ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1574/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
VALER PAPINASHVILLI, από τη Γεωργία και τώρα στη Λευκωσία,
Αιτητή,
- και -
Της Δημοκρατίας της Κύπρου διά του
Υπουργού Εσωτερικών,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
28 Ιανουαρίου, 2002
.Για τον αιτητή: κ. Ν. Κληρίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: κ. Γ. Γιωργαλλής.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής είναι ρωσσοπόντιος ελληνικής καταγωγής και γεωργιανής ιθαγένειας. Ο αιτητής ήλθε στην Κύπρο με τη γυναίκα του το 1995. Εδώ, απέκτησαν (1996) ένα παιδί που διαμένει μαζί τους.
Στην αρχή παραχωρήθηκε στον αιτητή άδεια επισκέπτη και μετά άδεια εργασίας. Εργοδοτήθηκε στην εταιρεία DCS VENDING ENTERPRISES LTD ως χειριστής μηχανών. Η άδεια εργασίας ανανεωνόταν κανονικά μέχρι 26.1.2000. Η άδεια παραμονής έληξε οριστικά περί το τέλος Νοεμβρίου 2
000.Οι εργοδότες του αιτητή, με επιστολή τους ημερ. 8.8.2000 ζήτησαν παράταση της άδειας παραμονής του στην Κύπρο για ακόμα ένα χρόνο. Οι καθ΄ ων η αίτηση, με επιστολή τους ημερ. 21.8.00, τους πληροφόρησαν ότι το αίτημα για παράταση του χρόνου παραμονής του αιτητή στην Κύπρο για ένα ακόμα χρόνο δεν εγκρίθηκε και ότι ο αιτητής έπρεπε να αναχωρήσει μετά τις 26.11.00.
Ακολούθησε αλληλογραφία επί του θέματος μεταξύ των δικηγόρων του αιτητή και των καθ΄ ων η αίτηση. Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση, όπως είχε αρχικά διατυπωθεί στην επιστολή τους ημερ. 21.8.00, παρέμεινε σταθερή και αμετάβλητη. Η πρώτη φάση της αλληλογραφίας μεταξύ του κ. Λ. Κληρίδη και των καθ΄ ων η αίτηση έληξε με επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 29.11.00 στην οποία επαναλαμβανόταν η πάγια θέση
τους ότι το αίτημα δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί επειδή ο αιτητής συμπλήρωσε παραμονή πέντε ετών στην Κύπρο. Η επιστολή τελειώνει με την παράκληση, "παρακαλώ όπως συμβουλεύσετε τον αλλοδαπό να αναχωρήσει αμέσως από την Κύπρο, διαφορετικά θα απελαθεί".Η παρούσα προσφυγή έχει ως αντικείμενο το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 29.11.00. Με την προσφυγή, επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για παράταση της παραμονής και εργοδότησής του στην Κύπρο. Παρενθετικά σημειώνω ότι η αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων του αιτητή και των καθ΄ ων η αίτηση συνεχίστηκε και μετά την καταχώρηση της προσφυγής και αφορούσε αίτημα του αιτητή για αναστολή μέτρων εναντίον του εκκρεμούσης της προσφυγής, χωρίς ωστόσο να έχει συγκατανεύσει η διοίκηση.
Η αίτηση βασίζεται πάνω στα πιο κάτω "νομικά σημεία":
"Ο αιτητής μαζί με την οικογένειά του συνεπλήρωσε παραμονή στην Κύπρο πέντε ετών.
(α) Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εγεννήθη στες 2.2.96 ο υιός του ζεύγους Νικόλαος ο οποίος κατέχει πιστοποιητικό γεννήσεως με αριθμό C462054. Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ PAPINASHVILLI δικαιούται να καταστή πολίτης της Κύπρ. Δημοκρατίας το γεγονός αυτό ουδόλως ελήφθη υπ΄ όψιν κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.
(β) Επιπλέον η ληφθείσα απόφαση εβασίσθη πάνω σε τακτική του Τμήματος Μετανάστευσης ότι αλλοδαπός ο οποίος συμπληρώνει τετραετή παραμονή και απασχόληση στην Κύπρο δεν δικαιούται να συνεχίσει την παραμονή του η οποία είναι νομικώς εσφαλμένη.
(γ) Επίσης ουδόλως ελήφθη υπ΄ όψιν ότι ο αιτητής είναι ελληνικής καταγωγής και για τις περιπτώσεις αυτές υπάρχουν άλλα κριτήρια για την παραμονή και εργοδότησή τους στην Κύπρο."
Είναι φανερό ότι τα "νομικά σημεία" πάνω στα οποία ο αιτητής στηρίζει την αίτησή του συνιστούν στην ουσία γεγονότα που μπορεί να έχουν σχέση με την υπόθεση αλλά αυστηρώς αντικρίζοντας το θέμα δεν αποτελούν νομική βάση της αίτησης. Ωστόσο, από τα συμφραζόμενα του κειμένου, εκλαμβάνω ότι ο αιτητής εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πραγματικής και νομικής πλάνης χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα και ορθή εκτίμηση των γεγονότων. Μέσω της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου του αιτητή γίνεται προσπάθεια προώθησης ενός ακόμα λόγου ακύρωσης ότι δηλαδή, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Παρατηρώ ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν προβάλλεται στη δικογραφία αλλά ούτε συνάγεται από αυτή ότι ο αιτητής αναφέρεται σε μια τέτοια μεμπτότητα.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ΄ ων η αίτηση κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης δεν έλαβαν υπόψη
(α) ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κύπρο απέκτησε (2.2.96) υιό ο οποίος δικαιούται να καταστεί πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
(β) ότι με βάση το άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αντίστοιχο του άρθρου 8 της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η διοίκηση έχει καθήκον να σέβεται το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής το οποίο καθίσταται υπέρτερο όταν στην περίπτωση αλλοδαπών υπήρξε διαμονή πέραν των τεσσάρων ετών.
(β) ότι η απέλαση στην πατρίδα του θα σήμαινε την οικονομική του καταστροφή λόγω της επικρατούσας οικονομικής δυσπραγίας στη χώρα του.
Οι καθ΄ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράξη βεβαιωτική και συνεπώς μη εκτελεστή. Για να διαπιστωθεί κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράξη βεβαιωτικού χαρακτήρα μη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε στα γεγονότα με τη σειρά που διαδραματίστηκαν.
Η τελευταία άδεια παραμονής του αιτητή εκδόθηκε στις 8.6.2000 με ισχύ μέχρι τις 26.11.2000. Στις 8.8.2000 ήτοι τρεις μήνες πριν από τη λήξη της άδειας ο εργοδότης του αιτητή ζήτησε όπως η άδεια παραμονής του αιτητή παραταθεί για ακόμα ένα χρόνο. Ο Λειτουργός Μετανάστευσης απάντησε στις 21.8.2000 ότι το αίτημα δεν εγκρίνεται επειδή ο αλλοδαπός είχε συμπληρώσει παραμονή πέντε
ετών στην Κύπρο και ότι θα έπρεπε να αναχωρήσει μετά τις 26.11.2000. Ο δικηγόρος του αιτητή με επιστολή του ημερ. 17.8.2000 ζήτησε όπως ικανοποιηθεί το αίτημα για ανανέωση της άδειας του αλλοδαπού και της οικογένειας του. Ο Λειτουργός Μετανάστευσης με επιστολή του ημερ. 22.9.2000 απάντησε στο δικηγόρο του αιτητή ότι το αίτημα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό επειδή ο πελάτης του έχει συμπληρώσει παραμονή πέντε ετών στην Κύπρο. Στις 6.9.2000 ο δικηγόρος του αιτητή απέστειλε νέα επιστολή με την οποία ζητούσε επανεξέταση της περίπτωσης και ζητούσε επίσης να πληροφορηθεί πάνω σε ποια νομοθετική ή άλλη ρύθμιση βασίστηκε η απόφαση ότι η παραμονή των πέντε ετών συνιστά λόγο απόρριψης του αιτήματος για ανανέωση της παραμονής του αλλοδαπού στην Κύπρο. Στις 27.9.2000 ο Λειτουργός Μετανάστευσης απάντησε στο δικηγόρο ότι με βάση την πολιτική που χάραξε το Υπουργικό Συμβούλιο η ανώτατη περίοδος παραμονής και απασχόλησης αλλοδαπών στην Κύπρο είναι τέσσερα χρόνια. Στις 3.10.2000 ο δικηγόρος απέστειλε νέα επιστολή θέτοντας το ίδιο ερώτημα και πήρε την ίδια απάντηση στις 19.10.2000. Στις 16.10.2000 ο δικηγόρος του αιτητή απέστειλε νέα επιστολή με την οποία ζητούσε όπως ο πελάτης του εξαιρεθεί από την πολιτική των τεσσάρων χρόνων επειδή αυτός είναι ελληνοπόντιος. Ο Λειτουργός Μετανάστευσης απάντησε στις 29.11.2000 ότι ο αλλοδαπός έπρεπε να αναχωρήσει επειδή συμπλήρωσε παραμονή πέντε ετών και γνώριζε ότι η άδειά του δεν θα ανανεωθεί. Αναφερόταν επίσης στην επιστολή πως σε περίπτωση που ο αλλοδαπός δεν αναχωρούσε από την Κύπρο θα απελαυνόταν. Κάνοντας εδώ παρένθεση υπενθυμίζω ότι αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής του Λειτουργού Μετανάστευσης ημερ. 29.11.2000. Τα όσα ακολούθησαν, μολονότι εκφεύγουν του ελέγχου του δικαστηρίου εντούτοις θα παρατεθούν με κάθε δυνατή συντομία για να υπάρχει ολοκληρωμένη η εικόνα της υπόθεσης.Στις 7.12.2000 απεφασίσθη η απέλαση του αιτητή και την επομένη (8.12.2000) εκδόθηκαν τα σχετικά εντάλματα. Η αστυνομία απέτυχε να εκτελέσει το ένταλμα κράτησης γιατί δεν εντόπισε τον αιτητή στη δηλωθείσα διεύθυνση. Στις 19.12.2000 ο δικηγόρος του αιτητή ζήτησε όπως ανασταλεί η λήψη μέτρων εναντίον του πελάτη του επειδή κατέθεσε προσφυγή εναντίον της απόφασης για μη ανανέωση της άδειας παραμονής του. Ο Λειτουργός Μετανάστευσης με επιστολή του ημερ. 26.1.2001 πληροφόρησε το δικηγόρο ότι το αίτημα δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί επειδή ο αλλοδαπός είναι απαγορευμένος μετανάστης. Ο δικηγόρος του αιτητή με νέα επιστολή του ημερ. 26.1.2001 ζήτησε να πληροφορηθεί την ημερομηνία κατά την οποία ο πελάτης του κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης. Ο Λειτουργός Μετανάστευσης με επιστολή του ημερ. 2.2.2001 πληροφόρησε το δικηγόρο ότι ο αλλοδαπός θεωρείται απαγορευμένος μετανάστης επειδή διαμένει στην Κύπρο χωρίς άδεια και σε άγνωστη διεύθυνση.
Εχοντας υπόψη τα προεκτεθέντα γεγονότα εγείρεται πράγματι θέμα εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 29.11.2000. Η φύση της βεβαιωτικής πράξης περιγράφεται από τον καθηγητή Ε. Σπηλιωτόπουλο στο σύγγραμμα "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 6η έκδοση, παρ. 108 στη σελίδα 115:
"Οι διαπιστωτικές πράξεις, οι οποίες έχουν το χαρακτηριστικό της εκτελεστότητας (ΣΕ 1812, 3160/1983, 3189/1987) δεν πρέπει να συγχέονται με τις βεβαιωτικές πράξεις που εκδίδονται χωρίς νέα ουσιαστική έρευνα, βάσει των πραγματικών δεδομένων και δηλώνουν εμμονή της διοίκησης σε προγενέστερη ρύθμιση (ΣΕ 1718/1977, 340/83, 2619/1986). Οι βεβαιωτικές πράξεις δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξης, στερούνται εκτελεστότητας και εκδίδονται συνήθως ύστερα
Στην Ζίττης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2082, ημερ. 29.5.98 αναφέρονται τα στοιχεία που πρέπει να υπάρχουν για να θεωρείται μια "νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας". Επαναλαμβάνεται επίσης πότε γίνεται νέα έρευνα που οδηγεί σε νέα εκτελεστή πράξη.
Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής δεν έθεσε κανένα νέο στοιχείο προς εξέταση από τους καθ΄ ων η αίτηση. Η προβολή και εξέταση κάποιων μεταγενέστερων ισχυρισμών, που εκ πρώτης όψεως θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως νομικοί ισχυρισμοί, δεν αποτελεί νέα έρευνα. Το θέμα τίθεται ως εξής στα Πορίσματα Νομολογίας 1929-1959 του ΣτΕ, σελ. 241:
"Γενικώς δε η από νομικής μόνο πλευράς επανεξέταση της υποθέσεως, εφόσον δεν στηρίζεται και επί νέων πραγματικών στοιχείων ή επί μεταβολής των διεπουσών την συγκεκριμένην σχέσιν διατάξεων δεν αποτελεί νέαν έρευναν, προσδίδουσαν εκτελεστόν χαρακτήρα εις την μετ΄ αυτήν εκδιδομένην πράξιν. Δι΄ ο εκρίθη ότι η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως, εκτός εκείνης εφ΄ ης είχε στηριχθεί η αρχική πράξις, ενόσω δεν γίνεται επίκλησις και νεωτέρων πραγματικών στοιχείων, δεν συνιστά νέαν έρευναν ....................... "
Εχοντας υπόψη τα όσα πιο πάνω έχουν εκτεθεί, καταλήγω πως η προσβαλλόμενη πράξη ημερομηνίας 29.11.2000 είναι βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης της διοίκησης επί του ιδίου ακριβώς θέματος. Ως εκ τούτου αποφαίνομαι ότι η επίδικη πράξη είναι μη παραδεκτή προσβολής με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος. Εν όψει αυτής της διαπίστωσης παρέλκει η εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
FONT>Α. Κραμβής,
Δ.
ΣΦ.