ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 343/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Κυριακής Χ"Ζαχαρίου, εκ Λεμεσού,
FONT>Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
27 Μαρτίου 2002
Για την αιτήτρια: Χρ. Πουργουρίδης, γι΄ αυτόν Δ. Κυνηγοπούλου.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια στις 10 Ιουνίου 1999 αποτάθηκε για σύνταξη χηρείας. Ο Εξεταστής Απαιτήσεων, με επιστολή ημερ. 8 Νοεμβρίου 1999, απέρριψε το αίτημά της. Ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή και στις 4 Ιανουαρίου 2000 ο αρμόδιος Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων επίσης εξέδωσε απορριπτική απόφαση, την προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή.
Ο σύζυγος της αιτήτριας, Γεώργιος Χριστοφή από το Κολόσσι, πρώην αστυνομικός, απεβίωσε στις 23 Μαίου 1999 διαρκούντος του γάμου τους που είχε τελεστεί την 31 Οκτωβρίου 1982. Είναι παραδεκτό ότι το 1984 επήλθε διάσταση μεταξύ τους και ο μεν σύζυγος διέμενε στο Κολόσσι ενώ η αιτήτρια στον Άγιο Αθανάσιο Λεμεσού, αλλά η αιτήτρια προέβαλε ότι συνέχισε να συντηρείται κατά κύριο λόγο από τον σύζυγό της με τον οποίο μάλιστα, καθώς πρόσθεσε, αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις τους τον Δεκέμβριο του 1998, και μέχρι τον θάνατό του διέμεναν κατά διαστήματα μαζί, στον Άγιο Αθανάσιο.
Ο Εξεταστής Απαιτήσεων διεξήγαγε έρευνα για να διαπιστώσει, ως προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 39(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980, Ν. 41/80 (όπως τροποποιήθηκε), το κατά πόσο κατά τον χρόνο του θανάτου του συζύγου της η αιτήτρια συζούσε με αυτόν ή συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτόν. Η αιτήτρια είχε επισυνάψει στην αίτησή της τα τυπικά πιστοποιητικά - γέννησης, γάμου, θανάτου - όπως και διάφορες βεβαιώσεις αναφορικά με το υπό αναφορά θέμα. Βεβαίωση ημερ. 14 Ιουνίου 1999 του προέδρου της Χωριτικής Αρχής Αγ. Αθανασίου, όπως και βεβαίωση ημερ. 7 Ιουνίου 1999 του ιερέα του Συνοικισμού Αγ. Αθανασίου υποστήριζαν πλήρως τη θέση της, ενώ βεβαίωση ημερ. 10 Ιουνίου 1999 από τα τρία αδέλφια του αποβιώσαντος, υποστήριζε το σκέλος που αφορούσε τη συντήρησή της από το σύζυγό της. Μια όμως τέταρτη βεβαίωση, ημερ. 4 Ιουνίου 1999, του προέδρου της Χωριτικής Αρχής Κολοσσίου, αμφισβητούσε την επανασύνδεση του ζεύγους. Σύμφωνα με αυτή τη βεβαίωση, η αιτήτρια και ο σύζυγός της «δεν ζούσαν μαζί από δεκαπέντε χρόνια». Ο Εξεταστής Απαιτήσεων είχε, σε εκείνο το πρώτο στάδιο, ακόμα ένα στοιχείο. Σε αίτηση του συζύγου, ημερ. 10 Φεβρουαρίου 1992, για σύνταξη ανικανότητας - ένεκα υποτροπιάζουσας μελαγχολίας - εκείνος είχε δηλώσει ότι ήταν άγαμος και δεν περιέλαβε, στο σχετικό μέρος του εντύπου, ο,τιδήποτε για εξαρτώμενο πρόσωπο.
Ο Εξεταστής Απαιτήσεων ζήτησε από τον Επαρχιακό Λειτουργό Λεμεσού να ελέγξει την περίπτωση και να πάρει καταθέσεις. Επιθεωρητής του Γραφείου Λεμεσού έλαβε καταθέσεις από τους δύο κοινοτάρχες, τον ιερέα του Συνοικισμού Αγίου Αθανασίου, από τον αγροφύλακα Κολοσσίου και από τον Ν. Στυλιανού, κουνιάδο του αποβιώσαντος. Ο κοινοτάρχης Αγ. Αθανασίου, όπως και ο ιερέας, διευκρίνισαν ότι οι βεβαιώσεις τους βασικά στηρίζονταν σε στοιχεία που προέρχονταν από την αιτήτρια, με περαιτέρω όμως διευκρίνιση από τον πρώτο πως γνώριζε ότι κατά διαστήματα, τα οποία δεν μπορούσε να προσδιορίσει, η αιτήτρια συζούσε με το σύζυγό της. Ο δε κοινοτάρχης Κολοσσίου επανέλαβε, ως προς την πτυχή συμβίωσης του ζεύγους, ότι από δεκαετίας και πλέον ο αποβιώσας βρισκόταν σε διάσταση με τη σύζυγό του και διέμενε μόνος στο Κολόσσι, ενώ ως προς την άλλη πτυχή ανέφερε ότι δεν γνώριζε αν ο αποβιώσας βοηθούσε οικονομικά την αιτήτρια. Ο αγροφύλακας κατέθεσε όμως ότι του είχε αναφέρει ο Ν. Στυλιανού πως ο αποβιώσας συχνά της έδινε χρήματα. Αναζητήθηκε ο Ν. Στυλιανού και σε δική του κατάθεση εξήγησε πως τον είχε πληροφορήσει ο δικηγόρος του αποβιώσαντος, αλλά χωρίς λεπτομέρειες, ότι ο αποβιώσας βοηθούσε την αιτήτρια οικονομικά. Ο Ν. Στυλιανού επιπλέον εξήγησε πως ο αποβιώσας είχε υποβάλει αίτηση διαζυγίου η οποία όμως παρέμεινε στάσιμη, ίσως επειδή άλλαξε γνώμη. Τέλος, γειτόνισσα της αιτήτριας, η οποία ζήτησε από τον λειτουργό να μην αποκαλυφθεί το όνομά της, ανέφερε ότι ποτέ δεν είδε τον αποβιώσαντα να επισκέπτεται και να διαμένει στο σπίτι της αιτήτριας και πρόσθεσε, σε σχέση με την οικονομική πτυχή, ότι αν ο αποβιώσας βοηθούσε τη σύζυγό του εκείνη θα της το έλεγε γιατί κουβέντιαζαν και έλεγαν η μια στην άλλη τα διάφορα που τις απασχολούσαν.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση δόθηκε ως εξήγηση για το απορριπτικό αποτέλεσμα, πρώτο, ότι από τις ληφθείσες καταθέσεις δεν προέκυπτε πως η αιτήτρια συζούσε με τον σύζυγό της κατά τον χρόνο του θανάτου του. και, δεύτερο, ότι δεν προσήχθησαν οποιαδήποτε στοιχεία που να αποδείκνυαν ότι η αιτήτρια συντηρείτο από τον σύζυγό της αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο.
Η αιτήτρια προβάλλει ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν ανεπαρκής και δεν παρείχε ασφαλές έρεισμα για καταλήξεις, η αιτιολογία των οποίων δεν μπορούσε ως εκ τούτου να υποστηριχθεί. Ενώ αντίθετη σε αυτά άποψη εξέφρασε η Δημοκρατία.
Μου φαίνεται πως οι περιστάσεις δικαιολογούσαν εκτενέστερη έρευνα αναφορικά και με τις δύο πτυχές, ιδιαίτερα μάλιστα σε σχέση με τη δεύτερη, ήτοι εκείνη της συντήρησης, σε σχέση με την οποία η εκδοχή της αιτήτριας απορρίφθηκε ως μη αποδειχθείσα από την ίδια, χωρίς να της είχε ζητηθεί να παράσχει πρόσθετα στοιχεία και λεπτομέρειες και χωρίς προώθηση της έρευνας προς κατευθύνσεις όπου θα μπορούσε να ριχθεί φως. Καταλήγω λοιπόν πως δεν έγινε δέουσα έρευνα που να μπορούσε, με σχετική ασφάλεια, να υποστηλώσει τα περαιτέρω.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ