενός μηνός από της υποβολής της ιεραρχικής προσφυγής (βλ. άρθρο 29 του Συντάγματος, Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, "Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών", 4η έκδοση, σελ. 208, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 256, Θ. Τσάτσου, "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, 3η έκδοση, σελ. 90). Ο κανόνας αυτός δεν λειτουργεί αν η ιεραρχική προσφυγή αποκλείεται από το Νόμο ή αν υποβληθεί μετά την εξάντληση της προθεσμίας των 75 ημερών ή αν αυτή "απηυθύνθη εις αναρμόδιαν αρχήν" (Βλ. Στασινόπουλος, πιο πάνω, σελ. 208, Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 256-57).
Ωστόσο η δεύτερη προϋπόθεση δεν ισχύει "εάν η ιεραρχική προσφυγή υποβληθεί εις αρχήν υπέχουσαν εξ ειδικής επί τούτου διατάξεως την υποχρέωσιν να διαβιβάσει ταύτην εις την αρμοδίαν αρχήν" (βλ. Τσάτσου, πιο πάνω, σελ. 94-95, όπου επίσης υποδεικνύεται ότι "η νομολογία δεν απαιτεί την εξ ειδικής διατάξεως υποχρέωσιν διαβιβάσεως
Βλ. επίσης Α.Ε. 2546 Cyprus Bureau of Shipping v. Υπουργού Οικονομικών κ.α. ημερ. 25/9/00 και Επ. Σπηλιωτόπουλου "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου" 6η έκδοση, σελ. 246.
Προκύπτει ότι η απλή αίτηση για αναθεώρηση δεν διακόπτει την προθεσμία των 75 ημερών. Αυτό μπορούσε να συμβεί μόνο στην περίπτωση που οι αιτητές υπέβαλλαν ιεραρχική προσφυγή σύμφωνα με το άρθρ. 52(1). Κατά συνέπεια η απόφαση που έπρεπε να προσβληθεί είναι η απόφαση του Εφόρου ημερ. 21/7/99. Οπωσδήποτε οι αιτητές είχαν πλήρη γνώση της απόφασης τουλάχιστο στις 4/8/99, που ο λογιστής έγραψε στον Έφορο. Επομένως η προσφυγή, που καταχωρήθηκε στις 19/11/99, είναι εκπρόθεσμη.
Περαιτέρω, η προσφυγή είναι, κατά τη γνώμη μου, απαράδεκτη και διότι στρέφεται κατά πράξεως επιβεβαιωτικής της προηγηθείσας απόφασης στην οποία και παραπέμπει η προσβαλλόμενη, χωρίς να ληφθούν υπόψη νέα στοιχεία και χωρίς να γίνει νέα έρευνα. Για τη νομική φύση της βεβαιωτικής πράξης βλ. Α.Ε. 2082 Αρχιμήδης Ζίττης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 29/5/98. Το έγγραφο του λογιστή δεν πρόβαλε νέα ουσιώδη στοιχεία προς εκτίμηση, όπως διαπιστώνει και ο Έφορος, αλλά περιορίζεται σε απλή αντίκρουση των ευρημάτων του. Ουσιαστικά, εδώ δεν παρουσιάστηκαν οποιαδήποτε νέα πραγματικά στοιχεία, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη του Εφόρου κατά την αρχική του απόφαση.
Η προσφυγή, για τους παραπάνω λόγους, απορρίπτεται. Με έξοδα κατά των αιτητών.
Σ. Νικήτας,
Δ.
/Κασ