ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 845/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Κώστας Παναγή,

Αιτητή ς,

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων,

Kαθ΄ων η αίτηση.

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 27.11.01

Για τον αιτητή: κα Δ. Κυνηγοπούλου για κ. X. Πουργουρίδη

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Σ. Θεοδούλου

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Αμφισβητείται με την παρούσα προσφυγή η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 15.5.2000 με την οποία επαναπροσδιόρισαν τη δασμολογητέα αξία ενός αυτοκινήτου τύπου Mercedes Benz E250 το οποίο εισήξε ο αιτητής από την Ινδία. Με την απόφαση εκαλείτο ο αιτητής να καταβάλει το συνολικό ποσό των ΛΚ14,689 ως οφειλόμενους δασμούς και φόρους για τον τελωνισμό του πιο πάνω αυτοκινήτου. Το ποσό πληρώθηκε υπό διαμαρτυρία και ένα μήνα αργότερα, στις 16.6.2000, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα, ζητώντας την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, ο αιτητής εισήγαγε το αυτοκίνητο μέσω της εταιρείας RANIA ELECTRIC HOUSE LTD, η οποία ασχολείται με εισαγωγές και αγοραπωλησίες αυτοκινήτων. Η εν λόγω εταιρεία κατέθεσε στις 20.7.99 προς τον αρμόδιο λειτουργό ελέγχου διασαφήσεων του Τμήματος Τελωνείων διασάφηση αποταμίευσης για τρία καινούργια αυτοκίνητα ίδιου τύπου (Mercedes Benz). Στο σχετικό έγγραφο αναφερόταν ως χώρα εισαγωγής η Ινδία, ενώ το τιμολόγιο αγοράς των οχημάτων το οποίο κατατέθηκε μαζί με τη διασάφηση αποταμίευσης είχε εκδώσει κάποια εταιρεία με την επωνυμία "CARS" και έδρα το Ντουμπάϊ στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Στο τιμολόγιο αναγραφόταν ως τιμή πωλήσεως κάθε αυτοκινήτου 31.277 γερμανικά μάρκα. Τα αυτοκίνητα εξετάσθηκαν από τις τελωνειακές αρχές και αποταμιεύθηκαν στη Γενική Αποθήκη Αποταμίευσης. Σημείωση του αρμόδιου λειτουργού στη διασάφηση αποταμίευσης καθιστούσε σαφές ότι η δοθείσα αξία των εισαχθέντων αυτοκινήτων γινόταν αποδεκτή προσωρινά, εκκρεμούσης της τελικής απόφασης των καθ΄ων η αίτηση σχετικά με τη φορολογητέα αξία. (Βλ. Παράρτημα 1 στην Ένσταση).

Ένα εκ των τριών πιο πάνω αυτοκινήτων, το επίδικο, με αριθμό εγγραφής 1637V99 πωλήθηκε στις 21.7.99 στον αιτητή, ο οποίος είχε ήδη από τις 24.6.99 υποβάλει αίτηση στο Αρχιτελωνείο με την οποία ζητούσε έγκριση για την εισαγωγή οχήματος με απαλλαγή από την καταβολή δασμών ως επαναπατριζόμενος. Ο αιτητής παρέλαβε τελικά το αυτοκίνητο από την αποθήκη αποταμίευσης στις 17.4.2000, υπό καθεστώς προσωρινής εισαγωγής, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την υποχρέωση επανεξαγωγής του οχήματος μέχρι 16.5.2000. Υπέγραψε δε το σχετικό τελωνειακό έγγραφο C.104. Ακολούθησε υποβολή έγγραφης αξίωσης για την απαλλαγή καταβολής τελωνειακών δασμών εκ μέρους του αιτητή ημερομηνίας 25.4.2000 και παράλληλη έγκριση των καθ΄ων η αίτηση όπως καταβάλει ο αιτητής τους σχετικούς δασμούς και φόρους του επίδικου οχήματος. Δόθηκε άδεια διάθεσης του οχήματος υπό τον όρο της αποπληρωμής των οφειλόμενων ποσών με την προειδοποίηση ότι, σε περίπτωση που δεν τακτοποιούνταν οι τελωνειακές εκκρεμότητες μέχρι την 16.5.2000, το αυτοκίνητο θα υπόκειτο σε κατάσχεση. Στο μεταξύ οι τελωνειακές αρχές που κατά το χρόνο εισαγωγής και αποταμίευσης των τριών αυτοκινήτων, μεταξύ των οποίων και το επίδικο, διατηρούσαν αμφιβολίες σχετικά με την ορθότητα της δηλωθείσας δασμολογητέας αξίας τους, είχαν προβεί σε διεξαγωγή έρευνας, προς το σκοπό της διαπίστωσης της πραγματικής τιμής στην οποία είχαν πωληθεί τα εν λόγω αυτοκίνητα προς την εταιρεία RANIA ELECTRIC HOUSE LTD. Η έρευνα διεξήχθη μέσω του γενικού αντιπροσώπου των αυτοκινήτων MERCEDES στην Κύπρο και λήφθηκαν πληροφορίες από τους αντιπροσώπους της ίδιας εταιρείας στην Ινδία, ενώ έλαβε γνώση του θέματος η Γερμανική εταιρεία DAIMLER CHRYSLER AG, που προφανώς είχε τη γενική εποπτεία των εργασιών της Mercedes-Benz στο εξωτερικό. Από την αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε φάνηκε ότι επρόκειτο για περίπτωση υποτιμολόγησης, καθότι σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις των επισήμων αντιπροσώπων της Mercedes, τα αυτοκίνητα είχαν πωληθεί από την Ινδία στην τιμή των 45.000 γερμανικών μάρκων έκαστο, αντί για 31.000 που είχε δηλωθεί ως δασμολογητέα αξία. Υπό το φως των νέων δεδομένων που προέκυψαν σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω έρευνας, οι καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν στον επαναπροσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας του επίδικου αυτοκινήτου και ενημέρωσαν ταυτόχρονα με επιστολή ημερομηνίας 8.5.2000 τον Λάζαρο Κωνσταντίνου, Διευθυντή της εταιρείας RANIA ELECTRIC HOUSE LTD ότι είχε διαπράξει τα αδικήματα της αναληθούς δηλώσεως και απόπειρας αποφυγής καταβολής δασμών και φόρων. Με την ίδια επιστολή παρεχόταν η δυνατότητα συμβιβασμού των πιο πάνω αδικημάτων υπό την προϋπόθεση της καταβολής συμβιβαστικού ποσού ΛΚ250. Παράλληλα εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία επανακαθορίσθηκε η δασμολογητέα αξία του επίδικου οχήματος και επεβλήθηκε στον αιτητή η καταβολή του ποσού των ΛΚ14,689, όπως ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω. Τόσο οι οφειλόμενοι δασμοί όσο και το συμβιβαστικό ποσό για το διακανονισμό των τελωνειακών αδικημάτων που προαναφέρθηκαν, καταβλήθηκαν στις 15.5.2000.

Ο δικηγόρος του αιτητή εισηγείται στη γραπτή αγόρευσή του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει νομικά, γιατί όπως ισχυρίζεται, παρέλειψαν οι καθ΄ων η αίτηση να εφαρμόσουν το νομικό καθεστώς που διέπει την επιβολή δασμών και φόρων για την εισαγωγή εμπορευμάτων στην Κύπρο. Υποδεικνύοντας προς τούτο, ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 159 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου (Ν.82/67 όπως τροποποιήθηκε), για σκοπούς επιβολής δασμών σε εισαγόμενα εμπορεύματα κατ΄εκτίμηση της αξίας τους εφαρμόζονται οι διατάξεις της Συμφωνίας για την Εφαρμογή του Άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, επικαλείται τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 1 των κανόνων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο ΜΕΡΟΣ Ι της πιο πάνω Συμφωνίας και ορίζει μεταξύ άλλων ότι "η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή . . .".

Είναι βασικά η θέση του αιτητή ότι από τη στιγμή που κατατέθηκε προς τις τελωνειακές αρχές τιμολόγιο αγοράς του αυτοκινήτου από τη χώρα εξαγωγής, ήταν υποχρεωμένοι οι καθ΄ων η αίτηση, να εφαρμόσουν το Άρθρο 1 της Συμφωνίας που προαναφέρθηκε. Όφειλαν δηλαδή οι καθ΄ων η αίτηση, κατά την άποψη του αιτητή, να θεωρήσουν στην προκείμενη περίπτωση ως δασμολογητέα αξία του αυτοκινήτου την αναγραφόμενη στο τιμολόγιο αγοράς που παρουσιάστηκε, ενόψει μάλιστα και του γεγονότος, όπως ο αιτητής υποστηρίζει, της απουσίας οποιουδήποτε άλλου στοιχείου που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη και να συνηγορίσει υπέρ του παραμερισμού της δηλωθείσας αξίας.

Ο δικηγόρος του αιτητή υποβάλλει περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καθίσταται ακυρώσιμη λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Δεν προέβηκαν οι καθ΄ων η αίτηση, όπως εισηγείται, στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας στη χώρα εισαγωγής του οχήματος, ούτως ώστε να διαπιστωθεί με επάρκεια στοιχείων ότι η πραγματική αξία του επίδικου αυτοκινήτου ήταν μεγαλύτερη από τη δηλωθείσα.

Τέλος, προβάλλεται από το δικηγόρο του αιτητή θέμα έλλειψης αιτιολογίας της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση με την οποία επαναπροσιδορίσθηκε η δασμολογητέα αξία του οχήματος που εισήχθηκε.

Οι καθ΄ων η αίτηση έχουν προβάλει προδικαστική ένσταση. Ισχυρίζονται ότι ο αιτητής "στερείται εννόμου συμφέροντος να διεκδικήσει τη θεραπεία που αναφέρεται στην αίτησή του, γιατί η από μέρους του παραδοχή της κατάθεσης αναληθών εγγράφων και της απόπειρας αποφυγής καταβολής των νόμιμα πληρωτέων δασμών και φόρων κατανάλωσης συνιστά από μόνη της έγκυρο και νόμιμο υπόβαθρο για την παραγωγή της προσβαλλόμενης πράξης . . .".

Αναφορικά με την ουσία της προσφυγής, αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του αιτητή, οι καθ΄ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι από τη στιγμή που υπήρχαν αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία του τιμολογίου που κατατέθηκε, ορθά εφαρμόσθηκε η πρόβλεψη του Άρθρου 7 των Κανόνων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας . (Κεφ VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου) με την οποία παρέχεται η δυνατότητα καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των εισαγόμενων εμπορευμάτων με "εύλογα μέσα" όταν αυτή δεν μπορεί να καθοριστεί κατ΄εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 1 μέχρι και 6.

Σχετικά με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν για παράλειψη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας και έλλειψη αιτιολογίας, οι καθ΄ων η αίτηση υποδεικνύουν ότι, κατ΄εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 της Συμφωνίας, είχαν προχωρήσει στην ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις έρευνα διαπιστώνοντας βάσει των πληροφοριών που αποκόμισαν μέσω των αντιπροσωπειών της MERCEDES, ότι η δασμολογητέα αξία του αυτοκινήτου ήταν ψηλότερη από τη δηλωθείσα. Ήταν ως εκ τούτου εύλογα επιτρεπτή, όπως εισηγούνται, η απόφαση για τον επαναπροσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας του επίδικου οχήματος, μια απόφαση που ήταν απόρροια των έγκυρων πληροφοριών που αυτοί συνέλεξαν σχετικά με την πραγματική αξία του αυτοκινήτου μέσα στα πλαίσια των εξουσιών τους.

Η προδικαστική ένσταση, επιτυχία της οποίας θα απέβαινε μοιραία για την τύχη του παραδεκτού της προσφυγής, υπαγορεύει αναπόφευκτα τη δικαστική κρίση επί του θέματος πριν την εξακρίβωση της βασιμότητας των εκατέρωθεν ισχυρισμών στα θέματα ουσίας. Αμφισβητείται με αυτήν, όπως επισημάνθηκε πιο πάνω, η ύπαρξη στο πρόσωπο του αιτητή του απαραίτητου έννομου συμφέροντος που θα του επέτρεπε να επιδιώξει την ανατροπή της επίδικης απόφασης. Η επιχειρηματολογία των καθ΄ων η αίτηση έχει ήδη σκιαγραφηθεί. Εισηγήθηκαν, ουσιαστικά, ότι, εφόσον κατεβλήθηκε το συμβιβαστικό ποσό των ΛΚ250 το οποίο επιβλήθηκε προς το σκοπό του διακανονισμού τελωνειακών αδικημάτων, αφαιρέθηκε το βάθρο στο οποίο θα μπορούσε να στηρίξει ο αιτητής άσκηση προσφυγής κατά του κύρους της απόφασης ημερομηνίας 15.5.2000, με την οποία επαναπροσδιορίσθηκε το ποσό που όφειλε να καταβάλει ο αιτητής ως οφειλόμενους δασμούς και φόρους για το αυτοκίνητο που εισήγαγε. Δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση. Όπως ορθά επισημάνθηκε από το δικηγόρο του αιτητή το ζήτημα της καταβολής συμβιβαστικού ποσού αντί της ποινικής δίωξης για πιθανή διάπραξη τελωνειακών αδικημάτων, αφορούσε όχι τον αιτητή αλλά την εταιρεία RANIA ELECTRIC HOUSE LTD. Αυτό προκύπτει εξάλλου από τα ευρισκόμενα στο διοικητικό φάκελο έγγραφα και τα επισυνημμένα στην Ένσταση Παραρτήματα. (Βλ. Παραρτήματα 9 και 11).

Τόσο η πρόταση για την αποδοχή συμβιβασμού όσο και η απόδειξη παραλαβής του συμβιβαστικού ποσού εκδόθηκαν από τους καθ΄ων η αίτηση προς την εταιρεία RANIA ELECTRIC HOUSE LTD. Η εξουσία εξάλλου του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, όπως προκύπτει από το άρθρο 178 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν.82/67), για το συμβιβασμό αδικημάτων, η οποία ασκείται αντί δικαστικών μέτρων, η περαιτέρω λήψη των οποίων απαγορεύεται άμα τη πληρωμή του χρηματικού ποσού, δεν αποτελεί άσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος και δεν θα μπορούσε έτσι να θεωρηθεί, ακόμη και στην περίπτωση που αφορούσε τον αιτητή, ως λόγος έλλειψης έννομου συμφέροντος λόγω αποδοχής ή συναίνεσης διοικητικής πράξης. (Βλ. Eleni Herodotou v. Republic (1987) 3 A.A.Δ. 874). Διοικητική πράξη, εκτελεστή μάλιστα, η οποία αφορούσε τον αιτητή είναι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή. Συνακόλουθα η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

Με τον περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεων (Τροποποιητικός) Νόμος (98/89) αντικαστάθηκε το άρθρο 159 του βασικού νόμου (Ν.82/67) στην πρώτη παράγραφο του οποίου ορίζονται τώρα τα εξής:

"159(1) Διά τους σκοπούς οιασδήποτε εκάστοτε τελούσης εν ισχύι νομοθετικής πράξεως, δυνάμει της οποίας επιβάλλεται δασμός επί εμπορευμάτων κατ΄εκίμησιν της αξίας τούτων, η αξία παντός εισαγομένου εμπορεύματος καθορίζεται βάσει των διατάξεων της Συμφωνίας δια την Εφαρμογήν του Άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου και του Πρωτοκόλλου αυτής (εν τοις εφεξής αναφερομένης ως "η Συμφωνία")."

Στο ΜΕΡΟΣ Ι της Συμφωνίας περιέχονται όπως ήδη έχει λεχθεί κανόνες καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων προϊόντων. Στο άρθρο 1 προβλέπονται τα ακόλουθα:

"1. Η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν αυτά πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής μετά από προσαρμογή που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 8, εφόσον:

α) δεν υφίστανται περιορισμοί, όσον αφορά τη μεταβίβαση ή τη χρησιμοποίηση των εμπορευμάτων από τον αγοραστή, εκτός από τους περιορισμούς, οι οποίοι:

i) επιβάλλονται ή απαιτούνται από το νόμο ή από τις δημόσιες αρχές της χώρας εισαγωγής,

ii) περιορίζουν τη γεωγραφική ζώνη στην οποία δύνανται να μεταπωληθούν τα εμπορεύματα, ή

iii) δεν επηρεάζουν ουσιωδώς την αξία των εμπορευμάτων.

β) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ."

Είναι ξεκάθαρο, φαίνεται εξάλλου και από τη σχετική αναφορά στη Γενική Εισαγωγή της Συμφωνίας, ότι πρόθεση των συντακτών της και των χωρών-μελών που συμμετέχουν σε αυτή, είναι να θεωρείται ως βάση καθορισμού της δασμολογητέας αξίας εισαγομένων εμπορευμάτων η "συναλλακτική" τους αξία, δηλαδή η "πράγματι πληρωθείσα". Στην προκείμενη περίπτωση οι τελωνειακές αρχές είχαν αμφιβολίες για το κατά πόσο η αναφερόμενη στο τιμολόγιο που κατατέθηκε μαζί με τη διασάφηση αποταμίευσης τιμή, ήταν η πράγματι πληρωθείσα. Το άρθρο 7 της Συμφωνίας, όπως ορθά εισηγήθηκε ο συνήγορος για τους καθ΄ων η αίτηση, παρείχε στην προκείμενη περίπτωση τη δυνατότητα καθορισμού της δασμολογητέας αξίας με άλλα εύλογα μέσα. Η σχετική πρόνοια ορίζει τα εξής:

"Άρθρο 7

1. Αν η δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων δεν μπορεί να καθοριστεί κατ΄εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 μέχρι και 6, καθορίζεται με εύλογα μέσα σύμφωνα με τις αρχές και τις γενικές διατάξεις της παρούσας συμφωνίας και του άρθρου VII της GATT του 1994 και βάσει των διαθέσιμων στη χώρα εισαγωγής στοιχείων."

Σημαντικότατη είναι για την έκβαση της παρούσας η πρόβλεψη του Άρθρου 17 η οποία επιφυλάσσει υπέρ των αρμοδίων αρχών το δικαίωμα εξακρίβωσης της ορθότητας εγγράφων που υποβάλλονται για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας: Αναφέρονται εκεί τα ακόλουθα:

 

"Άρθρο 17

Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν θεωρείται ότι περιορίζει ή θέτει υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα τελωνειακής υπηρεσίας να βεβαιωθεί για το αληθές ή το ακριβές κάθε βεβαίωσης, εγγράφου ή δήλωσης που υποβάλλεται για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας."

Στη ROSLA LTD v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 543 (στη σελ. 547), όπου υπό εξέταση ήταν παρόμοιο ζήτημα εξεύρεσης της αξίας εισαγομένων εμπορευμάτων για σκοπό εξακρίβωσης και επιβολής εισαγωγικού δασμού, τονίσθηκαν τα ακόλουθα:

". . . . Τα εμπορεύματα των αιτητών είχαν εισαχθεί δυνάμει σύμβασης πώλησης, δηλώθηκαν ότι προορίζονταν για εσωτερική κατανάλωση και, επομένως, όπως προτείνουν οι εφεσείοντες, ήταν υποχρεωτικό για τους εφεσίβλητους να επιβάλουν δασμό πάνω στη βάση της δηλωμένης συμβατικής αξίας τους όπως αυτή φαινόταν στο τιμολόγιο που είχαν καταθέσει.

Είναι λανθασμένη η εισήγηση. Εμφανίζει το Νόμο να υποβιβάζει το δημόσιου συμφέροντος θέμα της εξακρίβωσης του οφειλομένου κατά το Νόμο δασμού σε ιδιωτικό ζήτημα, εξαρτώμενο αποκλειστικά από τον τρόπο με τον οποίο οι οφειλέτες του δασμού και οι αντισυμβαλλόμενοί τους θα παρουσιάσουν τη σύμβασή τους."

Αυτά ισχύουν και στην προκείμενη περίπτωση. Οι διατάξεις της Συνθήκης που προαναφέρθηκαν παρέχουν την ευχέρεια στις τελωνειακές αρχές να μην αποδεχθούν τα στοιχεία που προσκομίζονται εκ μέρους εισαγωγέων εμπορευμάτων εάν αμφιβάλλουν για την ακρίβεια τους. Δίνεται μάλιστα η δυνατότητα διεξαγωγής της δέουσας έρευνας προς το σκοπό της συλλογής των απαραίτητων πληροφοριών οι οποίες θα επέτρεπαν στις αρμόδιες αρχές να εξακριβώσουν με βεβαιότητα το ύψος της πράγματι πληρωθείσας ή πληρωτέας τιμής. Δεν υπάρχει περιορισμός ως προς την προέλευση και το περιεχόμενο των πληροφοριών που δυνατό να ζητηθούν εκ μέρους των αρχών, ούτε υπάρχει υποχρέωση κοινοποίησής τους. Σχετικό είναι το Άρθρο 10 της Συνθήκης:

"Άρθρο 10

Κάθε πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα ή η οποία παρέχεται εμπιστευτικά για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας, χρησιμοποιείται ως αυστηρά εμπιστευτική από τις ενδιαφερόμενες αρχές, οι οποίες δεν την κοινολογούν χωρίς ρητή άδεια του προσώπου ή της κυβερνησης που την παρέσχε, παρά μόνο στο μέτρο που είναι υποχρεωμένες να πράξουν τούτο στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών."

Το άρθρο 14 της Συνθήκης ορίζει ότι είναι δυνατή η αναβολή του οριστικού καθορισμού της δασμολογητέας αξίας εισαγόμενων προϊόντων με ταυτόχρονη δυνατότητα του εισαγωγέα να παραλάβει τα εμπορεύματα από το τελωνείο υπό τον όρο ότι θα παράσχει, αν του ζητηθεί, επαρκή ασφάλεια, η οποία να καλύπτει την οριστική καταβολή των δασμών που είναι δυνατό να οφείλονται τελικά.

Στην παρούσα υπόθεση, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά την εισαγωγή του επίδικου αυτοκινήτου παρουσιάθηκε τιμολόγιο ως περιέχον τη συμβατική τιμή. Ο αρμόδιος λειτουργός του Τελωνείου δεν δέκτηκε ότι αυτή η τιμή ήταν αντιπροσωπευτική της πραγματικής αξίας. Υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, σαφής χειρόγραφη σημείωση ότι η τιμή ήταν υποκείμενη σε επαλήθευση (βλ. Παράρτημα Ι στην Ένσταση). Διεξήχθηκε έρευνα και από το σύνολο των στοιχείων που προέκυψαν, ορθά οι καθ΄ων η αίτηση αποφάσισαν τον επαναπροσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας του επίδικου αυτοκινήτου, απορρίπτοντας τη δηλωμένη του αξία.

Όπως έχει τονισθεί κατ΄επανάληψη στη νομολογία, η εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης κρίνεται με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον της διοίκησης κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η αξιολόγηση συλλεγέντων στοιχείων και πληροφοριών ή η εκτίμηση των γεγονότων. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν διαπιστωθεί πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι η Διοίκηση υπερέβη τα όρια της διακριτικής της εξουσίας.

Στην παρούσα υπόθεση οι ισχυρισμοί για πλάνη περί το νόμο, παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας και έλλειψη αιτιολογίας θα πρέπει να απορριφθούν. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη με επάρκεια ενώ η έρευνα φαίνεται να ήταν πλήρης. Οι καθ΄ων η αίτηση ορθά προχώρησαν στον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας του αυτοκινήτου

 

 

 

 

 

κατ΄εφαρμογήν του άρθρου 7 Κεφ. VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/Χ.Π.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο