ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκ. Υπ. Αρ. 325/2000, 479/00 και 480/00

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Υπ. Αρ. 325/00

Αθανασία Νουσκά-Κόκκινου,

Αι τήτρια,

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Κα θ΄ων η αίτηση.

- - - - - - - - -

Υπ. Αρ. 479 & 480/00

Αριστοτέλης Σκώττης,

Αι τητής,

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Κα θ΄ων η αίτηση.

- - - - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 6.6.02

Για την αιτήτρια στην 325/00: κ. Α. Ταλιαδώρος για κ. Κ. Χρυσοστομίδη

Για τον αιτητή στη 479/00 και 480/00: κα Α. Ευσταθίου

Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Ε. Καρακάννα

Για ενδιαφ. μέρη 3, 4, 6 και 7 στη 325/00 και ενδιαφ. μέρος στη 479/00: κ. Σ. Ανδρέου για κ. Γ. Γεωργίου

Για ενδιαφ. μέρος 5 στην 325/00: κα Δ. Βασιλειάδου για κ. Α. Τριανταφυλλίδη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι πιο πάνω συνεκδικαζόμενες προσφυγές στρέφονται εναντίον απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ») με την οποίαν διορίσθηκαν/προήχθηκαν στη μόνιμη (Τακτικός Προϋπολογισμός) θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Τελωνεία, οι 1. Κωνσταντίνος Γαλήνης, 2. Μαρία Κωνσταντίνου, 3. Μάριος Αταλιώτης, 4. Δημητρίου Δημήτρης, 5. Ερατώ Καζάκου-Γεωργίου, 6. Λουκία Κούτρα-Μοδινού, 7. Μαργαρίτα Χριστοδούλου. Η πλήρωση των θέσεων έγινε μετά από επανεξέταση λόγω της έκδοσης ακυρωτικής απόφασης στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές 216/98, 217/98 και 291/98, ημερομηνίας 25.10.99. Η αιτήτρια στην 325/00 προσβάλλει το διορισμό/προαγωγή και των επτά πιο πάνω ενδιαφερομένων μερών, ενώ ο αιτητής στις 479/00 και 480/00 προσβάλλει την προαγωγή της Μαργαρίτας Χριστοδούλου και το διορισμό της Μαρίας Κωνσταντίνου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές 216/98, 217/98 και 291/98 - Αριστοτέλης Σκώττης και άλλη ν. ΕΔΥ, ημερ. 25.10.99 ακύρωσε τους διορισμούς και προαγωγές των επτά πιο πάνω προσώπων στις εν λόγω θέσεις για το λόγο ότι η μέθοδος αξιολόγησης της απόδοσης στην προφορική εξέταση δεν ικανοποιούσε την απαίτηση του Νόμου για αιτιολογία. Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, η ΕΔΥ επανεξέτασε το θέμα στη συνεδρίαση της ημερομηνίας 30.11.99 με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και επέλεξε εκ νέου τα επτά ενδιαφερόμενα πρόσωπα ως τους πιο κατάλληλους για διορισμό/προαγωγή στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 2.2.98.

Η αιτήτρια στην προσφυγή υπ΄αρ. 325/00 εισηγήθηκε ότι υπερείχε έκδηλα όλων των ενδιαφερομένων προσώπων. Προχώρησε δε μέσα στο πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου της σε παράθεση και συγκριτική ανασκόπηση στοιχείων τα οποία αφορούν τα προσόντα, την αξία και την αρχαιότητα της αιτήτριας και των ενδιαφερομένων προσώπων, που τεκμηριώνουν, κατά την άποψή της, τον ισχυρισμό της. Ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατέστη πάσχουσα διότι ενσωματώθηκε σε αυτήν ή ελαττωματική, όπως τη χαρακτήρισε, σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή. Αμφισβητώντας την εγκυρότητά της υποστήριξε πως συγκρούεται με το περιεχόμενο των σχετικών διοικητικών φακέλων ή «έρχεται σε διάσταση με τα δεδομένα που καθορίζουν αντικειμενικά την ικανότητα ενός υποψηφίου». Είναι επίσης η θέση της αιτήτριας ότι παράνομα παραγνωρίσθηκε από την ΕΔΥ η εκ μέρους της κατοχή του προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονεκτήματος χωρίς να δοθεί η επιβαλλόμενη στην προκείμενη περίπτωση ειδική αιτιολογία. Ισχυρίστηκε ακόμα ότι σε συνάρτηση με το γεγονός του ότι επρόκειτο για διαδικασία επανεξέτασης, η ΕΔΥ όφειλε να αγνοήσει την αρχικά σχηματισθείσα εντύπωσή της για την απόδοση των υποψηφίων και όχι να προχωρήσει σε αιτιολόγηση της γενικής εντύπωσης που αποκομίσθηκε κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση των υποψηφίων, μετά από την παρέλευση δύο ετών από την ημερομηνία διεξαγωγής της. Προβλήθηκε επίσης το επιχείρημα πως ο τρόπος με τον οποίο καταγράφηκαν οι εντυπώσεις της ΕΔΥ δεν συνιστά αιτιολογία και ως εκ τούτου παραβιάζει το άρθρο 34(10) του Ν. 1/90.

Αμφισβητήθηκε επίσης η νομιμότητα της παρουσίας του Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων ως προϊσταμένου του οικείου Τμήματος και ακόμα η εγκυρότητα της αξιολόγησης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση από το πιο πάνω πρόσωπο, αφού όπως σημειώνεται στη σχετική εισήγηση, δεν προβλέπεται η εν λόγω δυνατότητα στο Ν. 1/90. Το γεγονός αυτό, οδήγησε, σύμφωνα πάντα με τις απόψεις της αιτήτριας, σε ανεπίτρεπτη υιοθέτηση από την ΕΔΥ των κρίσεων του Αναπληρωτή Διευθυντή αναφορικά με την απόδοση των διαγωνιζομένων κατά την προφορική εξέταση. Προβλήθηκε τέλος ο ισχυρισμός ότι η αιτήτρια υπέστη άνιση μεταχείριση, υποβαλλόμενη σε εξετάσεις για τη διαπίστωση των γνώσεων της στην Αγγλική, λαμβανομένου υπόψη ότι ένας αριθμός συνυποψηφίων της που επίσης δεν διέθεταν, κατά την άποψή της, το τεκμήριο της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής, εξαιρέθηκε από τη συγκεκριμένη δοκιμασία. Η μακροσκελής εισήγηση της αιτήτριας ολοκληρώνεται με την άποψη ότι παραγνωρίστηκε το στοιχείο της αρχαιότητας στο οποίο η αιτήτρια υπερείχε, όπως υποστηρίζει, έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων, που, όπως και αυτή, κατείχαν μόνιμη θέση στη δημόσια υπηρεσία.

Ο αιτητής Αριστοτέλης Σκώττης (προσφυγές αρ. 479/00 και 480/00) προσβάλλοντας το κύρος της επίδικης απόφασης ισχυρίζεται από την πλευρά του πως αυτή πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο ότι η ΕΔΥ απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη που διεξήχθη ενώπιόν της, παραγνωρίζοντας τα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού που προηγήθηκε, στον οποίον ο αιτητής είχε συγκεντρώσει ψηλότερη βαθμολογία σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ παρακάμφθηκε η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με συνέπεια, όπως υποβάλλεται στη γραπτή αγόρευση του, η τελική απόφαση να καταστεί ακυρώσιμη λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Ο αιτητής τονίζει στην εισήγηση του τα όσα καταγράφηκαν εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, σε συνάρτηση με το ευνοϊκό γι΄αυτόν αποτέλεσμα του γραπτού διαγωνισμού και ισχυρίζεται ότι τα πιο πάνω στοιχεία αποδεικνύουν την υπεροχή του έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων Μαρίας Κωνσταντίνου και Μαργαρίτας Χριστοδούλου έναντι της οποίας μάλιστα υπερείχε, όπως σημειώνει στην αγόρευσή του, έκδηλα. Η κατάληξη της διαδικασίας συνεχίζει ο αιτητής καταδεικνύει ότι η προφορική ενώπιον της ΕΔΥ συνέντευξη απέληξε σε ανατροπή των στοιχείων των φακέλων, της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και κατέστη σε τελική ανάλυση το αυτοτελές κριτήριο επιλογής και ο μοναδικός καθοριστικός παράγοντας επιλογής των ενδιαφερομένων μερών. Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι «εφόσον η σύσταση του Διευθυντή είχε βασιστεί σε δεδομένα τα οποία εκρίθησαν παράνομα σε απόφαση του Δικαστηρίου, η ΕΔΥ είχε υποχρέωση να ζητήσει νέα σύσταση». Προβάλλει ακόμα, σαν τρίτο και τελευταίο λόγο ακυρότητας τον ισχυρισμό ότι η ΕΔΥ δεν προέβη σε ειδική αιτιολόγηση της παραγνώρισης του πλεονεκτήματος της παραγράφου (4) των απαιτούμενων προσόντων της επίδικης θέσης σε σχέση με την επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου Μ. Κωνσταντίνου, που δεν το διέθετε.

Απορρίπτοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, οι καθ΄ων η αίτηση αντιτείνουν ότι οι διοικητικοί φάκελοι δεν αποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή των αιτητών έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων και ότι η επίδικη απόφαση ήταν το επιστέγασμα εκτενούς και ενδελεχούς έρευνας και στάθμισης όλων των σχετικών στοιχείων. Παραπέμπουν προς ενίσχυση της βασιμότητας της εισήγησής τους στο πρακτικό της συνεδρίασης ημερομηνίας 30.11.99 (Παράρτημα 3 στην Ένστασή τους). Αναφορικά με τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή την οποίαν οι αιτητές αμφισβήτησαν ως παράνομη σχετίζοντας την με το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με τη δικαστική απόφαση στις προσφυγές αρ. 216/98, 217/98 και 291/98, οι καθ΄ων η αίτηση απαντούν πως το πιο πάνω σκεπτικό είναι αβάσιμο και υποδεικνύουν ότι αυτό που κρίθηκε δικαστικά και παρήγαγε δεδικασμένο, δεν ήταν η σύσταση αλλά ο τρόπος αιτιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση για τον οποίο το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν ικανοποιούσε την απαίτηση του Νόμου για αιτιολογία. Αβάσιμους χαρακτηρίζουν επίσης οι καθ΄ων η αίτηση τους ισχυρισμούς για έλλειψη ειδικής αιτιολόγησης της παραγνώρισης του πλεονεκτήματος και του επιχειρήματος που υποβλήθηκε σύμφωνα με το οποίο η ΕΔΥ όφειλε να αγνοήσει την αρχικά σχηματισθείσα εντύπωσή της για την απόδοση των υποψηφίων και ότι ούτως ή άλλως η αξιολόγηση των υποψηφίων αναφορικά με την αποδόσή τους στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ παρέμεινε αναιτιολόγητη. Τονίζεται ακόμα στη σχετική εισήγηση ότι στην προκείμενη περίπτωση η ΕΔΥ συμμορφώθηκε πλήρως με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης της 25.10.99 και προέβη στη δέουσα αιτιολογία της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Αποκρούεται επίσης το επιχείρημα για παράνομη σύσταση λόγω αναρμόδιας παρουσίας του Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, αντί του Διευθυντή, με την επισήμανση ότι ο τελευταίος τελούσε κατά τον επίδικο χρόνο σε προαφυπηρετική άδεια και ως εκ τούτου αναπληρούτο νόμιμα από τον ιεραρχικά επόμενο αξιωματούχο. Επίσης ανεδαφικούς χαρακτηρίζουν στην εισήγησή τους οι καθ΄ων η αίτηση, τους ισχυρισμούς ότι η ΕΔΥ, χωρίς δική της αξιολόγηση, βασίστηκε στις κρίσεις του Προϊσταμένου για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, ή ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση της αιτήτριας Α. Νουσκά-Κόκκινου σε σχέση με την υποβολή της σε εξέταση για τη δαπίστωση του βαθμού γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Η θέση των καθ΄ων η αίτηση ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα είναι ότι η ΕΔΥ άσκησε με εύλογο και επιτρεπτό τρόπο τη διακριτική της εξουσία για τον έλεγχο της κατοχής απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος. Ως προς τον ισχυρισμό για παραγνώριση του στοιχείου της αρχαιότητας της αιτήτριας, οι καθ΄ ων η αίτηση απαντούν ότι αυτό λήφθηκε υπόψη σε συνδυασμό με άλλα μετρήσιμα κριτήρια. Τέλος οι καθ΄ων η αίτηση υποστήριξαν ότι ο ισχυρισμός του αιτητή Α. Σκώττη, για υπέρμετρη βαρύτητα που, όπως εισηγήθηκε, προσδόθηκε από την ΕΔΥ στην απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της συνέντευξη, σε βάρος των αποτελεσμάτων του γραπτού διαγωνισμού και της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Παρόμοιες τοποθετήσεις περιλαμβάνονται στις αγορεύσεις των δικηγόρων των ενδιαφερομένων προσώπων, με τις οποίες επίσης αντικρούονται οι προβληθέντες λόγοι ακυρώσεως.

Τα γεγονότα που συνθέτουν την εικόνα της υπόθεσης, σε συνδυασμό με εκτεταμένη επισκόπηση των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου συνηγορούν υπέρ των θέσεων των καθ΄ων η αίτηση και των ενδιαφερομένων προσώπων.

Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Καθορίζονται δε ως απαιτούμενα προσόντα τα ακόλουθα:

«3. Απαιτούμενα προσόντα:

(1)(α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:

Οικονομικά, Εμπορικές Επιστήμες, Νομικά (συμπεριλαμβανομένου του Barrister-at-Law), Διοίκηση Επιχειρήσεων, Λογιστική, Δημόσια Διοίκηση, Στατιστική, Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών ή/και Πληροφορικής.

Σημ.: Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.

ή

(β) μέλος αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών.

      1. Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.
      2. Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας.
      3. Σημ.: Όσον αφορά τους υποψηφίους -

        (α) Των οποίων η μητρική γλώσσα δεν είναι η Ελληνική και δεν έχουν απολυτήριο Ελληνικού Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης. και

        (β) οι οποίοι, δυνάμει του Άρθρου 2.3 του Συντάγματος, επέλεξαν να ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα,

        απαιτείται μόνο καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας νοουμένου ότι αυτοί έχουν άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

      4. Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

Το επιχείρημα που προβλήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας Αθανασίας Νουσκά ότι υπερείχε έκδηλα σε προσόντα, αξία και αρχαιότητα έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων κρίνεται παντελώς αβάσιμο. Όλοι πληρούσαν τα ζητούμενα στην παρ.(1)(α) των απαιτούμενων προσόντων, είτε κατέχοντας πανεπιστημιακό δίπλωμα στα καθοριζόμενα εκεί θέματα είτε υπό την ιδιότητά τους ως μέλη αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών (παρ.(1)(β)). Η αιτήτρια Α. Νουσκά κατείχε Πτυχίο Οικονομικών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Πιστοποιητικό Book-keeping-First Level του London Chamber of Commerce and Industry. Σε ότι αφορούσε τις γνώσεις της στην αγγλική κατείχε GCE (Ordinary Level) με βαθμό «D». Συναφή διπλώματα κατείχαν όμως και τα ενδιαφερόμενα μέρη, κάποια εκ των οποίων διέθεταν μάλιστα και επιπρόσθετα προσόντα, όπως για παράδειγμα η Μ. Κωνσταντίνου που κατείχε μεταπτυχιακό τίτλο (Μ.Β.Α in General Management) και τα επίσης ενδιαφερόμενα πρόσωπα Ε. Καζάκου-Γεωργίου, Λουκία Κούτρα-Μοδινού και Μαργαρίτα Χριστοδούλου που διέθεταν εκτός του πιστοποιητικού LCCI Book-keeping που είχε και η αιτήτρια, παρόμοιο προσόν με θέμα Accounting. Ως προς το θέμα της αξίας, υπάρχει αναφορικά με την αιτήτρια μία μόνο ετήσια υπηρεσιακή έκθεση, για το έτος 1996. Συγκέντρωσε τέσσερα «εξαίρετα» και τρία «πολύ ικανοποιητικά». Δεν υπερείχε έναντι κάποιου εκ των ενδιαφερομένων προσώπων που κατείχαν τη θέση του Βοηθού Λειτουργού Φ.Π.Α. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Υπάρχουν αξιολογήσεις για τους ενδιαφερόμενους Δημητρίου, Αταλιώτη, Καζάκου-Γεωργίου, Κούτρα-Μοδινού και Χριστοδούλου. Είχαν για το έτος 1996 αξιολογηθεί στο επίπεδο της αιτήτριας, (τέσσερεις φορές «εξαίρετα» και τρεις «πολύ ικανοποιητικά» για τους Αταλιώτη, Κούτρα-Μοδινού και Χριστοδούλου), είτε υπερείχαν ελαφρώς έναντι αυτής (πέντε «εξαίρετα», δύο «πολύ ικανοποιητικά» και επτά εξαίρετα για τους Δημητρίου και Καζάκου-Γεωργίου αντίστοιχα). Ούτε ως προς την αρχαιότητα δικαιώνεται η άποψη της αιτήτριας. Ανασκόπηση του τελευταίου αυτού στοιχείου, το οποίο αφορά προφανώς την αιτήτρια και τα πέντε ενδιαφερόμενα πρόσωπα που κατέλαβαν την επίδικη θέση με προαγωγή, αποδεικνύει ότι είχαν πρωτοδιορισθεί στη θέση Βοηθού Λειτουργού Φ.Π.Α. 2ης Τάξης, από 3.8.92 η αιτήτρια όπως και οι ενδιαφερόμενοι Αταλιώτης, Καζάκου-Γεωργίου, Κούτρα-Μοδινού και Χριστοδούλου ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Δημητρίου είχε προβάδισμα έξι περίπου μηνών, αφού διορίσθηκε στην ίδια θέση από 3.2.92.

Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων ο ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας σε προσόντα, αξία και αρχαιότητα κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται. Ανάλογης μεταχείρισης πρέπει να τύχει και η εισήγησή της ότι κακώς παραγνωρίσθηκε η εκ μέρους της κατοχή του προβλεπόμενου στο σχέδιο υπηρεσίας (βλ. πιο πάνω, παρ.(4) των απαιτούμενων προσόντων) πλεονεκτήματος. Ο ίδιος ισχυρισμός προβλήθηκε ως λόγος ακύρωσης εκ μέρους και του αιτητή Α. Σκώττη στις προσφυγές αρ. 479 & 480/00. Πρόκειται για το πλεονέκτημα της πείρας σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, που επικαλούνται ως αποτέλεσμα της προγενέστερης υπηρεσίας τους στη θέση του Βοηθού Λειτουργού Φ.Π.Α. Το γεγονός αυτό, τους προσέδιδε, όπως υποστηρίζουν, προβάδισμα έναντι των υποψηφίων που κατέλαβαν τις θέσεις με διορισμό, τα ενδιαφερόμενα δηλαδή πρόσωπα Κ. Γαλήνης και Μ. Κωνσταντίνου. Παραγνωρίζουν όμως ότι τα δύο αυτά πρόσωπα αξιολογήθηκαν σε ανώτερο επίπεδο κατά την προφορική συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ, είχαν τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή, ενώ όπως επισημάνθηκε η Μ. Κωνσταντίνου που επιλέγηκε τελικά για διορισμό, κατείχε υψηλότερα ακαδημαϊκά προσόντα. Αντίθετα με τα όσα υποστηρίχθηκαν εκ μέρους των αιτητών, η ΕΔΥ έλαβε υπόψη το γεγονός της κατοχής του πλεονεκτήματος, συνεκτιμώντας το με τα υπόλοιπα στοιχεία και δίνοντας του την ανάλογη βαρύτητα.

Ακολουθεί το θέμα της σύστασης του Αναπληρωτή Διευθυντή. Αμφισβητήθηκε έντονα η νομιμότητα της και αποτέλεσε επίκεντρο κριτικής εκ μέρους τόσο της αιτήτριας στην 325/00 αλλά και του αιτητή στις 479 & 480/00. Η πρώτη τη χαρακτήρισε ελαττωματική ως συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων. Παρέλειψε όμως να διευκρινίσει σε τι ακριβώς έγκειται η κατ΄ισχυρισμό αυτή διάσταση. Υπενθυμίζεται εδώ ότι προκειμένου για διαδικασία πλήρωσης θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής ο Νόμος (άρθρο 34(9) Ν.1/90) δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση. Ενόψει δε και των πιο πάνω διαπιστώσεων για την απουσία οποιουδήποτε βαθμού υπεροχής των αιτητών έναντι των συστηθέντων, ο σχετικός ισχυρισμός είναι καταδικασμένος σε αποτυχία. Εξίσου αβάσιμοι κρίνονται και οι άλλοι δύο ισχυρισμοί που προβλήθηκαν σε σχέση με τη σύσταση. Υποστηρίχθηκε, όπως ήδη επισημάνθηκε, η αναρμόδια παρουσία του Αναπληρωτή Διευθυντή, κατά την κρίσιμη συνεδρίαση της ΕΔΥ και η εκ μέρους του παροχή συστάσεων, από τη στιγμή που ο Νόμος επιφυλάσσει τη σχετική εξουσία για τον προϊστάμενο του οικείου τμήματος. Στην προκείμενη περίπτωση ο Διευθυντής του τμήματος βρισκόταν σε προαφυπηρετική άδεια. Το άρθρο 42 του Ν. 1/90 παρέχει τη δυνατότητα αναπληρωματικού διορισμού άλλου προσώπου σε θέση που κενούται για οποιοδήποτε λόγο ή ο κάτοχός της απουσιάζει με άδεια. Συνεπώς η παρουσία του Αναπληρωτή Διευθυντή ήταν νομότυπη. Απορριπτέο κρίνεται και το επιχείρημα που προβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή στις προσφυγές 479 & 480/00, ότι δηλαδή υποχρεούτο η ΕΔΥ να ζητήσει νέα σύσταση ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης που προκάλεσε την επανεξέταση του θέματος. Όπως ήδη επισημάνθηκε, δεν ήταν η σύσταση που αποτέλεσε τον πυρήνα της προγενέστερης δικαστικής απόφασης. Αυτό που εκεί κρίθηκε ως μεμπτό ήταν η μέθοδος αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, διαπίστωση που δημιούργησε δεσμευτικό, έναντι όλων, δεδικασμένο. Η σύσταση όπως λήφθηκε, ήταν νόμιμη και η προσπάθεια αμφισβήτησης του κύρους της ή ο συσχετισμός της με το ακυρωτικό αποτέλεσμα που προηγήθηκε δεν μπορεί να επιτύχει.

Η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 325/00, αμφισβητώντας βασικά τη συμμόρφωση της ΕΔΥ προς το δεδικασμένο, υποστήριξε ότι όφειλε το διορίζον όργανο κατά την επανεξέταση να «αγνοήσει την αρχικά σχηματισθείσα εντύπωσή της για την απόδοση των υποψηφίων και όχι να προχωρήσει σε αιτιολόγηση της σχετικής εντύπωσης που αποκομίσθηκε κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση των υποψηφίων μετά την πάροδο διετίας από την ημερομηνία διεξαγωγής της». Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Το θέμα κρίθηκε νομολογιακά στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κολοκοτρώνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2508 & 2509, ημερ. 15.6.98. Λέχθηκαν εκεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (σελ. 7-8):

«Ο Γενικός Εισαγγελέας συζήτησε την υπόθεση και έκανε τις εισηγήσεις του μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων στις υποθέσεις Μαραθεύτης και Ποτούδης. Πρότεινε δε πως, στην περίπτωση που εξετάζουμε, η πιθανότητα λάθους, όπως λειτούργησε στο αποτέλεσμα στην υπόθεση Μαραθεύτης, δεν υπάρχει. Εδώ τα μέλη της Επιτροπής είχαν τις προσωπικές τους σημειώσεις, τις οποίες και χρησιμοποίησαν για να συζητηθεί πρώτα και να καταγραφεί μετά στα πρακτικά, ως συλλογικό όργανο, η αιτιολογία της κρίσης του για την απόδοση των υποψηφίων.

Έχουμε ήδη πει πως συμφωνούμε με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα. Η εισήγηση των δικηγόρων του εφεσίβλητου, που στηρίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, ότι δηλαδή οι σημειώσεις αυτές θα έπρεπε να κατατεθούν για να αποτελέσουν μέρος των πρακτικών, για να μπορεί να ελεγχθεί και το περιεχόμενο τους είναι εσφαλμένη. Στις σημειώσεις αυτές καταγράφεται η νοητική λειτουργία και η προσωπική αξιολόγηση του κάθε μέλους. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις με φράσεις ή λέξεις, που αποτελούν κλειδιά για τον ίδιο τον γράψαντα μόνο, και που δεν μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν από τον αναγνώστη. Η νοητική λειτουργία των μελών δεν ελέγχεται. Ελέγχεται η απόφαση και η αιτιολογία, όπως διαμορφώνεται μετά από τη συζήτηση του συλλογικού οργάνου. Είναι γι΄αυτό το λόγο που οι σημειώσεις αυτές δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρακτικού των εργασιών της συνεδρίας της ΕΔΥ, που προβλέπεται να τηρούνται βάσει του άρθρου 11(3), (4) και 5 του Νόμου.»

Στην παρούσα υπόθεση η ΕΔΥ μετά την πρώτη ακυρωτική απόφαση είχε καθήκον να συμμορφωθεί με αυτή και να επανεξετάσει το ζήτημα. Δεσμευόμενη νομικά με το περιεχόμενο της κατέγραψε στο σχετικό πρακτικό ότι «αποφάσισε να λάβει υπόψη και την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, αφού την αιτιολογήσει με βάση τις σχετικές προσωπικές σημειώσεις που ο Πρόεδρος και τα Μέλη τηρούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.» Προχωρεί στη συνέχεια (βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3, σελ.52) στη σχετική παράθεση της αιτιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων. Τέθηκε, εκ μέρους της αιτήτριας Α. Νουσκά, ότι ο τρόπος με τον οποίον καταγράφηκαν οι εντυπώσεις της ΕΔΥ δεν συνιστά αιτιολογία. Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Συμμορφούμενη με το νόμο, η ΕΔΥ προχώρησε στην αιτιολόγηση της κρίσης της συμπληρώνοντας τις στερεότυπες φράσεις που όπως κρίθηκε νομολογικά δεν αποτελούσαν αιτιολογία, με αναφορά στα συγκεκριμένα εκείνα σημεία που οδήγησαν την ΕΔΥ στη διαμόρφωση της κρίσης και της τελικής της τοποθέτησης, θεραπεύοντας έτσι την έλλειψη αιτιολογίας. Είναι πάνω σε αυτή τη βάση που διαμορφώθηκε η εικόνα υπεροχής των ενδιαφερομένων μερών έναντι των αιτητών. Οι τελευταίοι χαρακτηρίσθηκαν ως εξής:

«ΣΚΩΤΤΗΣ Αριστοτέλης: Καλός. Η γλωσσική του κατάρτιση είναι ικανοποιητική. Οι γνώσεις του όμως περί του αντικειμένου είναι περιορισμένες. Δυσκολευόταν να επικεντρώσει τις απόψεις του στα ερωτήματα που ετίθεντο και κατέφευγε σε γενικολογίες.

ΚΟΚΚΙΝΟΥ-ΝΟΥΣΚΑ Αθανασία: Πολύ καλή. Γνωρίζει αρκετά καλά το αντικείμενο. Εκφράζεται με σαφήνεια, έχει αυτοπεποίθηση και παρρησία γνώμης. Προσπαθεί να αιτιολογεί τις απόψεις της, ενίοτε όμως δεν διεισδύει στην ουσία των θεμάτων.»

Τα ενδιαφερόμενα μέρη, αντίθετα, χαρακτηρίσθηκαν από «Σχεδόν εξαίρετος» μέχρι «Πολύ καλός+» για τους λόγους που αναλυτικά σημειώνονται. Ο ισχυρισμός για αναιτιολόγητη κρίση της ΕΔΥ απορρίπτεται. Ανεδαφικός κρίνεται και ο ισχυρισμός ότι οι πιο πάνω κρίσεις της ΕΔΥ αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική συνέντευξη αποτέλεσαν το μοναδικό κριτήριο επιλογής. Η απάντηση δίνεται στο ίδιο το πρακτικό της κρίσιμης συνεδρίασης. Μεταφέρω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

«Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι υποψήφιοι Βρυωνίδης Νίκος, Κατσιολούδης Πέτρος, Νεοφύτου Χαράλαμπος, Παπαντωνίου Μάριος, Σκώττης Αριστοτέλης, Χαραλάμπους Βασίλειος, Ελευθερίου Παύλος και Κόκκινου-Νούσκα Αθανασία, που δεν επιλέγηκαν, διαθέτουν το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, ενώ οι επιλεγέντες Γαλήνης και Κωνσταντίνου δεν το διαθέτουν, και ότι μερικοί από αυτούς, συγκρινόμενοι με ορισμένους από τους επιλεγέντες, συγκέντρωσαν ψηλότερη βαθμολογία στην ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαδικασία. Με βάση όμως όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, η Επιτροπή έκρινε ότι οι πιο πάνω υποψήφιοι, παρά το γεγονός ότι διαθέτουν το πλεονέκτημα και κάποια σχετική υπεροχή στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υστέρησαν γενικά έναντι των επιλεγέντων όχι μόνο λόγω της χαμηλότερης απόδοσής τους στην ενώπιόν της προφορική εξέταση αλλά και γιατί δεν διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή.»

Απομένει το θέμα της κατ΄ ισχυρισμόν άνισης μεταχείρισης της αιτήτριας Α. Νούσκα (αρ. προσφ. 325/00), το οποίο όπως η ίδια εισηγήθηκε προέκυψε λόγω της υποβολής της σε εξέταση για τη διαπίστωση της απαιτούμενης στο σχέδιο υπηρεσίας πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας. Κατείχε πιστοποιητικό GCE "O" Level με βαθμό «D» όπως ήδη επισημάνθηκε. Δεν ήταν ως εκ τούτου δυνατό να θεωρηθεί ότι διέθετε αποδεκτό τεκμήριο κατοχής του σχετικού προσόντος, όπως είχαν αυτά καθορισθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία έθεσε ως αποδεκτό όριο την επιτυχία σε εξετάσεις GCE "O" Level το βαθμό "C" και άνω. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Μ. Αταλιώτης και Λ. Κούτρα-Μοδινού, διέθεταν, ο μεν πρώτος πιστοποιητικό του Πανεπιστημίου Μακεδονίας ότι διδάχθηκε το μάθημα της Αγγλικής στο Α΄, Β΄και Γ΄ έτος ικανοποιώντας τις απαιτήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η δεύτερη είχε επιτύχει σε σχετική εξέταση στα αγγλικά για τη διακρίβωση της πολύ καλής γνώσης της γλώσσας μέσα στα πλαίσια προηγούμενης διαδικασίας (θέση Λειτουργού Φ.Π.Α) το 1992 με βαθμό επιτυχίας 84%. Το ίδιο ίσχυε και για την ενδιαφερόμενη Μ. Χριστοδούλου. Ο σχετικός ισχυρισμός κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ΕΔΥ, τηρώντας το νόμο και διορθώνοντας τα σφάλματα που υποδείχθηκαν στην ακυρωτική απόφαση που προηγήθηκε, ενήργησε κατά την επανεξέταση του θέματος μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας, καταλήγοντας στη λήψη μιας απόφασης καθόλα νόμιμης και εύλογα επιτρεπτής.

Οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον των αιτητών.

 

 

Π. Αρτέμης,

&# 9;Δ.

 

 

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο