ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 900/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

F.P.P.FISH PROCESSING LTD,

Αιτήτριας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του

Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

25 Απριλίου 2002

Για την αιτήτρια: Κ. Κούσιος, γι΄ αυτόν Μ. Πανταζή.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ρ. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια στις 2 Ιουλίου 1997 κατέθεσε στο Τελωνείο Λεμεσού διασάφηση για τον τελωνισμό ποσότητας κατεψυγμένου αλατισμένου σολωμού και πέστροφας, τα οποία δηλώθηκαν στη δασμολογική κλάση 03.05 με μηδενικό συντελεστή δασμού. Το Τμήμα Τελωνείων διαπίστωσε ότι επρόκειτο για μη αλατισμένα ψαρικά στη δασμολογική κλάση 03.03, που σήμαινε εισαγωγικό δασμό £34.876,00. Και επειδή θεώρησε πως η αιτήτρια, για να αποφύγει την πληρωμή του δασμού, προέβη σε αναληθή δήλωση κατά παράβαση του άρθρου 188(3) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67 όπως τροποποιήθηκε) στις 11 Ιουλίου 1997 προχώρησε, βάσει του άρθρου 170, σε κατάσχεση των εμπορευμάτων ως υποκειμένων σε δήμευση.

Η αιτήτρια, με επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 16 Ιουλίου 1997, αντιτάχθηκε στην κατάσχεση, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του Δεύτερου Παραρτήματος του Νόμου. Εν συνεχεία, με δεύτερη επιστολή των δικηγόρων της, την οποία το Τμήμα Τελωνείων έλαβε στις 14 Αυγούστου 1997, η αιτήτρια επεσήμανε ότι τα κατασχεθέντα εμπορεύματα είχαν σύντομη ημερομηνία λήξης, ότι χρειάζονταν επεξεργασία που απαιτούσε χρόνο, και ότι για να είναι εμπορεύσιμα θα έπρεπε να παραμένει και κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη τους. Πρότεινε δε, ενόψει της πίεσης του χρόνου για διάθεση των εμπορευμάτων, να καταβάλει τους εισαγωγικούς δασμούς που το Τμήμα Τελωνείων απαιτούσε και πρόσθεσε ότι «εφ΄ όσον υφίσταται διαφορά για το κατά πόσον οφείλεται δασμός ή το ύψος του δασμού, θα ακολουθήσουν τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας». Το Τμήμα Τελωνείων, με επιστολή ημερ. 25 Αυγούστου 1997, πληροφόρησε την αιτήτρια ότι, αφού έλαβε υπόψη πως επρόκειτο για είδη που υπέκειντο σε φθορά και πως η αξία τους ήταν περίπου £30.000,00 οι δε δασμοί περίπου £34.000,00, θα ήταν διατεθειμένο, βάσει των εξουσιών που παρείχε στο Διευθυντή η παράγραφος 16 του Δεύτερου Παραρτήματος, να της αποδόσει τα εμπορεύματα έναντι πληρωμής ποσού £50.000,00 αλλιώς, αν η πρόταση δεν γινόταν δεκτή εντός δεκατεσσάρων ημερών, θα προχωρούσε με πώλησή τους βάσει της παραγράφου 16 Β του Δεύτερου Παραρτήματος. Η αιτήτρια, με επιστολή των δικηγόρων της, ημερ. 5 Σεπτεμβρίου 1997, απάντησε ότι αποδεχόταν την απόδοση των εμπορευμάτων αλλά με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της, πλήρωσε δε το ποσό και παρέλαβε τα εμπορεύματα.

Μετά την εξέλιξη αυτή το Τμήμα Τελωνείων δεν προχώρησε με διαδικασία δήμευσης. Με επιστολή ημερ. 5 Ιουλίου 1999 ζήτησε από τη Νομική Υπηρεσία γνωμάτευση αναφορικά με το κατά πόσο ενόψει της απόδοσης των εμπορευμάτων χωρούσε πλέον διαδικασία δήμευσης. Στις 12 Νοεμβρίου 1999 Δικηγόρος της Δημοκρατίας έδωσε αρνητική απάντηση με το εξής σκεπτικό:

«Η παράγραφος 16 του Δευτέρου Παραρτήματος εξουσιοδοτεί την απόδοση των εμπορευμάτων και παρά το γεγονός ότι τούτο δεν κηρύχθηκε εισέτι εις δήμευση. Η αγωγή για δήμευση έχει σαν σκοπό την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου ότι πράγματι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να δημευθεί το συγκεκριμένο εμπόρευμα. Η μη καταχώρηση της στερεί από τον εισαγωγέα τη δυνατότητα να προβάλει την υπεράσπιση αμφισβήτησης της νομιμότητας της δήμευσης.»

 

Όταν λοιπόν η αιτήτρια, με επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 2 Μαίου 2000, ζήτησε από τον Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων να προχωρήσει με διαδικασία για έκδοση δικαστικής απόφασης αναφορικά με τη δήμευση των εμπορευμάτων, εκείνος απάντησε στους δικηγόρους με επιστολή ημερ. 31 Μαίου 2000 ότι αφού της αποδόθηκαν τα εμπορεύματα δεν υπήρχε αντικείμενο για διαδικασία δήμευσης. Παραθέτω το σχετικό μέρος:

«...... εφόσον οι πελάτες σας, ιδιοκτήτες των κατασχεθέντων εμπορευμάτων, αποδέκτηκαν την απόδοση των με την καταβολή του ποσού των Λ.Κ. 50.000,00, ως εξόδων απόδοσης, η διαδικασία δήμευσης καθίσταται χωρίς αντικείμενο αφού αν εκδοθεί τέτοιο διάταγμα δεν θα υπάρχει αντικείμενο προς δήμευση.»

 

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του Διευθυντή να μην προχωρήσει με δικαστική διαδικασία για δήμευση. εναλλακτικά, προσβάλλει, την παράλειψη του να ενεργήσει. και επίσης προσβάλλει την κατάσχεση ως άκυρη και παράνομη. Θα με απασχολήσει μόνο το πρώτο ζήτημα, της απόφασης ημερ. 31 Μαίου 2000, δεδομένου ότι ενόψει αυτής δεν θα μπορούσε πλέον να τίθεται ζήτημα παράλειψης, ενώ ως προς την κατάσχεση είναι νομολογημένο πως σε τέτοιες περιπτώσεις η κατάσχεση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Παρήλθε άλλωστε προ πολλού ο χρόνος προσβολής.

Στην Αριστοτέλους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 279 η Ολομέλεια, με απόφαση του Κωνσταντινίδη Δ., ανέφερε σχετικά με την κατάσχεση τα εξής (στη σελ. 289):

«Για τους λόγους που παραθέσαμε κρίνουμε πως, στο πλαίσιο του πλέγματος των διατάξεων του Νόμου 82/67, η κατάσχεση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Είναι γεγονός ότι η κατάσχεση αφ΄ εαυτής στερεί την κατοχή του εμπορεύματος που κατάσχεται αλλά δεν είναι εξ αυτού του λόγου εκτελεστή διοικητική πράξη ενόψει της άρρηκτης σύνδεσής της προς τη δικαστική διαδικασία που προνοείται.»

 

Η διαδικασία που προβλέπεται να ακολουθήσει την κατάσχεση, ώστε να αποφασιστεί αν δικαιολογείται η δήμευση, διεξάγεται, βάσει του Δεύτερου Παραρτήματος του Νόμου, στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η σύνδεση εξηγείται στο κατωτέρω απόσπασμα της ίδιας απόφασης:

«Η κατάσχεση προς δήμευση, διενεργούμενη κατά τις διατάξεις του άρθρου 170 του Νόμου, άγει σε περίπτωση αμφισβήτησης σε δικαστική διαδικασία προς έκδοση δικαστικής απόφασης «επί του θέματος της δημεύσεως». Η διαδικασία, την οποία το άρθρο 176 χαρακτηρίζει ως «τελωνειακή δίωξη», ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Δεύτερου Παραρτήματος του Νόμου. Ορίζεται ως αστική και διεξάγεται ενώπιον του αρμόδιου, κατά τα κριτήρια που τίθενται, Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Akak Marine Company Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων Πολιτική Έφεση 8065 ημερομηνίας 17 Σεπτεμβρίου 1993 και 21 Οκτωβρίου 1994 έγινε δεκτή η θέση της Δημοκρατίας πως ακόμα και στην περίπτωση διαδικασίας προς δήμευση πλοίου, αρμόδιο Δικαστήριο είναι, κατά το Νόμο, το Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι το Ανώτατο Δικαστήριο ως Ναυτοδικείο. Το αντικείμενο της διαδικασίας είναι καθορισμένο. Κηρύσσεται δικαστικώς η δήμευση, «εάν το Δικαστήριο εξεύρη ότι τούτο, ότε κατεσχέθη τω όντι υπέκειτο εις δήμευσιν». Ιδιαίτερες πρόνοιες του ίδιου Παραρτήματος αλλά και του άρθρου 177 καθορίζουν αρχές ως προς την απόδειξη ορισμένων ζητημάτων.

.................................. .................................................. .............................

.................................. .................................................. .............................

Ο Νόμος εισάγει μηχανισμό αδιαίρετο. Η κατάσχεση δεν αποτελεί την ενέργεια που αφ΄ εαυτής, κατά το Νόμο, επιφέρει τη δήμευση και δεν επάγεται συνέπειες ως προς το δικαίωμα της κυριότητας επί του εμπορεύματος που κατάσχεται. Το εμπόρευμα περιέρχεται ή δεν περιέρχεται στην κυριότητα της Δημοκρατίας ανάλογα με την αντίδραση του κυρίου του ή την κατάληξη της τελωνειακής δίωξης. Αποτελεί όρο του Νόμου να διενεργείται η κατάσχεση όχι για να επέλθουν εξ αυτής της ίδιας όποια έννομα αποτελέσματα, εννοείται άλλα από όσα συνδέονται προς την προσωρινή κατοχή του εμπορεύματος στα οποία θα επανέλθουμε, αλλά για να ακολουθήσουν όσα προνοούνται ως συνέχεια κατά το νόμο.»

 

Απομένει λοιπόν ως μόνο ερώτημα το κατά πόσο η απόφαση του Διευθυντή να μην κινήσει διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο για δήμευση των εμπορευμάτων αποτελεί εκτελεστή διοικητική απόφαση. Έχω τη γνώμη ότι η εν προκειμένω απόφαση του Διευθυντή δεν ήταν εκτελεστή - το ίδιο βέβαια θα ίσχυε και για παράλειψη - ενόψει «της άρρηκτης σύνδεσής της προς τη δικαστική διαδικασία που προνοείται», ακριβώς όπως και στην περίπτωση απόφασης για κατάσχεση. Επομένως δεν χωρεί προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχει δυνατότητα θεραπείας με ένδικο μέσο σε άλλη δικαιοδοσία.

Η προσφυγή απορρίπτεται ως μη παραδεκτή. Έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας.

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο