ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 272/99
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 24, 28 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Ανδρέα Βροντή από τη Λάρνακα
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Εφόρου Φόρου Εισοδήματος
Καθού η αίτηση
------------------------
Ημερομηνία:
28 Ιουνίου, 2002Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης
Για τον καθού η αίτηση: Δ. Χρυσανδρέα (κα)
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή του ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (καθού η αίτηση) ημερ. 23/12/98 (παράρτημα "Ι") με την οποία απέρριψε τις ενστάσεις του (παραρτήματα "Γ1 - Γ10") κατά των φορολογιών που του επέβαλε. καθώς και τη νομιμότητα επιβολής φόρου εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 1976/75 μέχρι και το 1981. Συνακόλουθα αμφισβητεί και τον καταλογισμό έκτακτης εισφοράς για τις τριμηνίες 1/75-4/75 και 1/77-4/81. Οι λεπτομέρειες των φορολογιών φαίνονται στα παραρτήματα "Α" και "Β". Τα παραρτήματα επισυνάφθηκαν στο δικόγραφο της ένστασης.
Για να εξετασθούν οι υποθέσεις του αιτητή και να προσδιορισθούν οι φορολογικές του υποχρεώσεις έγιναν αλλεπάλληλες συναντήσεις. Μετείχαν σ' αυτές, εκτός του αιτητή, οι λογιστές του και ανώτερος λειτουργός του γραφείου του καθού. Σε μια από τις συσκέψεις έλαβε μέρος και ο γιός του αιτητή. Για τα πεπραγμένα της κάθε σύσκεψης έγιναν υπηρεσιακά σημειώματα (βλ. παραρτήματα "Ε" έως "Η"). Το παράρτημα "Θ" είναι η συμφωνία που υπογράφηκε αναφορικά με το κόστος ανέγερσης δύο πολυκατοικιών, που αποτελούσε εστία διαφοράς. Συμφωνήθηκαν περαιτέρω και τροποποιήσεις στην περιουσιακή κατάσταση, ημερ. 5/2/82, που υπέβαλε ο αιτητής.
Αξίζει να λεχθεί ότι των συσκέψεων προηγήθηκε η λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον του αιτητή για να αναγκασθεί να δώσει όλα τα στοιχεία και πληροφορίες που του ζήτησε ο καθού. Δεν κατέστη όμως δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία σε όλες τις διαφορές. Έτσι μετά την αποστολή των τελικών ειδοποιήσεων φορολόγησης, ακολούθησε η κατάθεση της κρινόμενης προσφυγής.
Ο δικηγόρος του αιτητή έθιξε πρώτα θέμα αρμοδιότητος του οργάνου που έλαβε την επίδικη απόφαση. Και τούτο με αφορμή ότι την παραπάνω επιστολή υπογράφει ο λειτουργός του καθού Φ. Αλεξάνδρου "για Έφορο Φόρου Εισοδήματος". Και ότι δε φαίνεται κατά πόσο ο εν λόγω λειτουργός ήταν εγκεκριμένο ή εξουσιοδοτημένο όργανο για τη συζήτηση των ενστάσεων και λήψη απόφασης. Άλλος λόγος που ποώθησε ο συνήγορος είναι ότι η παραπάνω επιστολή είναι πράξη εκτέλεσης και όχι η ίδια η επίδικη πράξη.
Προκύπτει από το αντίτυπο της επίσημης εφημερίδας της Δημοκρατίας ημερ. 8/7/94, που προσκομίστηκε, ότι ο κ. Φ. Αλεξάνδρου προάχθηκε την 1/6/94 σε Ανώτερο Αρχιφοροθέτη. Παρουσιάστηκε επίσης η εγκύκλιος του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων ημερ. 28/3/95. Με αυτή ο Έφορος εκχώρησε σε αριθμό λειτουργών που κατέχουν την παραπάνω θέση, μεταξύ των οποίων και στον προμνησθέντα, εξουσία επιβολής πρόσθετης φορολογίας μέχρι £30.000. Και εδώ ο επιπρόσθετος φόρος δεν υπερβαίνει το ποσό αυτό. Στην πραγματικότητα η συνολική φορολογία για όλα τα χρόνια συμποσούται σε £30.751,56. Αρα ο χειρισμός της υπόθεσης από το συγκεκριμένο υπάλληλο βρισκόταν μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του.
Η ένσταση αναρμοδιότητας κρίνεται, για το λόγο που δόθηκε, αβάσιμη. Βλ. την απόφαση του Αρτέμη Δ στην προσφ. αρ. 21/2000 Μιχαήλ Τιγγιρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 9/5/01, όπου απορρίφθηκε παρόμοιος ισχυρισμός αναρμοδιότητας.
Αν, όπως εισηγείται ο συνήγορος, η επίδικη είναι πράξη εκτέλεσης, η προσφυγή του αιτητή θα ήταν απαράδεκτη ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής πράξης. Το επιχείρημα είναι ατυχές. Φυσικά οι τελικές ειδοποιήσεις παραρτήματα "Α" και "Β", που συνοδεύθηκαν από την επιστολή/παράρτημα "Ι", αποτελούν ή αντανακλούν την επίδικη πράξη. Το παράπονο απορρίπτεται ως ανυπόστατο.
Οι πλημμέλειες που προσάπτονται κατά της απόφασης είναι κυρίως πως δεν έγινε η δέουσα για την περίπτωση έρευνα με αποτέλεσμα αυτή να μην αιτιολογείται επαρκώς. Ακόμη αποδίδεται προκατάληψη στον εν λόγω λειτουργό γιατί, παρά τα στοιχεία που προμήθευσε ο αιτητής, ο πρώτος επέμεινε στην άποψη που είχε αρχικά σχηματίσει. Ανεξάρτητα όμως, έγινε ο ίδιος κριτής της δικής του υπόθεσης κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Βασίστηκε δε σε αυθαίρετες προσωπικές εκτιμήσεις του και σε υποθέσεις, αγνοώντας τα δεδομένα. Η ελλιπής ή λανθασμένη διαπίστωση των γεγονότων καθιστά την απόφαση προϊόν πλάνης για την οποία είναι επίσης ακυρωτέα η επίδικη απόφαση.
Συγκεκριμένα έχει λεχθεί ότι ο καθού αύξησε αυθαίρετα τις ετήσιες δαπάνες συντήρησης της οικογένειας του αιτητή από £7.900 (για ολόκληρη την περίοδο από 1/7/75 μέχρι 5/2/82) σε £15.000. Δεν έχει έτσι το ζήτημα. Είναι φανερό από τη δεύτερη σελίδα του παραρτήματος "Ι" ότι η ετήσια αυτή δαπάνη έμεινε στο ποσό των £7.900, το οποίο εισηγήθηκε ο αιτητής.
Το άλλο συγκεκριμένο παράπονο είναι ότι κακώς δεν έγινε δεκτός ο ισχυρισμός του αιτητή ότι παραχώρησε αριθμό διαμερισμάτων στα παιδιά του δωρεάν. Ας σημειωθεί ότι ο λειτουργός, όπως αναγράφεται στο σημείωμα παράρτημα "Ε", θεώρησε ότι αυτά παραχωρήθηκαν σε τιμή κόστους με βάση την οποία, όπως ακριβώς αναφέρει, "θα φορολογηθεί ο πατέρας τους". Υπάρχει όμως στο περιθώριο η παρακάτω σημείωση:
"Τα διαμερίσματα εδόθηκαν στα τέκνα του για τις υπηρεσίες που προσέφεραν κατά την ανέγερση της πολυκατοικίας ως εξήγησε ο κ. Βροντής αντί να τους πληρώσει εργατικά τους έδωσε διαμερίσματα."
Στο ίδιο έγγραφο υπάρχει επίσης σημείωση ότι οι δωρεές έγιναν το 1985, δηλαδή, 3 με 4 χρόνια μετά την επίδικη περίοδο που λήγει το 1981. Στο παραπάνω σχόλιο του ο Έφορος αναφέρεται σε χρόνο μέλλοντα "θα φορολογηθεί ο πατέρας". Αυτά πείθουν - και δεν αποδείχθηκε οτιδήποτε που οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα - ότι οι πράξεις εκείνες δεν φορολογήθηκαν κατά την επίδικη περίοδο. Εν πάση περιπτώσει, το σχετικό συμπέρασμα του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτό με βάση τα δεδομένα που υπήρχαν και σημειώνει σχετικά ο Έφορος.
Από τη μελέτη των φακέλων προκύπτει ότι ο Έφορος προέβη, προτού αποφασίσει, σε ενδελεχή έρευνα. Προς αυτή την κατεύθυνση δείχνουν οι διάφορες ενέργειες του. Ζήτησε λεπτομέρειες και περαιτέρω στοιχεία από τον αιτητή και για να είναι πιο ενημερωμένος επέμεινε, υπό την απειλή δικαστικών μέτρων, να του δοθούν. Ακολούθησαν πέντε συναντήσεις, στις οποίες αναφέρθηκα. Σε ορισμένα δε θέματα υπήρξε συμφωνία. Θα έλεγα ότι η διερεύνηση ήταν προσεκτική και πλήρης και έφερε σε φως τα γεγονότα χωρίς παρανοήσεις.
Η επάρκεια της έρευνας αντανακλάται και στα στοιχεία που παρέχει η επιστολή παράρτημα "Ι", που περιέχει σαφή και ικανοποιητική αιτιολογία της επίδικης απόφασης, η οποία υποστηρίζεται - και συμπληρώνεται - από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων. Ασφαλώς δεν αποδείχθηκε οτιδήποτε για να αποδώσω προκατάληψη στο λειτουργό, ο οποίος φαίνεται να ενήργησε ακριβοδίκαια. Τα περί προειλημμένης απόφασης, αν αναλογισθούμε την πορεία της υπόθεσης, είναι άδικα και ανυπόστατα. Η εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατέθηκαν δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με το αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης ότι δεν μπορεί να είναι ένας κριτής της υπόθεσης του. Όλες οι παραπάνω αιτιάσεις κατά της απόφασης κρίνονται αβάσιμες και απορρίπτονται.
Παραμένει ένα τελευταίο θέμα. Ο συνήγορος ισχυρίστηκε ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας (άρθρ. 28 του Συντάγματος), της φορολογικής ισότητας (άρθρ. 24 του Συντάγματος) καθώς και την αρχή της αναλογικότητας. Εξέτασα την ένσταση της δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι τέτοιοι λόγοι δεν αναφέρονται στην προσφυγή και δεν μπορεί, επομένως, να εξετασθούν. Δε συμφωνώ. Καλύπτονται από τις παραγράφους (β), (γ) και (δ) των νομικών σημείων. Δεν έχει όμως διευκρινισθεί κατά ποίον τρόπον έχουν παραβιασθεί οι εν λόγω αρχές. Το σχόλιο του Χρ. Γ. Σγουρίτσα, τόμος Β τεύχος Β, "Συνταγματικόν Δίκαιον" (1966), ταιριάζει απόλυτα και διαφωτίζει και το άρθρ. 24 του Συντάγματος μας:
"Η ισότης την οποίαν καθιεροί εν προκειμένω το Σύνταγμα, δεν έχει την έννοιαν ότι έκαστος Έλλην πρέπει να καταβάλλη το αυτό ποσόν φόρων, αλλ' ότι η φορολογική επιβάρυνσίς του πρέπει να είναι ανάλογος προς τας οικονομικάς δυνατότητάς του ή, άλλως, προς την φοροδοτικήν ικανότητά του."
Δεν έχω εδώ εντοπίσει διάκριση σε βάρος ή δυσμενή μεταχείριση του αιτητή. Και κατά μείζονα λόγο στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι η φορολογία δεν ήταν σύμφωνη με τη φοροδοτική ικανότητα του. Ούτε διαπιστώνω ο αιτητής να βρίσκεται σε θέση δυσαναλογίας οικονομικής δυνατότητας και φορολογιών.
Για τους παραπάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Σ. Νικήτας,
Δ.
/Κασ