ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ.1154/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 146 , και 28 του Συντάγματος.

Μιχάλης Σταυρινού,

Αιτητής,

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 27.5.02

Για τον αιτητή: κ. Κ. Κούσιος

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Μ. Σπηλιωτοπούλου

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ») με την οποίαν απορρίφθηκε αίτημά του για αναγνώριση του χρόνου που χρησιμοποιήθηκε για την απόκτηση μεταπτυχιακών προσόντων, κατά τρόπο που θα προσέδιδε αναδρομικότητα στο διορισμό του ή στις προαγωγές του που ακολούθησαν είτε θα συνεπαγόταν οποιαδήποτε ευνοϊκή για τον ίδιο βαθμολογική, μισθολογική ή συνταξιοδοτική αναπροσαρμογή.

Ο αιτητής κατέχει τη θέση του Πληρεξούσιου Υπουργού, Εξωτερικές Υπηρεσίες. Πρωτοδιορίστηκε στη θέση Ακόλουθου στις 15.6.89. Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση αποκαλύπτουν ότι είχε αρχικά ζητήσει, με επιστολή προς την ΕΔΥ ημερομηνίας 28.2.90, να του αναγνωρισθεί ο χρόνος που δαπανήθηκε για την απόκτηση μεταπτυχιακών τίτλων που του είχαν απονεμηθεί στο χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της πρόσληψής του στη δημόσια υπηρεσία, (Magister in Scientia και Philosopieae Doctor) και τα οποία απέκτησε τον Ιούλιο του 1981 και τον Ιούλιο του 1983 αντίστοιχα. Επανέλαβε το αίτημα με επιστολή ημερομηνίας 20.5.91. Απαντώντας σχετικά, η ΕΔΥ τον πληροφόρησε στις 7.6.91 ότι το θέμα της αναγνώρισης χρόνου που δαπανήθηκε για απόκτηση μεταπτυχιακού ή πτυχιακού προσόντος μπορούσε να εξεταστεί μόνο μέσα στα πλαίσια διαδικασίας για πλήρωση θέσεων για τις οποίες θα ήταν υποψήφιος. Ο αιτητής συνέχιζε να υποστηρίζει το αίτημά του ζητώντας με επιστολές του προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών και την ΕΔΥ, όπως του αναγνωρισθεί υπηρεσία ή πείρα δύο ετών στη θέση Ακόλουθου. Του κοινοποιήθηκε απαντητική επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών με την οποία πληροφορείτο ότι το αίτημά του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί (21.10.94). Έτυχε στο μεταξύ προαγωγής στη θέση Γραμματέα Β΄ ή Υποπρόξενου από 1.1.94 ενώ από 1.1.96 προήχθη στη θέση Γραμματέα Α΄ ή Πρόξενου. Εμμένοντας ωστόσο στο αίτημά του, ο αιτητής ζήτησε με επιστολή του ημερομηνίας 6.10.97 προς την ΕΔΥ, όπως επανεξεταστεί το όλο ζήτημα ενόψει και της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Βυρίδη (1997) 3 Α.Α.Δ. 132, στην οποία δόθηκε καταφατική απάντηση στο ερώτημα του κατά πόσο πλασματική υπηρεσία μπορεί να τεκμηριώσει ευδόκιμη υπηρεσία. Το αίτημα απορρίφθηκε εκ νέου από την ΕΔΥ στις 7.5.98. Το ζήτημα φαίνεται να επανήλθε στο προσκήνιο κατά τη συνεδρία της ΕΔΥ ημερομηνίας 11.11.99 όπου εξετάσθηκε το αίτημα του αιτητή, που είχε στο μεταξύ ανελιχθεί στη θέση του Συμβούλου ή Γενικού Πρόξενου Β΄, να του αναγνωρισθεί αναδρομικά από 15.6.91 ο χρόνος που δαπάνησε για την απόκτηση των μεταπτυχιακών του προσόντων ως υπηρεσία, για προαγωγή από τη θέση Ακόλουθου στη θέση Γραμματέα Β΄ ή Υποπρόξενου. Η ΕΔΥ αποδέκτηκε αυτή τη φορά το αίτημα πληροφορώντας τον αιτητή στις 7.12.99 ότι αποφασίσθηκε με βάση τα προβλεπόμενα στο Κανονισμό 15(2) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (ΚΔΠ 98/91) όπως του αναγνωρισθεί ο χρόνος που χρησιμοποιήθηκε για την απόκτηση των μεταπτυχιακών του τίτλων, ως υπηρεσία στη θέση Ακόλουθου στην οποία πρωτοδιορίστηκε. (Βλ. Παράρτημα 3 στην Ένσταση των καθ΄ων η αίτηση). Στις 19.1.2000, ο αιτητής που είχε στο μεταξύ προαχθεί αναδρομικά στη θέση Πληρεξουσίου Υπουργού, επανήλθε με νέο αίτημα. Ζήτησε, με επιστολή που απευθυνόταν προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, όπως, ενόψει της πιο πάνω απόφασης της ΕΔΥ, προβούν οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου στις δέουσες ενέργειες για τη βαθμολογική, μισθολογική και συνταξιοδοτική προσαρμογή που, όπως ισχυρίζετο δικαιούταν. Το θέμα παραπέμφθηκε και πάλι στην ΕΔΥ η οποία με την επιστολή της, ημερομηνίας 12.4.2000 πληροφόρησε το Γενικό Διευθυντή ότι το αίτημα που υποβλήθηκε στερείτο νομικής βάσης εφόσον όπως ανέφερε, ο σχετικός Κανονισμός (15(2), ΚΔΠ 98/91) προνοεί για αναγνώριση ως υπηρεσίας/πείρας, του χρόνου που διανύθηκε από υπάλληλο για απόκτηση μεταπτυχιακού προσόντος προκειμένου να συμπληρωθεί η απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας, υπηρεσία/πείρα για σκοπούς προαγωγής μόνο και ως εκ τούτου η απόφαση της ΕΔΥ για αναγνώριση, δυνάμει του πιο πάνω κανονισμού, του χρόνου που διανύθηκε από τον αιτητή για απόκτηση των μεταπτυχιακών του προσόντων, ως υπηρεσίας στη θέση Ακόλουθου που πρωτοδιορίστηκε δεν διαφοροποιεί την ημερομηνία διορισμού του στη θέση αυτή και ούτε μπορεί η εν λόγω αναγνώριση να θεωρηθεί ότι δίδει αναδρομική ισχύ στην ημερομηνία διορισμού του. Καταλήγοντας η ΕΔΥ τόνισε ότι η απόφασή της για αναγνώριση του χρόνου που διανύθηκε από τον αιτητή για την απόκτηση των μεταπτυχιακών του προσόντων, ως υπηρεσία στη θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, στην οποία πρωτοδιορίστηκε δεν συνεπάγεται γι΄αυτόν οποιαδήποτε βαθμολογική, μισθολογική ή συνταξιοδοτική αναπροσαρμογή (βλ. Παράρτημα 5 στην Ένσταση των Καθ΄ων η αίτηση). Λαμβάνοντας γνώση της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής στράφηκε εκ νέου προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, με επιστολή του ημερομηνίας 25.4.2000 στην οποίαν διευκρίνιζε ότι το αίτημά του αφορούσε αναγνώριση του χρόνου που ανάλωσε για απόκτηση των μεταπτυχιακών του προσόντων για σκοπούς προαγωγής και όχι για να δοθεί αναδρομική ισχύς στην ημερομηνία διορισμού του. Ζητούσε δε και πάλιν, μετά την αναγνώριση από την ΕΔΥ του χρόνου που δαπανήθηκε για την απόκτηση των μεταπτυχιακών του προσόντων ως υπηρεσίας στη θέση Ακόλουθου στην οποία είχε πρωτοδιοριστεί και προς το σκοπό, όπως ανέφερε της υλοποίησης της πιο πάνω απόφασης, αναδρομική προαγωγή στη θέση του Γραμματέα Β΄ κατά δύο χρόνια ενωρίτερα απ΄ότι είχε προαχθεί. Το ζήτημα απασχόλησε και πάλι την ΕΔΥ μέσα στα πλαίσια της συνεδρίας της στις 8.6.2000 όπου το αίτημα κρίθηκε απορριπτέο με το σκεπτικό ότι η σχετική απόφαση για αναγνώριση του χρόνου που αναλώθηκε από τον αιτητή για απόκτηση των μεταπτυχιακών του προσόντων ως υπηρεσίας στη θέση Ακόλουθου στην οποία πρωτοδιορίστηκε ισχύει προκειμένου να συμπληρωθεί η απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας υπηρεσία/πείρα για σκοπούς προαγωγής μόνο και δεν είναι δυνατό, κατά συνέπεια, να προσδώσει οποιαδήποτε αναδρομικότητα στο διορισμό του ή σε οποιαδήποτε από τις προαγωγές του που ακολούθησαν, ούτε συνεπάγεται γι΄αυτόν οποιαδήποτε βαθμολογική, μισθολογική ή συνταξιοδοτική αναπροσαρμογή. Η ΕΔΥ ενημέρωσε τον αιτητή για την τελευταία αυτή απόφασή της με την επιστολή της ημερομηνίας 21.6.2000 και στις 4.9.2000 καταχωρίστηκε η παρούσα προσφυγή.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση εγείρει δυο προδικαστικές ενστάσεις. Σύμφωνα με την πρώτη ο αιτητής στερείται ενεστώτος έννομου συμφέροντος, γιατί «δεν υπάρχει κανένας κανόνας δικαίου που να στηρίζει το αίτημά του και γι΄αυτό οι αιτιάσεις του είναι νόμω και ουσία αβάσιμες». Κατά τη δεύτερη, η προσφυγή είναι απαράδεκτη στην έκταση, που σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση προσβάλλει απόφαση βεβαιωτική προγενέστερης και συνακόλουθα μη εκτελεστή. Η απόφαση της ΕΔΥ ημερομηνίας 8.6.2000 αποτελούσε πράξη πληροφοριακής φύσης που επιβεβαίωνε την προγενέστερη απόφαση της 12.4.2000, αφού, όπως καταλήγει η εισήγηση, δεν τέθηκε στο μεταξύ οποιοδήποτε νέο στοιχείο ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου για επανεξέταση. Η δεύτερη προδικαστική ένσταση φαίνεται να ευσταθεί. Ο συνήγορος του αιτητή προσπάθησε να την αντικρούσει μέσα στα πλαίσια της απαντητικής του αγόρευσης. Υπέβαλε ότι η απόφαση της 8.6.2000 δεν είναι βεβαιωτική ούτε πληροφοριακού χαρακτήρα, αφού, όπως εισηγήθηκε, στην προκειμένη περίπτωση η ΕΔΥ ξαναμελέτησε το θέμα υπο το φως των νέων στοιχείων που έθεσε ο αιτητής. Ο αιτητής βασικά ισχυρίζεται ότι η απόφαση της 12.4.2000 ήταν το αποτέλεσμα παρερμηνείας του αιτήματος που έθεσε ενώπιον της ΕΔΥ. Για το λόγο αυτό, όπως τονίζει, απέστειλε εκ νέου επιστολή προς την ΕΔΥ στην προσπάθειά του να επανατοποθετήσει το αίτημά του στη σωστή βάση. Επρόκειτο για την επιστολή του της 25.4.2000 στην οποία, όπως υποστηρίζει, διευκρινίζετο ότι αυτό που ζητούσε δεν ήταν η παροχή αναδρομικής ισχύος στην ημερομηνία διορισμού του αλλά η αναδρομική προαγωγή στο βαθμό του Γραμματέα Β΄. Αυτή ακριβώς η τελευταία επιστολή, καταλήγει η εισήγηση, έθεσε νέα στοιχεία ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου με αποτέλεσμα, η απόφαση που εκδόθηκε, στηριζόμενη στη βάση νέας έρευνας, να αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.

Το πιο πάνω επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Δεν έχει προσαχθεί ή επισυναφθεί οποιοδήποτε στοιχείο που να υποστηρίζει αυτή τη θέση. Δεν έχει επίσης επιδειχθεί ποιά ήταν ακριβώς τα νέα στοιχεία που οδηγώντας σε νέα έρευνα του θέματος θα μετέβαλλαν ενδεχομένως τη φύση της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση, η ΕΔΥ, είχε, όπως ήδη επισημάνθηκε, εγκρίνει το αίτημα για αναγνώριση του χρόνου που διανύθηκε από τον αιτητή για την απόκτηση των μεταπτυχιακών του προσόντων ως υπηρεσία στη θέση Ακόλουθου στην οποία πρωτοδιορίστηκε. Ενημερώθηκε προς τούτο ο αιτητής στις 7.12.99. Ακολούθησε το νέο αίτημα του, διατυπωμένο ως ακολούθως στο τηλεομοιοτυπικό μύνημά του προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, ημερομηνίας 19.1.2000:

«Έχω την τιμή να αποστείλω συνημμένα αντίγραφο της επιστολής της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με Αρ. Φακ. Π.23868, Α/Α 82/99 και ημερ. 7.12.1999, η οποία μου απεστάλη μέσω σας και να παρακαλέσω όπως ενόψει της υπ΄αναφοράν απόφασης, προβούν οι αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου στις δέουσες ενέργειες για την βαθμολογική, μισθολογική και συνταξιοδοτική προσαρμογή που δικαιούμαι με βάση την απόφαση αυτή.

Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση αφορά αναγνώριση του χρόνου δύο ετών που ανάλωσα για την απόκτηση των μεταπτυχιακών μου προσόντων στη θέση του Ακολούθου που είχα πρωτοδιοριστεί και άρα έχει αναδρομική ισχύ.»

Η απόφαση της ΕΔΥ με την οποίαν απορριπτόταν το πιο πάνω αίτημα περιέχεται στην επιστολή της 12.4.2000 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών. Έχει το πιο κάτω σαφέστατο περιεχόμενο:

«Ο Κανονισμός 15(2) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 έως 2000, προνοεί για αναγνώριση ως υπηρεσίας/πείρας του χρόνου που διανύθηκε από υπάλληλο για απόκτηση μεταπτυχιακού προσόντος προκειμένου να συμπληρωθεί η απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας υπηρεσία/πείρα για σκοπούς προαγωγής μόνο (Η υπογράμμιση είναι δική μας). Ως εκ τούτου, η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για αναγνώριση, δυνάμει του πιο πάνω Κανονισμού, του χρόνου που διανύθηκε από τον κ. Σταυρινό για απόκτηση των μεταπτυχιακών του προσόντων ως υπηρεσίας στη θέση Ακόλουθου, που πρωτοδιορίστηκε, δεν διαφοροποιεί την ημερομηνία διορισμού του στη θέση αυτή και ούτε μπορεί η εν λόγω αναγνώριση να θεωρηθεί ότι δίδει αναδρομική ισχύ στην ημερομηνία διορισμού του, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται.

Συνεπώς, η πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για αναγνώριση του χρόνου που διανύθηκε από τον κ. Σταυρινό για την απόκτηση των μεταπτυχιακών του προσόντων ως υπηρεσία στη θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, στην οποία πρωτοδιορίστηκε, δεν συνεπάγεται γι΄αυτόν οποιαδήποτε βαθμολογική, μισθολογική ή συνταξιοδοτική αναπροσαρμογή.»

Επρόκειτο αναμφισβήτητα για εκτελεστή διοικητική απόφαση η οποία δεν προσεβλήθη. Αντίθετα, ο αιτητής επανήλθε ζητώντας με την επιστολή του της 25.4.2000 «αναδρομική προαγωγή στη θέση του Γραμματέα Β΄ κατά δύο χρόνια ενωρίτερα απ΄ότι είχα προαχθεί» σε υλοποίηση όπως ανέφερε της απόφασης για αναγνώριση του χρόνου που διανύθηκε για την απόκτηση των μεταπτυχιακών του προσόντων ως υπηρεσία στη θέση Ακόλουθου που είχε πρωτοδιοριστεί. Οι διευκρινίσεις που περιέλαβε στο περιεχόμενο της επιστολής του, δεν μεταβάλλουν τη φύση του αιτήματος, ούτε μπορεί να εκληφθούν ως νέα στοιχεία. Ζητούσε, ούτως ή άλλως, αναδρομική προαγωγή αίτημα που αναμφίβολα συνεπαγόταν γι΄αυτόν βαθμολογική και μισθολογική αναπροσαρμογή.

Η αρνητική απάντηση της ΕΔΥ, όπως του κοινοποιήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση της 21.6.2000 απλά αντικατοπτρίζει ότι είχε αποκρυσταλλωθεί με την απόφαση της 12.4.2000 που εξετέθηκε. Αποκαλύπτει και επιβεβαιώνει την εμμονή της στην απόφαση της ότι η αναγνώριση του χρόνου που δαπανήθηκε για την απόκτηση των μεταπτυχιακών προσόντων του αιτητή ως υπηρεσία στη θέση Ακόλουθου, στην οποίαν πρωτοδιορίστηκε δεν μπορεί να δώσει οποιαδήποτε αναδρομικότητα στο διορισμό του ή σε οποιαδήποτε από τις προαγωγές του που ακολούθησαν ούτε μπορεί να επιφέρει για τον αιτητή οποιαδήποτε βαθμολογική, μισθολογική ή συνταξιοδοτική αναπροσαρμογή.

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η προσβληθείσα απόφαση είναι βεβαιωτική και όχι εκτελεστή διότι δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε μετά την απόρριψη του αιτήματος με την απόφαση της 12.4.2000 οτιδήποτε το νεώτερο. Στην Ζίττης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2082, ημερ. 29.5.98 αναφέρονται τα στοιχεία που πρέπει να υπάρχουν για να θεωρείται μια νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενέστερης. Επαναλαμβάνεται επίσης πότε γίνεται νέα έρευνα που οδηγεί σε νέα εκτελεστή πράξη. Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής δεν έθεσε κανένα νέο στοιχείο προς εξέταση. Οι διευκρινίσεις αναφορικά με το ακριβές αντικείμενο του αιτήματός του δεν μπορούν να οδηγήσουν σε νέα έρευνα εφόσον όπως ήδη εξηγήθηκε η φύση του αιτήματος, συνεπαγόμενη βαθμολογική και μισθολογική του αναπροσαρμογή, παρέμεινε ουσιαστικά αναλλοίωτη.

Στην προκείμενη περίπτωση η θέση της ΕΔΥ απέναντι στο αίτημα που υποβλήθηκε παρέμεινε η ίδια. Η επιστολή του αιτητή της 25.4.2000 δεν περιέχει, όπως διαπιστώνεται οποιαδήποτε νέα ανεξάρτητα και ουσιαστικά στοιχεία ή γεγονότα που θα δικαιολογούσαν νέα εξέταση του θέματος. Ο αιτητής είχε σε γνώση του την απορριπτική απόφαση της 12.4.2000. Δεν την προσέβαλε και εφόσον απώλεσε τη προθεσμία δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να την αναβιώσει με την επαναφορά του αιτήματος. Ενόψει αυτής της διαπίστωσης δεν θα εξετάσω την άλλη προδικαστική ένσταση, αλλά ούτε και την ουσία της προσφυγής.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

Π. Αρτέμης,

&# 9;Δ.

/Χ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο