ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 192/2001

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 25, 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Έλενας Ν. Στυλιανού από την Πάφο

Αιτητρίας

- και -

Συμβουλίου Οπτικών Κύπρου

Καθού η αίτηση

-------------------

Ημερομηνία: 12 Απριλίου, 2002

Για την αιτήτρια: Κ. Βελάρης

Για το καθού η αίτηση: Γ. Χριστοφίδης

-------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο περί Ρυθμίσεως της Άσκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών Νόμος του 1992 (αρ. 16(1)/92) παρέχει το νομοθετικό πλαίσιο για τη συζήτηση της κρινόμενης προσφυγής. Έχει σημασία να λεχθεί ότι ο νόμος, πλην των άρθρ. 4, 5 και 10, που δεν αφορούν την υπόθεση, τέθηκε σε εφαρμογή από τη δημοσίευση του δηλαδή στις 6/3/92 (βλ. άρθρ. 18(1) του νόμου). Στις 20/11/00 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στο Συμβούλιο Οπτικών (το Συμβούλιο) για την εγγραφή της στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών, που τηρεί το Συμβούλιο κατά τις διατάξεις του άρθρ. 6(1)(β).

Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2, "εγγεγραμμένος τεχνικός οπτικός" σημαίνει τον τεχνικό οπτικό που έχει εγγραφεί στο ειδικό αυτό Μητρώο (τηρείται σύμφωνα με το άρθρ. 6(1)(α) και χωριστό Μητρώο Οπτικών). Ας σημειωθεί ότι η παραπάνω αίτηση υποβλήθηκε στο καθορισμένο έντυπο για το οποίο έκαμαν πρόβλεψη οι περί Ρυθμίσεως της Άσκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών (Ταμείο και Συναφή Θέματα) Κανονισμοί του 1995 (Κ.Δ.Π. 295/95).

Οι προϋποθέσεις και τα προσόντα εγγραφής καθορίζονται από το άρθρ. 7(2)(α)(β) και (γ). Ο αποτεινόμενος για εγγραφή πρέπει να είναι, κατά το άρθρ. 7(2)(α), πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, να έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του και να είναι κάτοχος πιστοποιητικού καλού χαρακτήρα, όπως προσδιορίζεται (βλ. άρθρ. 7(1)(α), (β) και (γ) στο οποίο παραπέμπει το 7(2)(α). Περαιτέρω, με βάση τις διατάξεις της παραγρ. (β) του άρθρ. 7(2) πρέπει να είναι κάτοχος του προβλεπόμενου σε αυτή διπλώματος ή πτυχίου και να έχει πρακτική πείρα, όπως ορίζει η παραγρ. (γ).

Ο νόμος εξαιρεί από τις διατάξεις αυτές [(παραγρ. (β) και (γ))] τα πρόσωπα που, κατά τη χρονολογία έναρξης της ισχύος του νόμου, ασκούσαν το επάγγελμα του οπτικού, όπως επεξηγείται στην παραγρ. (3). Παραθέτω την επιφύλαξη [(καθώς και την παράγρ. (3)]:

"Νοείται ότι οι διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται για πρόσωπα τα οποία ικανοποιούν το Συμβούλιο ότι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ασκούσαν το επάγγελμα του οπτικού.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι ασκούσαν το επάγγελμα του οπτικού οι απασχολούμενοι, καλή τη πίστει κατά κύριο επάγγελμα με οπτικομετρήσεις ή με την επεξεργασία, κατασκευή, εφαρμογή και διάθεση οπτικών ειδών."

Η αιτήτρια ισχυρίζεται - και αυτό ουσιαστικά αναφέρει στην αίτηση της για εγγραφή - ότι η περίπτωση της καλύπτεται από την επιφύλαξη. Για το σκοπό αυτό απέστειλε βεβαίωση του εργοδότη της Rousis Opticians Ltd., ημερ. 10/10/00, που υπογράφει οπτικός της εταιρείας και που πιστοποιεί ότι η αιτήτρια:

"........απασχολείτο εις την εταιρεία μας από το 1991 εκτελώντας άπαντα τα καθήκοντα του τεχνικού οπτικού, δηλαδή, τη διάθεση, κατασκευή και πώληση οπτικών ειδών, κατόπιν εκπαίδευσης που έτυχε από εμέ τον ίδιον. Είμαι στη διάθεση σας για οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνηση."

Στο φάκελο της υπόθεσης υπάρχει πιστοποίηση ημερ. 20/10/00 του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων σύμφωνα με την οποία καταβλήθηκαν εισφορές για λογαριασμό της από την παραπάνω εταιρεία για την περίοδο από 1/12/94 μέχρι 30/9/95 και από 1/2/98 μέχρι 31/8/00. Προσκόμισε όμως αντίγραφο του ασφαλιστικού λογαριασμού της, που φαίνεται ότι της προμήθευσε το Τμήμα, για τη δεκαετία 1990 έως 1999, για να δείξει πως έγιναν εισφορές και για το 1991. Αλλά, όπως έγραψε στην αίτηση της, η μηχανογραφική υπηρεσία του Τμήματος είχε καταστρέψει τα αρχεία τους για το 1991, υπονοώντας ότι δεν μπορούσε να εκδώσει βεβαίωση. Ο λογαριασμός αυτός επισυνάπτεται στο δικόγραφο της ένστασης. Παρατηρώ πως δε φαίνεται από ποίον έγιναν οι εισφορές.

Το Συμβούλιο συνεδρίασε στις 23/11/2000. Απαρτιζόταν από τον Πρόεδρο και τρία μέλη του. Η αίτηση για εγγραφή δεν έγινε δεκτή "λόγω μη επαρκών στοιχείων", όπως αναφέρει το πρακτικό. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 21/12/00 κάπως διαφοροποιημένη. Παραθέτω το κύριο μέρος της επιστολής:

"(α) Από την εξέταση της αίτησης σας προέκυψε ότι δεν πληρείτε τα απαιτούμενα προσόντα για εγγραφή στο μητρώο τεχνικών οπτικών σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (2) του άρθρου 7 του περί Ρυθμίσεως της Άσκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών Νόμου (Νόμος 16(1)/92).

(β) Επιπρόσθετα, το Συμβούλιο Οπτικών δεν έχει ικανοποιηθεί ότι κατά την ημέρα έναρξης της ισχύος του προαναφερθέντος Νόμου 16(1)/92, ασκούσατε το επάγγελμα του τεχνικού οπτικού όπως προβλέπεται στο προαναφερθέν εδάφιο (2) σε συνδυασμό με το εδάφιο (3) του ιδίου άρθρου."

Ας σημειωθεί εδώ ότι το Συμβούλιο απαρτίζεται από 7 μέλη [(άρθρ. 3 (2))].

Ο δικηγόρος της αιτήτριας ήγειρε θέμα κακής συγκρότησης του Συμβουλίου ενόψει του γεγονότος ότι κατά την κρίσιμη συνεδρίαση παρέστησαν μόνο 4, ο Πρόεδρος και τρία μέλη. Ενώ για να υπάρχει απαρτία για τη λήψη έγκυρης απόφασης πρέπει, κατά το άρθρ. 3(7) να παρίστανται ο Πρόεδρος και 4 μέλη. Ο δικηγόρος του καθού η αίτηση επικαλέστηκε το άρθρ. 3(10) του νόμου ότι δεν επηρεάζεται το κύρος απόφασης "από τη χηρεία θέσης μέλους του, εφόσον ο αριθμός των μελών τα οποία έχουν εναπομείνει δεν είναι μικρότερος των τριών". Ο συνήγορος είπε ότι τρία από τα μέλη του Συμβουλίου είχαν παραιτηθεί. Έτσι με βάση τη διάταξη τα 4 μέλη συνιστούσαν νόμιμη απαρτία που μπορούσε να πάρει έγκυρη απόφαση. Πέρα από τη συγκρότηση, ο κ. Βελάρης έθιξε και ζήτημα ανεπάρκειας της αιτιολογίας, καθώς και έλλειψης έρευνας των στοιχείων που έθεσε η αιτήτρια υπόψη του Συμβουλίου.

Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο φάκελο της υπόθεσης που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό του δικηγόρου του Συμβουλίου ότι όντως τα τρία μέλη του, που κατονόμασε, είχαν παραιτηθεί ή έπαυσαν να είναι μέλη. Ούτε και στο πρακτικό της απόφασης. Επομένως δε θεμελιώθηκε η προϋπόθεση για εφαρμογή του άρθρ. 3(10). Η παράβαση των ρητών διατάξεων του άρθρ. 3 για τη συγκρότηση και σύνθεση του Συμβουλίου καθιστά παράνομη την εκκαλούμενη διοικητική πράξη.

Η αιτιολογία που δόθηκε δεν είναι σαφής και συγκεκριμένη, όπως επιτάσσει η νομολογία. Και διαβάζοντας τη δεν μπορεί ένας να αντιληφθεί γιά ποιό λόγο ακριβώς απορρίφθηκε η αίτηση. Φράσεις όπως "δεν πληρείτε τα απαιτούμενα προσόντα για εγγραφή" και "το Συμβούλιο δεν έχει ικανοποιηθεί ότι .........ασκούσατε το επάγγελμα" μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση, που δεν είναι ίδιον της νόμιμης αιτιολογίας. Παράνομη είναι και η αιτιολογία που προκαλεί σύγχιση ή περιέχει αντιφατικές θέσεις. Εδώ η κοινοποίηση της απόφασης (που ήδη παρέθεσα) απέχει από τη μονολεκτικότητα, ούτως ειπείν, της απόφασης, της ασάφειας δηλαδή των λέξεων "ελλείψει στοιχείων". Πάσχει ανεπανόρθωτα η αιτιολογία της πράξης. Προφανώς γιατί δε διερευνήθηκαν τα στοιχεία που έθεσε η αιτήτρια.

Δικαιολογείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για κακή συγκρότηση του Συμβουλίου, όπως εξήγησα. Και επίσης, αν το συμπέρασμα μου αυτό είναι λανθασμένο, για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Tα έξοδα σε βάρος του Συμβουλίου.

 

Σ. Νικήτας,

Δ.

 

 

 

 

/Κασ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο