ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2001) 4 ΑΑΔ 650

27 Ιουλίου, 2001

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΚΟΥΛΛΟΥ,

Αιτητής,

ν.

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 172/1999)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Αντικείμενο του ακυρωτικού ελέγχου ― Όρια επεμβάσεως του Δικαστηρίου στην διοικητική απόφαση που προσβάλλεται.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Προϋποθέσεις διερεύνησης της ορθότητας των δασμών που επιβλήθηκαν κατά τον τελωνισμό εμπορευμάτων ― Ικανοποιούντο πλήρως στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητική Πράξη ― Ανάκληση ― Τελωνειακοί δασμοί και φόροι καταναλώσεως ― Η απόφαση για επαναπροσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας εισαχθέντων αυτοκινήτων εμπεριέχει ταυτόχρονα και ανάκληση της προγενέστερης επιβολής δασμού.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Συμβιβασμός αδικημάτων που διαπράχθηκαν κατά παράβαση της τελωνειακής νομοθεσίας ― Άρθρο 178 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν.82/67), ως τροποποιήθηκε ― Η εκδήλωση πρόθεσης για συμβιβαστική διευθέτηση του αδικήματος δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη ― Δεν προϋποθέτει, περαιτέρω, την προηγούμενη ποινική καταδίκη του εισαγωγέα.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Τελωνειακοί δασμοί και φόροι καταναλώσεως ― Ρευστοποίηση τραπεζικής εγγύησης συνεπεία διαπίστωσης εσφαλμένης επιβολής δασμών σε εμπορεύματα που εισάχθηκαν ― Δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη εκτελέσεως, μη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της επιβολής πρόσθετων δασμών επί των αυτοκινήτων που είχε εισαγάγει και τελωνίσει καθώς και την σχετική ρευστοποίηση εγγυητικής επιστολής του που είχε καταθέσει σε σχέση με τον εν λόγω τελωνισμό.  Η επιβολή των πρόσθετων δασμών οφειλόταν στη διαπίστωση, μετά από διερεύνηση, ότι τα τιμολόγια στα οποία είχε βασισθεί η αρχική επιβολή δασμών ήταν πλαστά και τα εισαχθέντα αγαθά υποτιμολογημένα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Το αντικείμενο της προσφυγής στο Διοικητικό Δίκαιο είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης.  Η εκτίμηση των γεγονότων ανήκει στη Διοίκηση. Το Δικαστήριο τότε μόνο επεμβαίνει, αν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η Διοίκηση υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής της εξουσίας, υπό την έννοια ότι η διαπίστωση των γεγονότων δεν είναι εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία.

     Η ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος του κύρους ή της ορθότητας της συναλλακτικής αξίας των αυτοκινήτων εν προκειμένω προέκυψε όταν βάσιμα δημιουργήθηκε αμφιβολία ως προς την εγκυρότητα των αναγραφομένων στα τιμολόγια τιμών που είχε προτείνει ο αιτητής κατά τον τελωνισμό των αυτοκινήτων.  Από τη στιγμή που βάσιμα προέκυψαν οι αμφιβολίες οι καθ' ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να προβούν στη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης.

     Το αποτέλεσμα της έρευνας που είχε διεξαχθεί από τις αρμόδιες αρχές της Νότιας Αφρικής μαζί με στοιχεία σχετικά και απολύτως συναφή προς το αντικείμενο της έρευνας, τέθηκε ενώπιον του Τμήματος Τελωνείων.  Το σύνολο των στοιχείων που είχαν συγκεντρωθεί αξιολογήθηκε δεόντως από τους καθ' ων η αίτηση οι οποίοι, κατέληξαν στην εύλογη διαπίστωση ότι ο αιτητής σκόπιμα θέλησε να παραπλανήσει το τελωνείο και με τη χρήση ψευδών στοιχείων να καταδολιεύσει το δημόσιο.

     Οι καθ΄ ων η αίτηση με βάση τις εξουσίες που τους παρέχει ο νόμος και το σύνολο των στοιχείων που είχαν ενώπιόν τους, ορθά αποφάσισαν να προβούν στον επαναπροσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας των αυτοκινήτων.

2.      Είναι αυτονόητο ότι η απόφαση για τον επαναπροσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας των αυτοκινήτων εμπεριέχει ταυτόχρονα και το στοιχείο της ανάκλησης της προγενέστερης επιβολής δασμού εφόσον εννοιολογικά ο επαναπροσδιορισμός προϋποθέτει τον εξ υπαρχής προσδιορισμό πάνω σε άλλη βάση.

3.  Στην προκείμενη περίπτωση οι καθ' ων η αίτηση προχώρησαν στον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των αυτοκινήτων κατ' εφαρμογή των Άρθρων 156 και 159 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου (Ν. 82/67 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 98/89) και των προνοιών της Συμφωνίας για την εφαρμογή του Άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Παράρτημα Έβδομο, υπ' αρ. 2416 - ημερομηνίας 2.6.1989.

     Σύμφωνα με το Άρθρο 178 του Νόμου παρέχεται στο Διευθυντή η εξουσία να συμβιβάζει αδικήματα  που διαπράχθηκαν κατά παρέκκλιση ή παράβαση των διατάξεων οιουδήποτε των περί Τελωνείων ή Φόρων Καταναλώσεως Νόμων κλπ.

     Στην επιστολή στην οποία περιέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση διατυπώνεται πρόθεση για συμβιβαστική διευθέτηση των αδικημάτων που διαπιστώθηκε ότι διαπράχθηκαν από τον αιτητή.  Η εκδήλωση πρόθεσης για συμβιβαστική διευθέτηση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο.

4.  Ούτε η απόφαση για ρευστοποίηση της τραπεζικής εγγύησης υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Πρόκειται για πράξη εκτέλεσης που σχετίζεται με την είσπραξη του επιπρόσθετου δασμού που επιβλήθηκε και συνεπώς δεν συνιστά πράξη προσδιοριστική των υποχρεώσεων του φορολογούμενου αλλά την εκπλήρωσή τους.

5.  Ο ισχυρισμός ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν ενομιμοποιούντο στον επαναπροσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας των αυτοκινήτων χωρίς προηγούμενη καταδίκη του αιτητή για διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση της περί Τελωνείων Νομοθεσίας ή χωρίς την παραδοχή  διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, είναι παντελώς αβάσιμος.  Η παραγωγή μιας διοικητικής πράξης δεν μπορεί να έχει ως προαπαιτούμενο την καταδίκη του διοικούμενου  από ποινικό δικαστήριο ή την παραδοχή του για διάπραξη αδικημάτων.

6.  Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί στα πλαίσια της νομιμότητας και ύστερα από διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και ευλόγως επιτρεπτή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Herodotou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 874,

Σολομωνίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 315.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία ο αιτητής, ο οποίος ασχολείται με εισαγωγές και αγοραπωλησίες αυτοκινήτων, προσβάλλει τη νομιμότητα της πράξης και/ή απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία επαναπροσδιόρισαν τη δασμολογητέα αξία 12 αυτοκινήτων τύπου BMW τα οποία εισήξε το 1997 από τη Νότιο Αφρική.

Καλλένου για Α. Ανδρέου, για τον Αιτητή.

Στ. Θεοδούλου, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος ασχολείται με εισαγωγές και αγοραπωλησίες αυτοκινήτων, προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή τη νομιμότητα της πράξης και/ή απόφασης των καθ΄ων η αίτηση με την οποία  επαναπροσδιόρισαν  τη δασμολογητέα αξία 12 αυτοκινήτων τύπου BMW τα οποία εισήξε κατά το έτος 1997 από τη Νότιο Αφρική.  Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Τμήματος Τελωνείων ημερ. 25.1.1999.

Τα γεγονότα της υπόθεσης συνοψίζονται ως ακολούθως:

Ο αιτητής εισήγαγε για σκοπούς αποταμίευσης 14 αυτοκίνητα στις 21.5.1997 και 4.9.1997 από τη Νότια Αφρική εκ των οποίων τα 12 είναι τα επίδικα.  Μαζί με τις διασαφήσεις αποταμίευσης, κατέθεσε και τιμολόγια αγοράς των αυτοκινήτων στα οποία αναφερόταν η τιμή CIF του κάθε αυτοκινήτου.

Σε διάφορες ημερομηνίες κατέθεσε διασαφήσεις εισαγωγής για τον τελωνισμό των επίδικων αυτοκινήτων για εσωτερική κατανάλωση. Τα αυτοκίνητα τελωνίστηκαν και ακολούθως πωλήθηκαν από τον αιτητή σε καλόπιστους τρίτους αγοραστές.  Ως δασμολογητέα αξία δηλώθηκε η συναλλακτική αξία που αναφερόταν στα τιμολόγια αγοράς τα οποία ήταν επισυνημμένα στις διασαφήσεις αποταμίευσης.  Με βάση τις εν λόγω αξίες, οι οποίες μετατράπηκαν σε λίρες Κύπρου, υπολογίσθηκαν οι δασμοί και φόροι κατανάλωσης καθώς και ο φόρος προστιθέμενης αξίας.

Κατά το χρόνο τελωνισμού των αυτοκινήτων προέκυψαν αμφιβολίες αναφορικά με το κύρος και την ορθότητα των τιμών επί των τιμολογίων που αφορούσαν τα εν λόγω αυτοκίνητα οι οποίες, συγκρινόμενες με τις ενδεικτικές τιμές παρόμοιων αυτοκινήτων ήταν χαμηλότερες.

Ενόψει των αμφιβολιών που προέκυψαν, κρίθηκε αναγκαία η διεξαγωγή έρευνας, στα πλαίσια της οποίας, στάληκε τηλεομοιοτυπικό μήνυμα ημερομηνίας 3.10.1997 προς τις Τελωνειακές Αρχές της Νότιας Αφρικής.

Οι Τελωνειακές Αρχές της Νότιας Αφρικής με επιστολή τους επί του θέματος ανέφεραν ότι:

(ι)   Οι αξίες των αυτοκινήτων είχαν χωρίς αμφιβολία υποτιμολογηθεί.

(ιι)  Οι τιμές που πληρώθηκαν από τον αιτητή προς τους προμηθευτές δεν ήταν CIF.

(ιιι) Είχαν γίνει διευθετήσεις από τους προμηθευτές για την έκδοση πλαστών τιμολογίων με σκοπό την εξαπάτηση των τελωνειακών αρχών της Κύπρου.

Στην πιο πάνω επιστολή είχε επισυναφθεί πίνακας στον οποίο φαίνονται οι τιμές που αναφέρονταν στα τιμολόγια που είχαν υποβληθεί στο Τμήμα Τελωνείων και οι τιμές των πραγματικών τιμολογίων που εντόπισαν οι τελωνειακές αρχές της Νότιας Αφρικής.

Με βάση την πιο πάνω πληροφόρηση το Τμήμα Τελωνείων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής προέβη σε αναληθείς δηλώσεις ως προς την αξία των αυτοκινήτων.  Ενόψει τούτου, και με βάση το αποτέλεσμα της διερεύνησης το Τμήμα Τελωνείων προχώρησε στον προσδιορισμό της πραγματικής δασμολογητέας αξίας και σε υπολογισμό των αναλογούντων δασμών για κάθε ένα από τα 7 αυτοκίνητα για τα οποία είχαν εντοπιστεί τα πραγματικά έγγραφα.

Για τα υπόλοιπα 5 αυτοκίνητα, το Τμήμα Τελωνείων προχώρησε στον προσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας δυνάμει των προνοιών των άρθρων 156 και 159 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου (Ν.82/67 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 98/89).

Ο καθορισμός της τελωνειακής αξίας των επίδικων αυτοκινήτων έγινε στη βάση της CIF αξίας που είχαν τα αυτοκίνητα κατά τη χρονική στιγμή της πρώτης εγγραφής τους όπως αυτές γνωστοποιούνται, σύμφωνα με την ακολουθητέα πρακτική, στα Επαρχιακά Τελωνεία από το Αρχιτελωνείο σε εξαμηνιαίους καταλόγους μείον αποσβέσεις για συνήθη χρήση.

Για τα επτά (7) από τα επίδικα αυτοκίνητα, για τα οποία ανευρέθηκαν τα αυθεντικά τιμολόγια οι αποφευχθέντες δασμοί και φόροι υπολογίστηκαν ως ακολούθως:

Τιμολόγια

    Αυτοκίνητο   Δηλωθείσα τιμή Πραγματική τιμή Aποφευχθείς

                                                                                    δασμός

BMW 320i BHB 873 EC      R36.000,00   R58.000,00   ΛΚ4.532,00

BMW 320i RYF 484 T         R36.500,00   R70.000,00   ΛΚ6.420,00

BMW 320i RZF 283 T          R37.000,00   R70.000,00   ΛΚ6.319,00

BMW 320i RVM 458 T         R36.300,00   R71.000,00   ΛΚ6.660,00

BMW 320i SKΜ 738 T         R39.500,00   R67.000,00   ΛΚ5.390,00

BMW 320i PRL 079 AT       R35.000,00   R66.500,00   ΛΚ102,00

BMW 320 SNN 695 T          R39.100,00   R69.000,00   ΛΚ5.728,00

Για τα άλλα πέντε αυτοκίνητα που δεν υπήρχαν στοιχεία και ο καθορισμός της τελωνειακής τους αξίας έγινε στην προαναφερθείσα βάση, οι αποφευχθέντες δασμοί και φόροι υπολογίστηκαν ως ακολούθως:

   Αυτοκίνητο                 ΣΙΦ αξία            Αποφευχθείς δασμός

BMW 320i RVJ 138 T ΛΚ11.360,00

                                       -26% αποσβέσεις

                                       ΛΚ8.304,00             ΛΚ5.552,00

BMW 320i RXW 261 T                                ΛΚ11.545,00

                                       -26% αποσβέσεις

                                       ΛΚ8.439,00             ΛΚ5.611,00

BMW 320i RVM 120 T                                 ΛΚ11.035,00

                                       -43,3% αποσβέσεις          

                                       ΛΚ6.257,00             ΛΚ3.404,00

ΒΜW 320i RSW 978 T                                ΛΚ11.045,00

                                       -28.3% αποσβέσεις

                                       ΛΚ7.919,00             ΛΚ5.848,00

BMW 320i RPR 264 T                                 ΛΚ11.100,00

                                       -23.7% αποσβέσεις

                                       ΛΚ8.469,00             ΛΚ6.479,00

Με διπλοσυστημένη επιστολή του ημερομηνίας 25.1.1999 το Τμήμα Τελωνείων:

(i)   γνωστοποίησε στον αιτητή το ποσό της οφειλόμενης διαφοράς δασμών για κάθε αυτοκίνητο, μετά το νέο προσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας του,

(ii)  γνωστοποίησε στον αιτητή τη ρευστοποίηση τραπεζικής εγγύησης που είχε κατατεθεί για σκοπούς τελωνισμού ενός από τα αυτοκίνητα,

(iii) καλούσε τον αιτητή να καταβάλει το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 62.069, το οποίο είχε προκύψει ως διαφορά μεταξύ των καταβληθέντων και των πράγματι οφειλόμενων δασμών μετά την έρευνα, και

(iv) γνωστοποιούσε στον αιτητή ότι ο Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων ήταν πρόθυμος να αποδεχτεί πρόταση για συμβιβασμό του διαπραχθέντος τελωνειακού αδικήματος με την καταβολή από μέρους του αιτητή συμβιβαστικού ποσού ύψους Λ.Κ. 10.000.

Το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής του Διευθυντή Τελωνείων προς τον αιτητή αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής με την οποία ο αιτητής ζητά  την εξής θεραπεία:

"(α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 25.1.1999 με την οποίαν αύξησαν τις τιμές 12 αυτοκινήτων και επέβαλαν επιπρόσθετο δασμό Λ.Κ.62.069.- πρόστιμο Λ.Κ.10.000.- και ρευστοποίησαν εγγυητικήν επιστολήν με αριθμό LG5015/041/97 είναι άκυρη ή/και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.

(β) Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται η ως άνω απόφαση."

Προβλήθηκε ισχυρισμός ότι οι καθ' ων η αίτηση επέβαλαν τον επιπρόσθετο δασμό ενεργώντας αυθαίρετα. Είναι η θέση του αιτητή ότι οι καθ' ων η αίτηση τότε μόνο θα είχαν δικαίωμα και/ή δυνατότητα να προβούν σε επιβολή και είσπραξη επιπρόσθετου δασμού:

(α)  εάν αποδεικνυόταν προηγουμένως ενώπιον αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου η διάπραξη ποινικού αδικήματος· ή

(β)  υπήρχε παραδοχή του αιτητή για διάπραξη των σχετικών αδικημάτων όπως εξάγεται από τα άρθρα 188, 189 και 191 του Ν. 82/67.

Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι καθ' ων η αίτηση με τη διοικητική πράξη ημερομηνίας 2.10.97 επέβαλαν τους αναλογούντες δασμούς τους οποίους εισέπραξαν και ότι αυτή ακριβώς η απόφαση, η οποία δημιούργησε δικαιώματα στον αιτητή, δεν έχει νομίμως ανακληθεί ενώ συνιστά για τον αιτητή νέα δυσμενή πράξη ανατρεπτική ήδη κεκτημένης κατάστασης και μάλιστα σε στάδιο που ο αιτητής δεν είχε καμιά πλέον σχέση με τα εμπορεύματα.  Εκ τούτου, απαιτείτο ειδική αιτιολογία και όχι γενική και αόριστη.

Τέλος ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς να διεξαχθεί προηγουμένως δέουσα έρευνα.

Το αντικείμενο της προσφυγής στο Διοικητικό Δίκαιο είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης.  Η εκτίμηση των γεγονότων ανήκει στη Διοίκηση. Το Δικαστήριο τότε μόνο επεμβαίνει, αν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η Διοίκηση υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής της εξουσίας, υπό την έννοια ότι η διαπίστωση των γεγονότων δεν είναι εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία.

Η ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος του κύρους ή της ορθότητας της συναλλακτικής αξίας των αυτοκινήτων προέκυψε όταν βάσιμα δημιουργήθηκε αμφιβολία ως προς την εγκυρότητα των αναγραφομένων στα τιμολόγια τιμών που είχε προτείνει ο αιτητής κατά τον τελωνισμό των αυτοκινήτων.  Από τη στιγμή που βάσιμα προέκυψαν οι αμφιβολίες οι καθ' ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να προβούν στη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης.

Το αποτέλεσμα της έρευνας που είχε διεξαχθεί από τις αρμόδιες αρχές της Νότιας Αφρικής μαζί με στοιχεία σχετικά και απολύτως συναφή προς το αντικείμενο της έρευνας, τέθηκε ενώπιον του Τμήματος Τελωνείων.  Το σύνολο των στοιχείων που είχαν συγκεντρωθεί αξιολογήθηκε δεόντως από τους καθ' ων η αίτηση οι οποίοι, κατέληξαν στην εύλογη διαπίστωση ότι ο αιτητής σκόπιμα θέλησε να παραπλανήσει το τελωνείο και με τη χρήση ψευδών στοιχείων να καταδολιεύσει το δημόσιο.

Οι καθ' ων η αίτηση με βάση τις εξουσίες που τους παρέχει ο νόμος και το σύνολο των στοιχείων που είχαν ενώπιόν τους ορθά αποφάσισαν να προβούν στον επαναπροσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας των αυτοκινήτων.

Είναι αυτονόητο ότι η απόφαση για τον επαναπροσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας των αυτοκινήτων εμπεριέχει ταυτόχρονα και το στοιχείο της ανάκλησης της προγενέστερης επιβολής δασμού εφόσον εννοιολογικά ο επαναπροσδιορισμός προϋποθέτει τον εξ υπαρχής προσδιορισμό πάνω σε άλλη βάση.

Στην προκείμενη περίπτωση οι καθ' ων η αίτηση προχώρησαν στον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των αυτοκινήτων κατ' εφαρμογή των άρθρων 156 και 159 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου (Ν. 82/67 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 98/89) και τις πρόνοιες της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Παράρτημα Έβδομο, υπ' αρ. 2416 - ημερομηνίας 2.6.1989.

Σύμφωνα με το άρθρο 178* του Νόμου παρέχεται στο Διευθυντή η εξουσία να συμβιβάζει αδικήματα που διαπράχθηκαν κατά παρέκκλιση ή παράβαση των διατάξεων οιουδήποτε των περί Τελωνείων ή Φόρων Καταναλώσεως Νόμων κλπ.  Βλ. άρθρο 178 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67) και σχετικές τροποποιήσεις.

Στην επιστολή στην οποία περιέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση διατυπώνεται πρόθεση για συμβιβαστική διευθέτηση των αδικημάτων που διαπιστώθηκε ότι διαπράχθηκαν από τον αιτητή.  Η εκδήλωση πρόθεσης για συμβιβαστική διευθέτηση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο. Βλ. Herodotou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 874Ούτε η απόφαση για ρευστοποίηση της τραπεζικής εγγύησης υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος.  Πρόκειται για πράξη εκτέλεσης που σχετίζεται με την είσπραξη του επιπρόσθετου δασμού που επιβλήθηκε και συνεπώς δεν συνιστά πράξη προσδιοριστική των υποχρεώσεων του φορολογούμενου αλλά την εκπλήρωση τους.  (Βλ. Σολομωνίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 315).

Ο ισχυρισμός ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν ενομιμοποιούντο στον επαναπροσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας των αυτοκινήτων χωρίς προηγούμενη καταδίκη του αιτητή για διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση της περί Τελωνείων Νομοθεσίας ή χωρίς την παραδοχή διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, είναι παντελώς αβάσιμος. Η παραγωγή μιας διοικητικής πράξης δεν μπορεί να έχει ως προαπαιτούμενο την καταδίκη του διοικούμενου από ποινικό δικαστήριο ή την παραδοχή του για διάπραξη αδικημάτων.

Έχοντας υπόψη τα όσα έχουν προαναφερθεί αποφαίνομαι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί στα πλαίσια της νομιμότητας και ύστερα από διεξαγωγή δέουσας έρευνας.  Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και ευλόγως επιτρεπτή.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επκυρώνεται.

Η�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο