ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 413/00
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Μαίρης Πική
Αιτήτρ ιας
και
Της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου
Καθ΄ης η αίτηση
----------------------
22 Ιανουαρίου 2002
Για την αιτήτρια: Μ. Τριανταφυλλίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Σπ. Ευαγγέλου.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Προσβάλλεται η προαγωγή των Γ. Γεωργίου, Ρ. Σολομωνίδη και Γ. Συρίχα στη θέση Ανώτερου Λειτουργού στην Κεντρική Τράπεζα.
Η Επιτροπή Προσωπικού, που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 15(3) του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου 1963 (Ν. 48/63 όπως τροποποιήθηκε), (στο εξής ο Νόμος) αναφέρθηκε στα υπηρεσιακά στοιχεία των 25 υποψηφίων που απέμειναν ως προσοντούχοι και με γνώμονα τα κριτήρια (αξία, πείρα, προσόντα) των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1983 (ΚΔΠ 189/83 όπως τροποποιήθηκαν) σύστησε ομοφώνως τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Αιτιολόγησε ειδικά τη σύστασή της με αναφορά:
(α) στην υπέρτερη αξία τους, όπως την αποκάλυπταν οι ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, ιδίως οι πιο πρόσφατες στις οποίες, όπως σημειώθηκε, προσδόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα, και
(β) στο γεγονός ότι ο κάθε ένας από αυτούς κατείχε, έναντι και της αιτήτριας, "το πλεονέκτημα σε προσόντα το οποίο λαμβάνεται υπόψη διότι έχει απόλυτη συνάφεια για την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα".
Η αιτήτρια ήταν αρχαιότερη και σημειώθηκε η υπεροχή της σε πείρα. Κρίθηκε, όμως πως τα πιο πάνω θα έπρεπε να υπερισχύσουν. Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, με αναφορά στη γνωμάτευση της Επιτροπής Προσωπικού και στις δικές του εκτιμήσεις, δυνάμει του άρθρου 15(2) του Νόμου, κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Δεν εγείρονται διαδικαστικής φύσης θέματα ούτε αμφισβητείται πως ορθά αποδόθηκαν τα υπηρεσιακά στοιχεία και οι αξιολογήσεις των ενδιαφε-ρομένων. Επίσης δεν υποστηρίζεται πως στη βάση των επισημάνσεων που έγιναν δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή η επιλογή. Η αιτήτρια θέτει μόνο ένα θέμα. Αμφισβητεί τις υπηρεσιακές εκθέσεις της ως αξιόπιστο δείκτη της αξίας της. Θεωρεί ότι "παρουσιάζουν, κατά τρόπο αντιφατικό και αλληλογρονθοκοπούμενο, μια εικόνα υποτιμημένης αξίας". Αυτό, παραπέμποντας σε όσα θεωρεί ότι προκύπτουν από συγκρίσεις, συσχετισμούς, συγκρούσεις και αντιφάσεις στις αξιολογήσεις πτυχών απόδοσής της σε ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Επίσης, επισημαίνοντας αναντιστοιχία μεταξύ των αξιολογήσεων και της τελικής γενικής απόδοσής της, προς τα γενικά σχόλια που καταγράφονται σε υπηρεσιακές εκθέσεις. Για να υποστηρίξει τελικά πως η ορισμένη αξιολόγηση στη μια ή στην άλλη από τις καθορισμένες στο έντυπο αξιολόγησης πτυχών απόδοσης, θα έπρεπε να επάγεται όμοιου επιπέδου αξιολόγησης και για πολλά άλλα. Σε τελική ανάλυση όπως καταλήγει, η απόδοσή της δικαιολογούσε ψηλότερες βαθμολογίες.
Μπορούν να χαρακτηριστούν ως όψιμοι αυτοί οι ισχυρισμοί της αιτήτριας. ΄Οπως επισημαίνουν οι καθ΄ων η αίτηση, οι υπηρεσιακές εκθέσεις γνωστοποιούνταν κατ΄έτος στην αιτήτρια, όπως βέβαια και στους άλλους λειτουργούς. Ουδέποτε δε η αιτήτρια διατύπωσε οποιοδήποτε παράπονο. Αντίθετα, σε ορισμένες περιπτώσεις, δήλωνε και τη θετική ανταπόκρισή της σ΄αυτές. Δεν θα σταθώ όμως σ΄αυτό.
΄Εχω μελετήσει όλα τα στοιχεία και δεν μπορώ να δεκτώ τις εισηγήσεις της αιτήτριας. Η αντίληψή της περί της διασύνδεσης των "πτυχών απόδοσης" είναι λανθασμένη. Η κάθε μια από αυτές αναλύεται ειδικά και είναι διακριτή από τις άλλες. Παραπέμπει σε διαφορετικής φύσης χαρακτηριστικά και δεν συμφωνώ με τους συλλογισμούς που, κατά παραγνώρισή τους, θέλουν τη βαθμολογία στη μια να επάγεται όμοια σε άλλες. Ούτε με βρίσκει σύμφωνο η αντιστοίχηση των γενικών παρατηρήσεων σε σχέση με τα "αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά" του υπαλλήλου, προς το επίπεδο της γενικής απόδοσής του. Αυτό προσδιορίζεται με γνώμονα τις αξιολογήσεις των πτυχών απόδοσης. Η γενική απόδοση μπορεί να είναι εξαιρετική, πολύ καλή, καλή, ικανοποιητική ή ανεπαρκής, με βάση την πλειονότητα σε σχέση με την κάθε διαβάθμιση των αξιολογήσεων των επί μέρους "πτυχών απόδοσης". Και δεν υπάρχει κανένα λάθος συναφώς. Η δε αντίληψη της αιτήτριας πως, με βάση τις αξιολογήσεις της στις πτυχές απόδοσης για το 1993, θα έπρεπε η γενική της απόδοση να χαρακτηριστεί όχι ως "καλή" αλλά ως "πολύ καλή", είναι λανθασμένη. Θεωρεί ότι συγκέντρωσε στις 9 από τις 16 πτυχές βαθμολογία πέραν της καλής ενώ, όπως επισημαίνουν οι καθ΄ων η αίτηση, ήταν σε 8 που συγκέντρωσε τέτοια ανώτερη βαθμολογία. Οπότε δεν υπήρχε η απαραίτητη πλειονότητα για την ανώτερη αξιολόγηση. Και αυτό, πέρα από το ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα ανατρεπόταν η γενική εικόνα υπεροχής των ενδιαφερομένων προσώπων στη βάση του συνόλου των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Η αιτήτρια σχολίασε σχεδόν κάθε λέξη από τις ετήσιες γενικές παρατηρήσεις. Δεν θα μεταφέρω εδώ το περιεχόμενο των εντύπων και τις λεπτομέρειες των σχολίων που έγιναν. Η μελέτη τους δεν δείχνει αντιφάσεις ή οτιδήποτε το ανακόλουθο. Και οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν παραμένουν ατεκμηρίωτοι. Ειδικά δε ο ισχυρισμός πως ενώ το 1995 καταγράφηκε βελτίωσή της ενώ η βαθμολογία της παρέμεινε η ίδια με το 1994, στερείται υπόβαθρου. Η βαθμολογία της το 1995 ήταν καλύτερη από εκείνη του 1994. ΄Οπως και ο ισχυρισμός πως το 1995 και το 1996 βαθμολογήθηκε για την πτυχή "αξιολόγηση προσωπικού" που θα έπρεπε να θεωρηθεί πως δεν ίσχυε στην περίπτωσή της. Δεν στοιχειοθετούνται γεγονότα με τις αγορεύσεις και δεν έχει συνδεθεί ο ισχυρισμός με παραπομπή σε οτιδήποτε το σχετικό από τους φακέλους. Εν πάση περιπτώσει, και
η αφαίρεση αυτή της αξιολόγησης δεν θα επέφερε οποιαδήποτε μεταβολή στη γενική της απόδοση ή ανατροπή της υπεροχής των ενδιαφερομένων προσώπων στις σχετικές αξιολογήσεις.Καταλήγω πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας. Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΜΣι.