ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1489/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος.

Ηλίας Μανούχος,

Αιτητή ς,

και

Έφορος Συνεργατικών Εταιρειών,

Συνεργατικής Ανάπτυξης,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 2.11.01

Για τον αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Α. Χριστοφόρου

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 15.11.2000 ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ου η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του καθ΄ου η αίτηση ημερ. 8.9.2000 και με την οποίαν απέρριψε το αίτημα του αιτητή για παραπομπή προς διαιτησία κατά το άρθρο 52 του Νόμου και 78 των θεσμών το θέμα που αφορά στην απόφαση της Επιτροπής της ΣΠΕ Ακακίου για διορισμό και/ή επιλογή στη θέση Γραμματέα είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και πως ότι παραλήφθηκε να διαταχθεί να γίνει."

Ο αιτητής είναι καθηγητής πληροφορικής. Είχε εργασθεί στο παρελθόν ως υπάλληλος της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Ακακίου (στο εξής Σ.Π.Ε.) και μεταγενέστερα ως εκπαιδευτής πληροφορικής στις υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Στις 20.5.2000 δημοσιεύθηκε ανακοίνωση της Επιτροπής της Σ.Π.Ε. Ακακίου (στο εξής η Επιτροπή) με την οποία κοινοποιείτο στους ενδιαφερόμενους ότι γίνονταν δεκτές αιτήσεις προσοντούχων προσώπων για την πλήρωση της θέσης του Γραμματέα της Εταιρείας. Οι ενδιαφερόμενοι καλούνταν να υποβάλουν αιτήσεις, προσκομίζοντας τα σχετικά πιστοποιητικά, μέχρι την 10.6.2000.

Υποβλήθηκαν συνολικά έξι αιτήσεις και οι υποψήφιοι κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη εκτός ενός ο οποίος, όπως έκρινε η Επιτροπή, δεν κατείχε τα προβλεπόμενα προσόντα. Στις 26.6.2000 η Επιτροπή αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία και έλαβε υπόψη τις προσωπικές συνεντεύξεις αποφάσισε να διορίσει στη θέση του Γραμματέα της Σ.Π.Ε Ακακίου τον Νίκο Αλεξάνδρου. Η απόφαση ήταν ομόφωνη και οι λόγοι για τους οποίους προτιμήθηκε το συγκεκριμένο πρόσωπο αντί των υπολοίπων υποψηφίων καταγράφονται με λεπτομέρεια στο πρακτικό της συνεδρίας, αντίγραφο του οποίου περιλαμβάνεται στα συνημμένα στην ένσταση έγγραφα. Η Επιτροπή, με επιστολή της ημερομηνίας 30.6.2000, πληροφορούσε τον αιτητή ότι δεν κατέστη δυνατή η πρόσληψη του. Ο αιτητής δεν αμφισβήτησε το κύρος της απόφασης για το διορισμό του Νίκου Αλεξάνδρου. Παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός της καθορισμένης από το Σύνταγμα προθεσμίας. Αντί αυτού, αποτάθηκε, μέσω του δικηγόρου του προς τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών (στο εξής ο Έφορος) με επιστολή ημερομηνίας 24.8.2000, ζητώντας να παραπεμφθεί σε διαιτησία το όλο θέμα της διαδικασίας επιλογής και της τελικής απόφασης για το διορισμό Γραμματέα, επικαλούμενος τα προβλεπόμενα στο άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν.22/85 (στο εξής ο Νόμος), και 78 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών, Κ.Δ.Π. 142/87, (στο εξής οι Θεσμοί). Ο Έφορος απάντησε με επιστολή του ημερομηνίας 8.9.2000 τονίζοντας ότι δεν επρόκειτο για διαφορά υπαγόμενη σε διαιτησία και έτσι το αίτημα δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί. Παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενο της επιστολής όπου διατυπώνεται η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή, απόφαση:

"Σ.Π.Ε. Ακακίου

Παραπομπή Διαφοράς σε Διαιτησία

Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερ. 24.8.2000 (Πρ. 121/2000), σχετικά με το διορισμό Γραμματέα στην πιο πάνω Εταιρεία και σας πληροφορώ ότι από εξέταση που έχω κάμει, δεν προκύπτει οποιαδήποτε διαφορά, η οποία εμπίπτει στις πρόνοιες των άρθρων 52 του Νόμου και 78 των Θεσμών. Για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να παραπεμφθεί σε διαιτησία."

 

Κύριο χαρακτηριστικό των νομικών ισχυρισμών που προβάλλονται εκ μέρους του αιτητή είναι το ότι ουσιαστικά με αυτούς αμφισβητείται το κύρος της απόφασης της Επιτροπής, ημερομηνίας 26.6.2000, δηλαδή της απόφασης με την οποία πληρώθηκε η κενή θέση που προκηρύχθηκε, με το διορισμό του Νίκου Αλεξάνδρου στη θέση του Γραμματέα της Σ.Π.Ε. Ακακίου. Με τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται εκ μέρους του αιτητή φαίνεται ότι βασικά αμφισβητείται η διαδικασία που οδήγησε στη λήψη της απόφασης διορισμού του πιο πάνω προσώπου. Οι ισχυρισμοί αυτοί, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την έλλειψη δέουσας έρευνας ως προς τα προσόντα των υποψηφίων, εσφαλμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας και παράνομη συγκρότηση του αποφασίζοντος οργάνου. Αυτά όμως δεν αφορούν την απόφαση που προσβάλλεται. Επίδικη, είναι στη προκείμενη περίπτωση, η αρνητική απάντηση του Εφόρου στο αίτημα για παραπομπή του θέματος σε διαιτησία. Αυτό προκύπτει εξάλλου και από το αιτητικό της προσφυγής. Όπως έχω διαπιστώσει, το ζήτημα της νομιμότητας της απόφασης του Εφόρου, της οποίας επιδιώκεται εδώ η ανατροπή, θίγεται περιθωριακά και μόνο, μέσα στα πλαίσια των λόγων ακυρότητας που επικαλείται ο αιτητής. Ο αιτητής που όπως ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω, αμφισβητεί στο μεγαλύτερο μέρος της αγόρευσής του τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, επανέρχεται στην απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας, χαρακτηρίζοντας την αυθαίρετη και αναιτιολόγητη.

Απαντώντας στα πιο πάνω επιχειρήματα οι καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ενήργησε σύμφωνα με τις πρόνοιες των σχεδίων και κανονισμών υπηρεσίας υπαλλήλων, μέσα σε νόμιμα πλαίσια και ως εκ τούτου δεν υφίστατο οποιαδήποτε διαφορά. Ως προς τους λόγους οι οποίοι κατά την άποψη του αιτητή κατέστησαν τη διαδικασία που προηγήθηκε και συνεπώς την απόφαση για διορισμό Γραμματέα, πάσχουσα, υποδεικνύουν ότι η διαδικασία και η σχετική απόφαση που ακολούθησε δεν αποτελεί επίδικο στην προκείμενη περίπτωση ζήτημα. Υποδεικνύουν ότι αντικείμενο του αναθεωρητικού ελέγχου είναι εδώ η άρνηση του Εφόρου να παραπέμψει το ζήτημα σε διαιτησία και αυτή ακριβώς η απόφαση που προσβάλλεται περιέχει, κατά την άποψή τους, σαφή και νόμιμη αιτιολογία. Παραθέτουν δε προς υποστήριξη της θέσης τους τις σχετικές προβλέψεις του Νόμου (άρθρο 52) και των θεσμών (θεσμός 48).

Στο άρθρο 52 του Νόμου 22/85 βρίσκεται η σχετική για τη διαιτησία προς επίλυση διαφορών, πρόνοια. Προβλέπεται ότι:

"52(1) Οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά αφορώσα τας εργασίας εγγεγραμμένης εταιρείας -

(α) μεταξύ μελών, πρώην μελών, και προσώπων αξιούντων μέσω μελών. ή

(β) μεταξύ μέλους, πρώην μέλους ή προσώπου αξιούντος μεσω μέλους, πρώην μέλους ή αποβιώσαντος μέλους και της εταιρείας, της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής ή οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας. ή

(γ) μεταξύ της εταιρείας ή της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής και οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας. ή

(δ) μεταξύ της εταιρείας και οιασδήποτε ετέρας εγγεγραμμένης εταιρείας,

η τοιαύτη διαφορά θα παραπέμπηται υφ΄οιουδήποτε εξ αυτών εις τον Έφορον.

Αξίωσις, εγγεγραμμένης εταιρείας δι΄οιανδήποτε οφειλήν ή απαίτησιν οφειλομένην εις αυτήν υπό μέλους, πρώην μέλους ή του αντιπροσώπου κληρονόμου ή νομίμου αντιπροσώπου αποβιώσαντος μέλους, είτε η τοιαύτη οφειλή ή απαίτησις εγένετο αποδεκτή ή μη, λογίζεται ως διαφορά αφορώσα τας εργασίας εγγεγραμμένης εταιρείας εντός της εννοίας του παρόντος άρθρου.

(2) Ο Έφορος δύναται, επί τη λήψει της δυνάμει του εδαφίου (1) παραπομπής:

(α) να επιχειρήση συνδιαλλαγήν της διαφοράς. ή

(β) να παραπέμπη την διαφοράν προς επίλυσιν εις διαιτησίαν ήτις διεξάγεται συμφώνως προς τα διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας.

(3) Εις περίπτωσιν παραπομπής υπό του Εφόρου της διαφοράς εις διαιτητήν ή διαιτητάς προς επίλυσιν, ο Έφορος κέκτηται εξουσίαν καθορισμού της αμοιβής του τοιούτου διαιτητού ή διαιτητών.

(4) Οιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτόν του ηδικημένον από την απόφασιν οιουδήποτε διαιτητού ή διαιτητών δύναται να υποβάλη έφεσιν εις το Δικαστήριον εντός είκοσι και μιάς ημερών από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της αποφάσεως."

Με το Νόμο 171(1)/2000 τροποποιήθηκε το άρθρο 52 του βασικού νόμου με την προσθήκη στο τέλος του, του ακόλουθου νέου εδαφίου:

"(5) Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών, με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4), η εάν η έφεση κατ΄αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου."

Ο θεσμός 78 ρυθμίζει το ζήτημα της παραπομπής διαφοράς στον Έφορο ακολουθώντας τις πρόνοιες του άρθρου 52 του Νόμου που προαναφέρθηκε:

"78(1) Οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά, αύτη παραπέμπεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 52 εις τον Έφορον.

(2) Η τοιαύτη παραπομπή θα γίνεται δι΄εγγράφου εκθέσεως η οποία θα χρονολογήται και απευθύνεται προς τον Έφορον, θα υπογράφεται υπό του μέρους το οποίον συντάσσει ταύτην, θα ορίζη την διαφοράν και θα περιέχη πλήρεις λεπτομερείας αυτής.

(3) Άμα τη λήψει της τοιαύτης παραπομπής ο Έφορος δύναται:

(α) να επιχειρήση συνδιαλλαγήν, ή

(β) να παραπέμψη την διαφοράν προς επίλυσιν εις ένα ή τρεις διαιτητάς."

Κρίσιμο είναι εδώ το ερώτημα του κατά πόσον η αμφισβήτηση της ορθότητας της απόφασης της Επιτροπής της Σ.Π.Ε. Ακακίου για διορισμό στη θέση Γραμματέα εμπίπτει στην έννοια των διαφορών για τις οποίες προνοείται παραπομπή σε διαιτησία. Αυτό που πρέπει κατ΄αρχήν να επισημανθεί, είναι ότι σε κάθε περίπτωση όπου εγείρεται διαφορά και παραπέμπεται αυτή στον Έφορο, παρέχεται από τις νομοθετικές προβλέψεις που παρατέθηκαν ανωτέρω, εξουσία σ΄αυτόν όπως "επιχειρήσει συνδιαλλαγήν" ή "να παραπέμψει τη διαφορά προς επίλυση σε διαιτησία". Η εξουσία του Εφόρου είναι στην περίπτωση αυτή δυνητική. Δεν είναι υποχρεωμένος να παραπέψει τη διαφορά σε κάθε περίπτωση, σε διαιτησία. Αυτό προκύπτει εξάλλου και από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 52(2) του Νόμου, που όπως ήδη λέχθηκε, αποτελεί το νομικό έρεισμα του αιτήματος που απορρίφθηκε. Φαίνεται να παρέχεται διακριτική ευχέρεια στον Έφορο, να λαμβάνει γνώση των λεπτομερειών της διαφοράς που υποβάλλεται σε αυτόν και εκτιμώντας κατά την κρίση του τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης να αποφασίζει για την παραπομπή ή όχι διαφοράς σε διαιτησία.

Με τον ίδιο τρόπο ανήκει στη διακριτική εξουσία του Εφόρου να κρίνει εάν κάποιο ζήτημα που παραπέμφθηκε σε αυτόν εμπίπτει ή όχι στην έννοια της "διαφοράς" την οποία έχει τη δυνατότητα να παραπέμψει σε διαιτησία. Αυτό έγινε στη παρούσα περίπτωση. Υπήρχε ενώπιον του Εφόρου η επιστολή του Δικηγόρου του αιτητή ημερομηνίας 24.8.2000 στην οποία εκτίθετο το θέμα για το οποίο υπήρχε αίτημα παραπομπής σε διαιτησία. Ο Έφορος το απέρριψε, με αιτιολογημένη απόφαση τονίζοντας ότι δεν επρόκειτο για ζήτημα που ενέπιπτε στην έννοια του όρου της "διαφοράς". Εξήγησε ότι το περιεχόμενο των σχετικών νομοθετικών διατάξεων δεν παρείχε έδαφος για να μπορούσε να θεωρηθεί ότι το ζήτημα του διορισμού Γραμματέα της Σ.Π.Ε αποτελούσε διαφορά με την έννοια που προσέδιδε στον όρο ο νομοθέτης. Συμφωνώ απόλυτα με την άποψή του. Το άρθρο 52(1) του Νόμου κάνει λόγο για διαφορά "αφορώσα τας εργασίας εγγεγραμμένης εταιρείας." Στο ίδιο άρθρο όπως ήδη επισημάνθηκε ορίζεται ότι "Αξίωσις εγγεγραμμένης εταιρείας δι΄οιανδήποτε οφειλήν ή απαίτησιν οφειλόμενην εις αυτήν υπό μέλους, πρώην μέλους . . . λογίζεται ως διαφορά αφορώσα τας εργασίας εγγεγραμμένης εταιρείας εντός της εννοίας του παρόντος άρθρου." Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι το θέμα που προέκυψε με την αμφισβήτηση του διορισμού Γραμματέα δεν εμπίπτει στην έννοια του όρου διαφορά για την οποία προνοείται παραπομπή σε διαιτησία. Η διαδικασία διαιτησίας ρυθμίζει διαφορές που προκύπτουν στα πλαίσια των εργασιών των εγγεγραμμένων Συνεργατικών Εταιρειών. Οι διαφορές αυτές μπορούν να αχθούν για τελική κρίση ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων. Το άρθρο 56 του Ν.22/85 ορίζει εξάλλου τα εξής:

"56(1) Πας όστις δεν ικανοποιείται εξ οιασδήποτε αποφάσεως του Εφόρου εκδοθείσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από της εις αυτόν κοινοποιήσεως της αποφάσεως δι΄εγγράφου αιτήσεως εις τον Υπουργόν εν ή εκτίθενται οι προς υποστήριξιν ταύτης λόγοι, να προσβάλη την τοιαύτην απόφασιν.

(2) Ο Υπουργός εξετάζει την εις αυτόν γενομένην προσφυγήν άνευ υπαιτίου βραδύτητος, αποφασίζει επί ταύτης και κοινοποιεί αμελλητί την απόφασιν αυτού εις τον προσφεύγοντα.

(3) Ο Υπουργός, πριν ή εκδώση την απόφασιν αυτού, δύναται κατά την κρίσιν του να ακούση ή δώση την ευκαιρίαν εις τον προσφεύγοντα όπως υποστηρίξη τους λόγους εφ΄ων στηρίζεται η προσφυγή.

(4) Ο Υπουργός δύναται να αναθέση εις λειτουργόν ή επιτροπήν λειτουργών του Υπουργείου του όπως εξετάση ωρισμένα θέματα αναφυόμενα εν τη προσφυγή και υποβάλη εις αυτόν το πόρισμα της τοιαύτης εξετάσεως προ της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού επί της προσφυγής.

(5) Ο μη ικανοποιηθείς εκ της αποφάσεως του Υπουργού δύναται να προσφύγη εις το Δικαστήριον, αλλά μέχρι της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού, εν περιπτώσει προσφυγής εις αυτόν, ή, εν περιπτώσει μη προσφυγής εις αυτόν, μέχρι της παρελεύσεως της εις το εδάφιον (1) προβλεπομένης προθεσμίας διά την καταχώρισιν προσφυγής, η απόφασις του Εφόρου δεν καθίσταται εκτελεστή.

(6) Ουδέν των εν των παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων επηρεάζει καθ΄οιονδήποτε τρόπον οιανδήποτε ενώπιον του δικαστηρίου εκκρεμούσαν κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου υπόθεσιν."

Παρέχεται συνεπώς η δυνατότητα σε οποιονδήποτε που θεωρεί ότι δεν ικανοποιείται από οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου, η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του Νόμου, άρα και των διατάξεων που του παρέχουν εξουσία για παραπομπή ή όχι διαφοράς σε διαιτησία, να προσβάλει τη σχετική απόφαση με ιεραρχική προσφυγή στον αρμόδιο Υπουργό. Το εδάφιο (5) παρέχει μια άλλη δυνατότητα. Ακόμα και στην περίπτωση που δεν ασκείται ιεραρχική προσφυγή έχει το δικαίωμα ο "μη ικανοποιηθείς" από την απόφαση του Εφόρου να προσφύγει στο Δικαστήριο. Δεν πρόκειται όμως εδώ για δυνατότητα άσκησης προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Ν. 22/85 (άρθρο 2) ορίζεται ότι:

""Δικαστήριον" σημαίνει το Επαρχιακόν Δικαστήριον της Επαρχίας όπου ευρίσκεται η εγγεγραμμένη διεύθυνσις της συνεργατικής εταιρείας. "

Σύμφωνα με τα πιο πάνω ο αιτητής είχε δικαίωμα να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή ή να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο στην περίπτωση που δεν ήταν σύμφωνος με την απόφαση του Εφόρου, εφόσον βεβαίως το ζήτημα ενέπιπτε στην έννοια της διαφοράς που εξηγήθηκε.

Στην κρινόμενη περίπτωση η Επιτροπή διόρισε Γραμματέα, σύμφωνα με την εξουσία που της παρέχει ο θεσμός 48. Την απόφαση αυτή παρέλειψε ο αιτητής να την προσβάλει με προσφυγή και εσφαλμένα όπως διαπιστώνεται, ζήτησε την παραπομπή του θέματος σε διαιτησία. Τέτοιο ζήτημα, καθώς έχει ήδη εξηγηθεί δεν ενέπιπτε στην έννοια της διαφοράς και ορθά απορρίφθηκε το αίτημα από τον Έφορο για τους λόγους που επισημάνθηκαν. Ακολουθεί πως η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί γιατί η απόφαση του Εφόρου ήταν νόμιμη και εύλογα επιτρεπτή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο