ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπ Αρ. 1022/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Φρίξος Αντώνης Σορόκος,

Αιτητή ς,

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ης η αίτηση.

- - - - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 23.4.02

Για τον αιτητή: κ. Α. Παπαχαραλάμπους

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Α. Βασιλειάδης

Για ενδιαφερόμενο μέρος: κ. Α.Σ. Αγγελίδης

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή») ημερομηνίας 13.5.99 με την οποία διορίσθηκε ο Πέτρος Καρεκλάς (στο εξής «το ενδιαφερόμενο πρόσωπο») στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπολ.) θέση, Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο με ημερομηνία ισχύος του διορισμού τη 19.5.99.

Η διαδικασία για την πλήρωση δύο μόνιμων θέσεων Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο (Διοίκηση Υπουργείων, Γραφείου Προγραμματισμού και Γενικής Διεύθυνσης Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Υπουργείο Εξωτερικών), κινήθηκε μετά από σχετική επιστολή του Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου προς το Πρόεδρο της Επιτροπής με την οποία τον πληροφορούσε ότι οι πιο πάνω θέσεις επρόκειτο να κενωθούν λόγω αφυπηρέτησης των κατόχων τους. Ακολούθησε η απαραίτητη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στην οποίαν ανταποκρίθηκαν 36 ενδιαφερόμενοι. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 32(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) δεν συνιστώνται Συμβουλευτικές Επιτροπές σε περιπτώσεις πλήρωσης κενών θέσεων προϊσταμένων Τμημάτων, η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερομηνίας 8.3.99, προχώρησε στην εξέταση των αιτήσεων που υποβλήθηκαν σε σχέση με την εκ μέρους των υποψηφίων κατοχή των απαιτούμενων προσόντων καθώς και του πλεονεκτήματος όπως αυτά καθορίζονται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας. Η διαδικασία συνεχίσθηκε κατά τη συνεδρία της 23.3.99 όπου η Επιτροπή ασχολήθηκε με την εξέταση της κατοχής εκ μέρους των υποψηφίων του προσόντος της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας καθώς και της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής, αποφάσισε δε τη διεξαγωγή γραπτής εξέτασης για τη διαπίστωση της κατοχής του απαιτούμενου βαθμού γνώσης της ελληνικής. Μετά το πέρας της γραπτής εξέτασης η Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση 30 υποψηφίους που κρίθηκαν προσοντούχοι. Η προφορική εξέταση διεξήχθη τμηματικά σε χωριστές συνεδρίες της Επιτροπής, η οποία μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ασχολήθηκε στη συνεδρία της 13.5.99 με την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη και με την γενικότερη μεταξύ τους σύγκριση, με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη τα προσόντα τους σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, την κατοχή του πλεονεκτήματος και το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την έκταση και την ποιότητα της πείρας που οι υποψήφιοι είχαν αποκτήσει, είτε στη δημόσια υπηρεσία είτε στον ευρύτερο κρατικό ή ιδιωτικό τομέα. Καταλήγοντας, η Επιτροπή επέλεξε ομόφωνα για τη μια από τις δύο θέσεις το Λάζαρο Σαββίδη και για τη δεύτερη, κατά πλειοψηφία, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Προβάλλονται τρεις λόγοι ακυρότητας. Ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε ότι η αξιολόγηση του ενδιαφερομένου μέρους και του αιτητή έγινε κατά τρόπο ελαττωματικό. Η παρατυπία συνίσταται στην παράλειψη, κατά την άποψή του, της Επιτροπής να καταγράψει κατά τον προσήκοντα τρόπο σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 34(10) του Ν. 1/90 την γενική εντύπωση που αυτή αποκόμισε αναφορικά με την απόδοσή τους στην ενώπιόν της προφορική εξέταση. Τα όσα καταγράφτηκαν στο σχετικό πρακτικό ως περιγραφή της γενικής εντύπωσης που η Επιτροπή αποκόμισε για το ενδιαφερόμενο μέρος και τον αιτητή, είναι κατά την άποψη του δικηγόρου του τελευταίου, υπερβολικά περιεκτικά και χωρίς έρεισμα, με αποτέλεσμα οι καθ΄ων η αίτηση να οδηγηθούν σε πλάνη περί τα πράγματα κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης. Υποβλήθηκε περαιτέρω το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατέστη πάσχουσα λόγω του γεγονότος εμφιλοχώρησης πλάνης σχετικά με τις διαπιστώσεις της Επιτροπής για την έκταση και την ποιότητα της πείρας των υποψηφίων, στοιχείο που λήφθηκε σοβαρά υπόψη κατά τη λήψη της τελικής απόφασής της. Ο δικηγόρος του αιτητή, προχωρώντας σε παράθεση στοιχείων αναφορικά με την πείρα, τα ακαδημαϊκά προσόντα και την επαγγελματική σταδιοδρομία του πελάτη του, εισηγείται πως ο αιτητής υπερείχε «έκδηλα» έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου στο θέμα της πείρας, γεγονός που δεν εκτιμήθηκε δεόντως εκ μέρους της Επιτροπής. Προβάλλεται, τέλος, ως λόγος ακυρότητας η έλλειψη δέουσας έρευνας. Προβλήθηκε ως προς τούτο, το επιχείρημα ότι οι καθ΄ων η αίτηση αυθαίρετα θεώρησαν ότι η θέση που κατείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως Διευθυντής Τμήματος στην ΟΕΒ, ήταν «ανώτερη» και «διευθυντική» θέση υπό την έννοια που προσδίδει στον όρο η παράγραφος (2) των «Απαιτούμενων προσόντων» του Σχεδίου Υπηρεσίας, παρέλειψαν δε κατά το δικηγόρο του αιτητή, να αιτιολογήσουν επαρκώς την απόφαση τους να εκλάβουν τη συγκεκριμένη θέση ως τέτοια κατά τρόπο που θα πίστωνε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας. Παρέλειψαν, προσθέτει, να προβούν σε οποιαδήποτε έρευνα προς την κατεύθυνση της διαπίστωσης της ακριβούς φύσης και ιεραρχικής τοποθέτησης της θέσης που κατείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην ΟΕΒ.

Απαντώντας στους πιο πάνω ισχυρισμούς, ο δικηγόρος για τους καθ΄ων η αίτηση και ο συνήγορος του ενδιαφερομένου προσώπου εισηγήθηκαν ότι κακώς παραπονείται ο αιτητής εφόσον απέτυχε να καταδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου Π. Καρεκλά. Απορρίπτοντας το επιχείρημα περί ελαττωματικότητας των αξιολογήσεων των συνεντεύξεων εκ μέρους της Επιτροπής, ο δικηγόρος για τους καθ΄ων η αίτηση τονίζει καταρχήν την εμφανή υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου σε αυτές και υποβάλλει ότι στην προκείμενη περίπτωση η Επιτροπή αιτιολόγησε με σαφήνεια και επάρκεια την κρίση της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση. Υποστηρίζοντας δε τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης, ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση και ο συνήγορος του ενδιαφερομένου προσώπου, επισημαίνουν ότι κατά τη διαδικασία επιλογής η Επιτροπή είχε ενώπιόν της όλα τα σχετικά στοιχεία και με δεδομένο το γεγονός ότι οι υπό πλήρωση θέσεις βρίσκονται ψηλά στην δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία, η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρύτατη ενώ η αυξημένη βαρύτητα που δόθηκε στις συνεντεύξεις ενόψει και της φύσης της επίδικης θέσης, ήταν απολύτως θεμιτή και εύλογη. Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας ως προς την κατοχή εκ μέρους του ενδιαφερομένου προσώπου, της απαιτούμενης δεκαετούς πείρας σε «ανώτερη θέση», ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη σε επαρκή και ενδελεχή έρευνα των στοιχείων του προσωπικού φακέλου, καταλήγοντας στο εύλογο υπό τις περιστάσεις συμπέρασμα για την κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος. Αρνούμενος, τέλος, την εισήγηση που υποβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή, για πλάνη περί τα πράγματα σχετικά με την εκτίμηση της έκτασης της πείρας των ανθυποψηφίων, υποδεικνύει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερεί έναντι του αιτητή σε αυτόν τον τομέα και ότι σε κάθε περίπτωση, ο παράγοντας πείρα αξιολογήθηκε από την Επιτροπή στον προσήκοντα βαθμό. Επισημαίνοντας τέλος το θέμα της υπεροχής, κατά την άποψη του, του ενδιαφερομένου προσώπου σε ακαδημαϊκά προσόντα, ολοκληρώνει την εισήγηση του τονίζοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή, ο δε αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή ή λόγο δικαστικής επέμβασης.

Το υλικό που προσκομίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι απόλυτα διαφωτιστικό της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων αποδεικνύει την ορθότητα των θέσεων που αναπτύχθηκαν εκ μέρους του δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση και του συνηγόρου του ενδιαφερομένου προσώπου. Υποβλήθηκε εκ μέρους του δικηγόρου της Δημοκρατίας και πρέπει εδώ να επισημανθεί, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ότι οι τρεις λόγοι ακυρότητας που επικαλέσθηκε ο αιτητής, ανεπίτρεπτα αναπτύχθηκαν στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του, εφόσον δεν περιλαμβάνονταν στα νομικά σημεία της προσφυγής. Παρέθεσε προς υποστήριξη της θέσης του σειρά δικαστικών αποφάσεων στις οποίες το Δικαστήριο θεώρησε απολύτως αναγκαίο τον προσδιορισμό των λόγων ακυρότητας με την εξειδίκευση των επίδικων θεμάτων στα νομικά σημεία της αίτησης. Έχει εν μέρει δίκαιο. Από τους τρεις ισχυρισμούς που αναπτύχθηκαν καλύπτονται από τα νομικά σημεία το θέμα της ελαττωματικής αξιολόγησης εκ μέρους της Επιτροπής των προφορικών συνεντεύξεων εφόσον υποβάλλεται παραβίαση της πρόνοιας του άρθρου 34(10) του Ν. 1/90

(βλ. νομικό σημείο 6) και ότι αφορά στην έλλειψη δέουσας έρευνας (νομικό σημείο 2). Μετέωρος φαίνεται να παραμένει ο ισχυρισμός για πλάνη περί τα πράγματα ως αποτέλεσμα εσφαλμένης εκτίμησης του θέματος της πείρας. Τέτοιο επίδικο ζήτημα δεν φαίνεται να προσδιορίσθηκε στην αίτηση, αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, η επιρροή του σχετικού επιχειρήματος ως προς την έκβαση της παρούσας προσφυγής θα ήταν περιορισμένη υπό το φως των ακολούθων διαπιστώσεων.

Προβλέπονται στην παρ.(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, ως απαιτούμενα προσόντα τα ακόλουθα:

«(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law) ή μέλος Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών. (Για το Υπουργείο Οικονομικών και το Γραφείο Προγραμματισμού το πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν θα πρέπει να είναι στα Οικονομικά ή σε Κλάδο των Οικονομικών).

Σημ.: Ο όρος «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος» περιλαμβάνει και «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο».

  1. Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε ανώτερη θέση, από την οποία πενταετής τουλάχιστο πείρα στη διεύθυνση, εποπτεία, καθοδήγηση, εκπαίδευση προσωπικού, τον προγραμματισμό, συντονισμό και έλεγχο εργασίας. Υπηρεσία σε διευθυντική θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία, θα αποτελεί πλεονέκτημα.
  2. Ακεραιότητα χαρακτήρα, ψηλή διευθυντική/διοικητική και οργανωτική ικανότητα, καθώς και ξεχωριστή εκδήλωση υπευθυνότητας, πρωτοβουλίας και ευθυκρισίας.

(4) Άριστη γνώση της Ελληνικής και πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.»

Τέθηκε, όπως ήδη λέχθηκε, ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή απέτυχε να προβεί στην αναγκαία έρευνα για να διαπιστώσει το κατά πόσο κατείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο το προβλεπόμενο στην παράγραφο (2) (πιο πάνω) προσόν της «δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε ανώτερη θέση», όπως και το πλεονέκτημα της υπηρεσίας σε «διευθυντική» θέση. Ο ισχυρισμός κρίνεται ανεδαφικός. Το θέμα φαίνεται να είχε απασχολήσει την Επιτροπή και αυτό αποδεικνύεται άλλωστε, από τα συνημμένα στην Ένσταση πρακτικά. Κατά τη συνεδρία της 8.3.99 καταγράφηκε ότι:

«Η Επιτροπή προβληματίστηκε ιδιαίτερα για την κατοχή από τους αιτητές του προσόντος της «δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε ανώτερη θέση, από την οποία πενταετής τουλάχιστον πείρα σε διεύθυνση, εποπτεία, καθοδήγηση, εκπαίδευση προσωπικού, τον προγραμματισμό, συντονισμό και έλεγχο εργασίας», όπως τούτο περιγράφεται στην παράγραφο 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, σε συνάρτηση με το επίπεδο της υπό πλήρωση θέσης, η οποία είναι η ανώτατη στην πυραμίδα των θέσεων της δημόσιας υπηρεσίας.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Η Επιτροπή εξέτασε την κατοχή από τους αιτητές του πιο πάνω προσόντος, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το είδος των καθηκόντων της/των θέσης/εων που οι αιτητές κατείχαν/κατέχουν είτε στη δημόσια υπηρεσία, είτε στον ευρύτερο κρατικό τομέα, είτε στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, λήφθηκε υπόψη το ιεραρχικό επίπεδο της θέσης στη δομή του Τμήματος, Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας, καθώς και της δημόσιας υπηρεσίας γενικότερα, σ΄ό,τι αφορά τους αιτητές που κατείχαν/κατέχουν θέση/εις στη δημόσια υπηρεσία, ή της υπηρεσίας/αρχής/οργανισμού σ΄ό,τι αφορά αιτητές που κατείχαν/κατέχουν θέσεις στον ευρύτερο κρατικό ή στον ιδιωτικό τομέα.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Περαιτέρω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το είδος και τον αριθμό του προσωπικού που εμπλεκόταν/εται κατά την ενάσκηση των καθηκόντων, καθώς επίσης και το σύνολο των καθηκόντων των αιτητών στις θέσεις που κατείχαν/κατέχουν, ούτως ώστε να διαφανεί κατά πόσο στη δεκαετή τουλάχιστον πείρα σε ανώτερη θέση περιλαμβάνεται πενταετής τουλάχιστον πείρα στη διεύθυνση, εποπτεία, καθοδήγηση, εκπαίδευση προσωπικού, στον προγραμματισμό, συντονισμό και έλεγχο εργασίας. Η Επιτροπή κατέγραψε για όλους τους αιτητές την από μέρους τους κατοχή ή μη του προσόντος αυτού - όπου απαιτείται τούτο αιτιολογείται - και επίσης κατέγραψε για ένα έκαστο από τους αιτητές τις υψηλότερες θέσεις που κατείχε στην ιεραρχία της υπηρεσίας του ως ενδεικτικές της κατοχής ή όχι της πείρας σε ανώτερη θέση, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το σύνολο της πείρας που ο κάθε αιτητής απέκτησε σε όλες τις θέσεις που κατά καιρούς κατείχε στη δημόσια υπηρεσία ή στον ευρύτερο κρατικό ή στον ιδιωτικό τομέα.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Περαιτέρω, η Επιτροπή εξέτασε το θέμα της κατοχής από τους αιτητές, που κρίθηκαν ως προσοντούχοι, του πλεονεκτήματος της υπηρεσίας σε διευθυντική θέση, κατά προτίμηση στη δημόσια υπηρεσία. Η Επιτροπή προσήγγισε το θέμα, υπό το φως και της σχετικής νομολογίας, σύμφωνα με την οποία ο όρος «διευθυντική θέση» δεν είναι νομικός αλλά περιγραφικός (Αν. Κουφτερού & Άλλοι ν. δημοκρατίας, Πρ. 620/91, ημερ. 16.6.93). Η Επιτροπή έκρινε ότι το πλεονέκτημα της υπηρεσίας σε διευθυντική θέση διαθέτουν και υποψήφιοι οι οποίοι κατείχαν/κατέχουν θέσεις πέραν των θέσεων που είναι κατά Νόμο διευθυντικές. Άλλωστε το πλεονέκτημα λογίζεται και σε υποψηφίους που κατείχαν/κατέχουν διευθυντική θέση στον ιδιωτικό τομέα.»

Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό η Επιτροπή κατέληξε στην πιο κάτω κρίση αναφορικά με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο:

«ΚΑΡΕΚΛΑΣ Πέτρος: Από τον 9/86 μέχρι σήμερα είναι Διευθυντής Τμήματος στην ΟΕΒ. Η θέση αυτή θεωρείται ως ανώτερη και επομένως ικανοποιείται η απαίτηση της παραγράφου (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας για δεκαετή τουλάχιστον πείρα σε ανώτερη θέση. Επίσης, ικανοποιείται και το δεύτερο σκέλος απαίτησης της ίδιας παραγράφου για πενταετή τουλάχιστον πείρα στη διεύθυνση, εποπτεία, καθοδήγηση, εκπαίδευση προσωπικού, τον προγραμματισμό, συντονισμό και έλεγχο εργασίας. Δεδομένου ότι η θέση αυτή θεωρείται ως διευθυντική, κρίθηκε ότι ο υποψήφιος διαθέτει το πλεονέκτημα, όχι στη δημόσια υπηρεσία.»

Το περιεχόμενο του προσωπικού φακέλου επισφραγίζει την ορθότητα της πιο πάνω κρίσης και αίρει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την επάρκεια της έρευνας που διενεργήθηκε προς το σκοπό εξαγωγής των διαπιστώσεων που σημειώθηκαν. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε διατελέσει Ανώτερος Βοηθός Στατιστικής όπου σύμφωνα με τη βεβαίωση του τότε προϊσταμένου του, προϊστατο διαφόρων τομέων εργασίας στον κλάδο των Εθνικών Λογαριασμών, διευθύνοντος και κατευθύνοντας το προσωπικό σε παραγωγική και ψηλού επιπέδου εργασία. Κατείχε στη συνέχεια τη θέση Διευθυντή Τμήματος στην ΟΕΒ, όπου είχε αρχικά εργοδοτηθεί (1986) στη θέση του Ανώτερου Οικονομικού Λειτουργού, με καθήκοντα μεταξύ άλλων, των προγραμματισμό των δραστηριοτήτων των υπηρεσιών, τη διεξαγωγή μελετών και ερευνών, την επίβλεψη και καθοδήγηση υφισταμένων καθώς και την εποπτεία και συντονισμό των δραστηριοτήτων τους. Αυτά τα καθήκοντα εκτελούσε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μέχρι το 1998 όπου αποχώρησε οικειοθελώς, συνεχίζοντας τη σταδιοδρομία του, στο χώρο της εκπαίδευσης ως Λέκτορας Οικονομικών στο Intercollege. Όλα τα πιο πάνω δεδομένα φαίνεται να λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή, η οποία εύλογα τον θεώρησε ως κατέχοντα το προσόν της παρ.(2) του Σχ. Υπηρεσίας όπως και το πλεονέκτημα.

Αναπόδεικτος παραμένει και ο ισχυρισμός για πλάνη περί τα πράγματα ως αποτέλεσμα της παραβίασης του άρθρου 34(10) του Ν. 1/90, διάταξη που επιβάλλει την καταγραφή στα πρακτικά και την αιτιολόγηση της γενικής εντύπωσης της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Ο αιτητής αμφισβήτησε την επάρκεια των όσων καταγράφηκαν και την πληρότητα της αιτιολογίας που δόθηκε σχετικά με τις εντυπώσεις που αποκόμισε η Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση του αιτητή και του ενδιαφερομένου προσώπου. Το επιχείρημα είναι αβάσιμο. Όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά, η Επιτροπή δεχόμενη τους υποψηφίους σε ατομική προφορική εξέταση, υπέβαλε σε αυτούς ερωτήματα τα οποία κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων σχετικών με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, με σκοπό «τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της διοικητικής και διευθυντικής ικανότητας των υποψηφίων, της ικανότητας τους για επικοινωνία περιλαμβανομένης της έκφρασης, ολοκλήρωσης σκέψης, σαφήνειας, πειστικότητας και γενικά της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης». Η αναλυτική αξιολόγηση της Επιτροπής σημειώθηκε στο συνημμένο «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ» που απετέλεσε μέρος του πρακτικού. Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σημειώθηκε, από την πλειοψηφία, ότι κρίνεται «Σχεδόν Εξαίρετος» με το ακόλουθο σχόλιο:

«Έχει πολυδιάστατη θεώρηση των σύγχρονων τάσεων της οικονομίας και των προβλημάτων της ζωής του τόπου μας. Προσεγγίζει τα θέματα κατά τρόπο αναλυτικό και ορθολογιστικό, τεκμηριώνοντας τις θέσεις του με σαφήνεια και επιστημονικότητα. Ευέλικτος και πάρα πολύ καλός χειριστής του λόγου.»

Το μειοψηφίσαν μέλος τον έκρινε ως «Πάρα πολύ καλό». Ενώ για τον αιτητή καταγράφηκαν τα εξής:

«ΣΟΡΟΚΟΣ Φρίξος: Πολύ καλός. Η ενημέρωσή του για τις διαδικασίες λειτουργίας της Δημόσιας Υπηρεσίας καθώς και για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι αρκετά ικανοποιητική. Αναλύει θέσεις που προβάλλει, ενίοτε, όμως, τα επιχειρήματα που επικαλείται δεν είναι αρκούντως πειστικά.»

Τα πιο πάνω αποδεικνύουν ότι η καταγραφή της αξιολόγησης έγινε κατά τρόπο απολύτως σύννομο, που αντικατοπτρίζει την εικόνα που αποκόμισε η Επιτροπή εξετάζοντας με βάση τα δικά της κριτήρια την καταλληλότητα των υποψηφίων σε σχέση με την απόδοσή τους στην ενώπιόν της προφορική εξέταση. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αποδεικνύει παράλληλα υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου έναντι του αιτητή στο συγκεκριμένο στοιχείο κρίσης, στο οποίο η Επιτροπή έδωσε την ανάλογη βαρύτητα, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα στα Σχέδια Υπηρεσίας. Δεν υπάρχει, συνεπώς, έδαφος δικαστικής παρέμβασης. Μένει το επιχείρημα της πλάνης περί τα πράγματα ως συνέπεια του ισχυρισμού του αιτητή για παραγνώριση της υπεροχής του σε πείρα. Ούτε αυτό ευσταθεί. Αυτό εξετάσθηκε, όπως ήδη επισημάνθηκε στα πλαίσια της έρευνας της Επιτροπής ως προς την κατοχή του προσόντος της δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε ανώτερη θέση. Ρητά αναφέρεται, στο πρακτικό της λήψης της επίδικης απόφασης (βλ. Παράρτημα 19, σελ. 51 στην Ένσταση) ότι:

«Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκταση και την ποιότητα της πείρας που οι υποψήφιοι απέκτησαν είτε στη δημόσια υπηρεσία είτε στον ευρύτερο κρατικό ή ιδιωτικό τομέα, την αφομοίωση της πείρας από ένα έκαστο των υποψηφίων, όπως η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει μέσα από την προφορική εξέταση, και τη δυνατότητα αξιοποίησής της.»

Ο αιτητής κατείχε από το 1974 τη θέση Ανώτερου Οικονομικού Λειτουργού και από το 1987 τη θέση Οικονομικού Διευθυντή, Υπουργείο Οικονομικών. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, όπως ήδη διαπιστώθηκε, υπηρετούσε στη θέση του Ανώτερου Βοηθού Στατιστικής από το 1978 και από το 1986 εργοδοτείτο από την ΟΕΒ ως Διευθυντής του Τμήματος Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών. Τα πιο πάνω στοιχεία εξαλείφουν οποιαδήποτε υπόνοια περί ύπαρξης πλάνης ως προς την εκτίμηση της πείρας των διαδίκων από την Επιτροπή. Ούτε αναδεικνύουν από μόνα τους υπεροχή του αιτητή στο βαθμό που θα δικαιολογούσε δικαστική επέμβαση λόγω παράβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής. Η τελευταία είχε, όπως αποδεικνύεται, γνώση όλων των σχετικών στοιχείων συμπεριλαμβανομένης και της πείρας των υποψηφίων, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε μια εύλογα επιτρεπτή απόφαση, επιλέγοντας τον κατά την κρίση της καταλληλότερο. Ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του προτιμηθέντος και δεν κλόνισε το τεκμήριο νομιμότητας της επίδικης απόφασης. Σύμφωνα με τη νομολογία η διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων για την πλήρωση θέσης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου, το εύρος της οποίας επεκτείνεται αναλόγως της ιεράρχισης της θέσης στο δημοσιοϋπαλληλικό σύστημα. (Βλ. Επαμεινώνδας ν. Ρ.Ι.Κ., Α.Ε. 1846, ημερ. 29.5.98, σελ. 8 της αδημοσίευτης απόφασης και επίσης Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253). Η κρίση της Επιτροπής όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο