ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 1015
1 Νοεμβρίου, 2001
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΕΥΚΗ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣ ΚΑΙ
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΕΚΤΟΠΙΣΘΕΝΤΩΝ,
2. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΚΑΙ
ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ (Κ.Ε.Ε.Κ.)
3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1343/2000)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Ανυπαρξία πρακτικού περιέχοντος την προσβαλλόμενη απόφαση ― Περιστάσεις στοιχειοθέτησης του λόγου στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.
Εκτοπισθέντες ― Αίτηση για παραχώρηση βοηθήματος για την αγορά διαμερίσματος ― Η Κεντρική Επιτροπή Επιλογής και Κριτηρίων δεν τήρησε το δέον πρακτικό κατά την απόφασή της επί της αιτήσεως ― Η απόφαση ακυρώθηκε ― Περιστάσεις.
Η αιτήτρια προσέβαλε την μετά από αλλεπάλληλες επανεξετάσεις απόρριψη του αιτήματός της για παραχώρηση βοηθήματος για την αγορά διαμερίσματος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Ένας από τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται είναι η πλήρης ανυπαρξία πρακτικού της Κ.Ε.Ε.Κ. όπου να περιέχεται η επίδικη απόφαση η οποία λήφθηκε ύστερα από εξέταση του θέματος, στις 12.7.2000.
Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Ο σχετικός διοικητικός φάκελος που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, περιέχει σωρεία εγγράφων τα οποία δεν είναι αριθμημένα ενώ, ταυτόχρονα, δεν υπάρχει είτε ευρετήριο είτε φύλλο σημειωμάτων. Στο μέσο περίπου των εγγράφων αυτών υπάρχουν δύο έντυπα που τιτλοφορούνται «ΑΠΟΦΑΣΗ», φέρουν ημερομηνία 12.7.2000, περιέχουν την επίδικη απόφαση, και υπογράφονται από τον Πρόεδρο του «Κλιμακίου» της Κ.Ε.Ε.Κ. Τι είναι αυτό το «Κλιμάκιο» δεν εξηγείται πουθενά. Περί του ποια πρόσωπα συνέθεταν το «Κλιμάκιο» δεν γίνεται λόγος. Ούτε περί του ποια από αυτά έλαβαν μέρος στη συνεδρίαση. Περί του αν παρίσταντο στη συνεδρίαση και μη μέλη του «Κλιμακίου», επίσης δεν γίνεται λόγος. Η εντύπωση που δίδεται είναι ότι, στην πραγματικότητα, την επίδικη απόφαση έλαβε ο υπογράφων Πρόεδρος Ν. Πέτσας, από μόνος του.
Ως έχουν τα πράγματα, ο δικαστικός έλεγχος είναι ανέφικτος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή από την αιτήτρια κατά του περιεχομένου επιστολής ημερ. 27/7/00 με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παραχώρηση βοηθήματος για την αγορά διαμερίσματος.
Ταλιαδώρος, για την Αιτήτρια.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 23 Νοεμβρίου 1995 η αιτήτρια υπέβαλε προς την Κεντρική Επιτροπή Επιλογής και Κριτηρίων (Κ.Ε.Ε.Κ.) αίτηση για παραχώρηση βοηθήματος για την αγορά διαμερίσματος - οικίας στη Λευκωσία. Στις 13.5.1996 το αίτημα απορρίφθηκε με την επιφύλαξη να επανεξεταστεί όταν ο αρραβωνιαστικός της αιτήτριας, που τότε διέμενε μόνιμα και εργαζόταν στην Ελλάδα, θα εγκαθίστατο στην Κύπρο. Η απορριπτική απόφαση προσβλήθηκε επιτυχώς με την προσφυγή 888/96. Η ακυρωτική απόφαση εκδόθηκε στις 24.9.1997. Μετά την ακυρωτική απόφαση, το αίτημα επανεξετάστηκε και απορρίφθηκε εκ νέου στις 23.7.1998 για το λόγο ότι η αιτήτρια είχε επίσης εγκατασταθεί στην Ελλάδα, όπου διέμενε μόνιμα και εργαζόταν ο σύζυγός της πλέον. Ακολούθησε νέα προσφυγή της αιτήτριας με αριθμό 917/98. Ενώ εκκρεμούσε η προσφυγή αυτή, ο Διευθυντής Υπηρεσίας Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων, με επιστολή του ημερομηνίας 26.11.1998, πληροφόρησε το δικηγόρο της αιτήτριας ότι, μετά από προφορική γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, το αίτημα της θα επανεξεταζόταν. Στη συνέχεια, με επιστολή του ημερομηνίας 9.2.1999, ο ίδιος Διευθυντής πληροφόρησε το δικηγόρο της αιτήτριας ότι η αίτησή της επανεξετάστηκε στις 4.2.1999 και απορρίφθηκε για το λόγο ότι η αιτήτρια απουσίαζε στο εξωτερικό. Η αιτήτρια καταχώρησε νέα προσφυγή, την 343/99. Ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση των δύο προσφυγών (917/98 και 343/99), ο ίδιος και πάλι Διευθυντής, με επιστολή του ημερομηνίας 19.4.1999, πληροφόρησε την αιτήτρια ότι η αίτησή της είχε κατ' αρχή εγκριθεί και της ζήτησε όπως, μέχρι τις 19.10.1999, προσκομίσει στο γραφείο του συγκεκριμένα έγγραφα. Κατόπιν τούτου, και αφού απέσυρε τις προσφυγές 917/98 και 343/99, η αιτήτρια προσκόμισε αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 10.9.1999 για αγορά συγκεκριμένου διαμερίσματος. Σύμφωνα με το έγγραφο η αγοραπωλησία έγινε μεταξύ της αιτήτριας (αγοράστρια) και της μητέρας της Ελένης Μακρυγιάννη (πωλήτρια). Η αγοραπωλησία αυτή δεν έγινε αποδεκτή για το λόγο ότι, παλαιότερα, δόθηκε στους γονείς της αιτήτριας στεγαστική βοήθεια στην οποία είχε συμπεριληφθεί και η ίδια. Η αιτήτρια ενημερώθηκε για τη μη αποδοχή της αγοραπωλησίας με επιστολή ημερομηνίας 22.10.199. Κατόπιν τούτου, καταχώρησε νέα προσφυγή, την 17/2000. Εκκρεμούσης της προσφυγής, έγινε περαιτέρω διερεύνηση του θέματος κατά τη διάρκεια της οποίας ζητήθηκαν από την αιτήτρια διάφορες πληροφορίες και διευκρινίσεις ώστε η Κ.Ε.Ε.Κ. να αποφασίσει εκ νέου κατά πόσο θα αποδέχετο ή όχι την αγοραπωλησία μεταξύ της και της μητέρας της. Αφού συμπληρώθηκε η νέα έρευνα, απεστάλη στην αιτήτρια η ακόλουθη επιστολή:
«ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΜΕΡΙΜΝΗΣ ΚΑΙ
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΕΚΤΟΠΙΣΘΕΝΤΩΝ
ΛΕΥΚΩΣΙΑ
27 Ιουλίου, 2000.
Κυρία
Λευκή Μακρυγιάννη
Φ/δι Καλλιπόλεως, 67 Διαμ. 401
Λυκαβητός
Λευκωσία.
Αναφέρομαι στο αίτημα σας για παραχώρηση οικονομικής βοήθειας για την αγορά διαμερίσματος στη Λευκωσία το οποίο πωλεί σε σας η μητέρα σας και σας πληροφορώ ότι μετά τη νέα σας προσφυγή προς το Ανώτατο Δικαστήριο, Αρ. 17/2000, η Κεντρική Επιτροπή Επιλογής και Κριτηρίων το επανεξέτασε στις 12.7.2000.
Η Επιτροπή, σύμφωνα με τα κριτήρια που η Ολομέλεια της καθόρισε την 8.12.1997 και στα οποία η περίπτωση σας δεν εμπίπτει, αποφάσισε να μην αποδεχθεί το μεταξύ σας και της μητέρας σας αγοραπωλητήριο έγγραφο. Και τούτο διότι το χρέος που οι γονείς σας δημιούργησαν για την αγορά του πωλούμενου ακινήτου, έχει ήδη εξοφληθεί από τους ίδιους και δεν μεταβιβάζεται σε σας για αποπληρωμή του, πράγμα που εάν συνέβαινε θα πληρούσατε τα ισχύοντα κριτήρια.
Με βάση τα πιο πάνω η Επιτροπή αποφάσισε και την ακύρωση της έγκρισης σας για αγορά διαμερίσματος, ημερομηνίας 19.4.99.
(Ν. Πέτσας)
Διευθυντής»
Η πιο πάνω απόφαση είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Ένας από τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται είναι η πλήρης ανυπαρξία πρακτικού της Κ.Ε.Ε.Κ. όπου να περιέχεται η επίδικη απόφαση η οποία, σύμφωνα με την πιο πάνω επιστολή, λήφθηκε ύστερα από εξέταση του θέματος, στις 12.7.2000. Σύμφωνα με το δικηγόρο της αιτήτριας, η μη ύπαρξη πρακτικού δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να εξετάσει και διαπιστώσει (α) κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αρμόδιο όργανο, (β) κατά πόσο ήταν νόμιμη ή όχι η σύνθεση του οργάνου που έλαβε την απόφαση, (γ) κατά πόσο υπήρχε ή όχι η απαιτούμενη απαρτία και (δ) κατά πόσο κατά τη συνεδρία παρίσταντο ή όχι αναρμόδια πρόσωπα.
Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Ο σχετικός διοικητικός φάκελος που κατατέθηκε ενώπιόν μου, και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, περιέχει σωρεία εγγράφων τα οποία δεν είναι αριθμημένα ενώ, ταυτόχρονα, δεν υπάρχει είτε ευρετήριο είτε φύλλο σημειωμάτων. Στο μέσο περίπου των εγγράφων αυτών υπάρχουν δύο έντυπα που τιτλοφορούνται «ΑΠΟΦΑΣΗ», φέρουν ημερομηνία 12.7.2000, περιέχουν την επίδικη απόφαση, και υπογράφονται από τον Πρόεδρο του «Κλιμακίου» της Κ.Ε.Ε.Κ. Τι είναι αυτό το «Κλιμάκιο» δεν εξηγείται πουθενά. Περί του ποια πρόσωπα συνέθεταν το «Κλιμάκιο» δεν γίνεται λόγος. Ούτε περί του ποια από αυτά έλαβαν μέρος στη συνεδρίαση. Περί του αν παρίσταντο στη συνεδρίαση και μη μέλη του «Κλιμακίου», επίσης δεν γίνεται λόγος. Η εντύπωση που δίδεται είναι ότι, στην πραγματικότητα, την επίδικη απόφαση έλαβε ο υπογράφων Πρόεδρος Ν. Πέτσας, από μόνος του.
Ως έχουν τα πράγματα, ο δικαστικός έλεγχος είναι ανέφικτος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με £400 έξοδα υπέρ της αιτήτριας.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.