ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 1026
8 Νοεμβρίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SPIBY HOLDINGS LTD,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 865/1999, 866/1999, 867/1999)
Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Βεβαίωση και επίκληση των εξουσιών του Εφόρου βάσει του Άρθρου 23(2) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων ― Περιστάσεις της εσκεμμένης προσπάθειας απόκρυψης του αντικειμένου του φόρου στην κριθείσα περίπτωση ― Η απόφαση του Εφόρου κρίθηκε εύλογη.
Η αιτήτρια εταιρεία επεδίωξε την ακύρωση των φορολογιών του εισοδήματός της για τα έτη 1990, 1993 και 1994.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
Η προσπάθεια της αιτήτριας να αποκρύψει τα πραγματικά φορολογητέα εισοδήματά της διαπιστώνεται και από τον έλεγχο των φορολογικών δηλώσεων της Westpark, στους λογαριασμούς της οποίας φαίνονταν πως όλες οι πληρωμές που έκανε στην αιτήτρια καταχωρούνταν ως εξόφληση πρώτα των οφειλόμενων τόκων, και μόνο αν υπήρχε υπόλοιπο πιστωνόταν στο κεφάλαιο.
Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Εφόρου να έχει από την αιτήτρια τα αληθή στοιχεία, για τον ακριβή προσδιορισμό του εισοδήματός της, η τελευταία εσκεμμένα απέφευγε να το πράξει. Γι΄αυτό, και ο Έφορος εύλογα χρησιμοποίησε τις εξουσίες που του δίδουν οι διατάξεις του Άρθρου 23(2) των φορολογικών νόμων, αναφορικά με το φορολογικό έτος 1990. Επί του θέματος αυτού υιοθετείται η απόφαση Spiby v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 930 για την οποία ο δικηγόρος της αιτήτριας δήλωσε τη διαφωνία του.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Spiby v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 930.
Προσφυγές.
Συνεκδικαζόμενες προσφυγές με τις οποίες η αιτήτρια εταιρεία προσβάλλει την απόφαση του Εφόρου αναφορικά με τη φορολόγηση της για τα φορολογικά έτη 1990, 1993 και 1994, την έκτακτη εισφορά για τις τριμηνίες που καλύπτουν τα ίδια έτη και ομοίως την έκτακτη εισφορά για την άμυνα.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Αιτήτρια εταιρεία.
Λ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Με τις τρεις συνεκδικαζόμενες προσφυγές η αιτήτρια εταιρεία προσβάλλει την απόφαση του Εφόρου αναφορικά με τη φορολόγηση της για τα φορολογικά έτη 1990, 1993 και 1994, την έκτακτη εισφορά για τις τριμηνίες που καλύπτουν τα ίδια έτη και ομοίως την έκτακτη εισφορά για την άμυνα.
Τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης είναι τα εξής: ο κ.Terence Spiby, διοικητικός σύμβουλος της αιτήτριας, πώλησε το 1984 και 1988 δύο τεμάχια γης, προσωπικής ιδιοκτησίας του στην εταιρεία Westpark Ltd. Στις 22.8.89 ο Terence Spiby συμφώνησε και εκχώρησε τα δικαιώματα που απόρρεαν από την σύμβαση πωλήσεως, στην αιτήτρια, οικογενειακή του εταιρεία. Η Westpark Ltd, ως συνέπεια, πλήρωνε το χρέος της σύμφωνα με το αγοραπωλητήριο έγγραφο στην αιτήτρια. Στην περίπτωση καθυστέρησης των δόσεων προβλεπόταν τόκος 9%.
Ο Έφορος δεν αποδέκτηκε τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος της αιτήτριας για τα επίδικα έτη, γιατί στους λογαριασμούς της δεν φαίνονταν τα ποσά των τόκων που πλήρωνε σ΄αυτήν η Westpark, και τα ποσά, εκτός των τόκων, που πιστώνονταν στο κεφάλαιο του χρέους. Στις 22.9.98 ο Έφορος ζήτησε εγγράφως να του υποβληθούν από την αιτήτρια μέσα σε 21 ημέρες συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία και απαρίθμησε σε ξεχωριστές παραγράφους στην πιο πάνω επιστολή του. Ειδικότερα στην παράγραφο 2 διαβάζουμε:
«παρόλο ότι διεκδικείτε φορολόγηση των τόκων όταν εισπράσσονται (cash basis) φαίνεται ότι η αναγνώριση των ποσών που εισπράχτηκαν που καταχωρείτε στους προσδιορισμούς δεν είναι η ορθή, αφού τα ποσά που περιλήφθηκαν στους προσδιορισμούς ως τόκοι εισπραχθέντες είναι κατά πολύ μικρότερα των ποσών που φαίνεται να εισπράχτηκαν με βάση τους λογαριασμούς»
Και στην επόμενη παράγραφο:
«Να δηλώσετε κατά πόσον κατακρατήθηκαν ως εισπραχθέντες και φορολογήθηκαν οι τόκοι που προέκυψαν στην περίοδο 1984-1989 πριν την εκχώρηση του δικαιώματος είσπραξης του χρέους από πώληση κτήματος από τον κ.Terence Spiby στους πελάτες σας, και αν όχι να εξηγήσετε τους λόγους και να υποβάλετε την κατάσταση του λογαριασμού στα έτη 1989-90».
Δεν υπήρξε ανταπόκριση εκ μέρους της αιτήτριας και γι΄αυτό ο Έφορος προχώρησε σε αναθεώρηση των φορολογιών για τα έτη 1993 και 94 και της φορολογίας του 1990. Αναφορικά με το τελευταίο φορολογικό έτος ο Έφορος επικαλέστηκε τις εξουσίες του βάσει του άρθρου 23(2) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων. Πληροφόρησε δε προς τούτο την αιτήτρια με επιστολή του, ημερομηνίας 16.12.98. Στις 12.1.98 η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση. Για να εξετάσει την ένσταση ο Έφορος ζήτησε πάλιν από την αιτήτρια να υποβάλει πλήρεις καταστάσεις λογαριασμών, υποδεικνύοντας πως υπήρχε διάσταση μεταξύ των λογαριασμών που υπέβαλε η εταιρεία Westpark, και αυτών της αιτήτριας, αναφορικά με τα ποσά που πληρώθηκαν ως τόκοι. Ο Έφορος δεν ικανοποιήθηκε από τις εξηγήσεις των λογιστών της εταιρείας. Έκρινε δε πως εσκεμμένα παρέλειψε να δώσει στοιχεία, για την επίμαχη διαφορά, και προχώρησε στη λήψη της τελικής του απόφασης απορρίπτοντας δηλαδή την ένσταση και επιβάλλοντας τις τελικές φορολογίες, αντικείμενο της προσφυγής.
Όπως προκύπτει τελικά από την αλληλογραφία των λογιστών της αιτήτριας με τον Έφορο, η αιτήτρια, καθώς λένε, πίστωνε τις εισπράξεις της από την Westpark κατά 65% έναντι του κεφαλαίου του δανείου και 35% έναντι των τόκων. Κατά την ίδια, η μέθοδος αυτή ήταν εφικτή και δικαιολογείται, καθώς λέγουν οι λογιστές της, επειδή η ίδια η Westpark, όταν προέβαινε στις πληρωμές προς την αιτήτρια, δεν καθόριζε αν αυτές γινόντουσαν έναντι του κεφαλαίου ή των τόκων. Διαφορετική ήταν η θέση του Εφόρου, όπως εκδηλώνεται στην επιστολή του προς την αιτήτρια, ημερ. 23.2.99. Υπέδειξε πως δεν μπορούσε η αιτήτρια κατά το δοκούν να επιλέγει την κατανομή των εισπράξεων της στους οφειλόμενους τόκους ή στο κεφάλαιο. Εφόσον το συμβόλαιο δεν προνοούσε συγκεκριμένο τρόπο πληρωμής, η είσπραξη θα έπρεπε πρώτα να πηγαίνει για την εξόφληση των οφειλόμενων τόκων, και οποιονδήποτε υπόλοιπο να πιστώνεται στο κεφάλαιο. Ο μοναδικός λόγος που η αιτήτρια έκανε την πιο πάνω κατανομή, κατά τον Έφορο, ήταν για να μειώσει το αντικείμενο του φόρου. Ακόμη και η ανάλυση που η ίδια η αιτήτρια είχε υποβάλει για το έτος 1994, έδειξε πως δεν υπήρξε ούτε καν σταθερή κατανομή του τόκου, όπως ισχυριζόταν η ίδια, μολονότι και τούτο δεν είχε οποιαδήποτε σημασία.
Η απόφαση του Εφόρου, να χρησιμοποιήσει τις εξουσίες που έχει βάσει του άρθρου 23(2) των Νόμων, αιτιολογείται από τον ίδιο στην παράγραφο 3 της απόφασης του ως εξής:
«Η φορολογία για το έτος 1990 επιβλήθηκε με βάση το άρθρο 23(2) του Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου αφού εσκεμμένα δεν δηλώθηκε στους λογαριασμούς το ουσιώδες γεγονός ότι με εντελώς αυθαίρετο τρόπο κατανεμήθηκαν οι εισπράξεις σε κεφάλαιο και τόκους, γεγονός που απεκρύβη επίσης και στην αλληλογραφία σας με το Τμήμα κατά την εξέταση των λογαριασμών για τα έτη 1989-1991, όπου ετέθη το θέμα φορολόγησης των τόκων με βάση την μέθοδο των δεδουλευμένων τόκων αντί της φορολογίας με βάση τις εισπράξεις όπως διεκδικήσατε και όπως παραχωρήθηκε τελικά. Η περίπτωση του πελάτη σας δεν αφορά λάθος αλλά εσκεμμένη απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων, τα οποία δεν αναφέρθηκαν στους λογαριασμούς του πελάτη σας.»
Ο δικηγόρος των αιτητών εισηγείται πως η κατανομή σε τόκους και κεφάλαιο από την αιτήτρια, των ποσών που εισπράττονταν από την Westpark Ltd, έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 59-61 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας απαντά πως τα πιο πάνω άρθρα δεν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση, γιατί εδώ υπήρχε μόνο ένα χρέος, όχι διάφορα και ξεχωριστά, ώστε να λειτουργούν οι πιο πάνω διατάξεις.
Συμφωνώ με την πιο πάνω θέση της δικηγόρου της Δημοκρατίας. Κρίνω δε ότι η προσπάθεια της αιτήτριας να αποκρύψει τα πραγματικά φορολογητέα εισοδήματα της διαπιστώνεται και από τον έλεγχο των φορολογικών δηλώσεων της Westpark, στους λογαριασμούς της οποίας φαίνονταν πως όλες οι πληρωμές που έκανε στην αιτήτρια καταχωρούνταν ως εξόφληση πρώτα των οφειλόμενων τόκων, και μόνο αν υπήρχε υπόλοιπο πιστωνόταν στο κεφάλαιο. Έτσι, για τα έτη 1989-96 η Westpark Ltd έδειχνε στα βιβλία της πως πλήρωσε στην αιτήτρια τόκους ύψους £1,352.433, ενώ η αιτήτρια έδειχνε είσπραξη τόκων £577,751.
Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Εφόρου να έχει από την αιτήτρια τα αληθή στοιχεία, για τον ακριβή προσδιορισμό του εισοδήματος της, η τελευταία εσκεμμένα απέφευγε να το πράξει. Γι΄αυτό, και κατά τη γνώμη μου, ο Έφορος εύλογα χρησιμοποίησε τις εξουσίες που του δίδουν οι διατάξεις του άρθρου 23(2) των φορολογικών νόμων, αναφορικά με το φορολογικό έτος 1990. Επί του θέματος αυτού συμφωνώ με την κρίση του αδελφού δικαστή Χ"Χαμπή, στην απόφαση Spiby v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 930, για την οποία ο δικηγόρος της αιτήτριας δηλώνει τη διαφωνία του.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με £700 έξοδα.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.