ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1442/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Π.Γ.Π. Εμπόροι Κρεάτων Λτδ
Αιτητών
και
1. Υπουργείον Άμυνας
2. Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών
3. Υπουργείον Οικονομικών
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
12 Νοεμβρίου 2001
Για τους αιτητές: κα Στυλιανού για κ.κ. Ανδρέου και Ζαχαρίου.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Ν. Νικολαϊδου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσφυγή στρέφεται εναντίον απόφασης του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών με την οποία δεν έγινε δεκτή η προσφορά της Αιτήτριας Εταιρείας για προμήθεια χοιρινού κρέατος στην Εθνική Φρουρά στην περιοχή Δερύνειας για το 1991.
Είχαν υποβληθεί τρεις προσφορές, εκείνη της Αιτήτριας για £0.90 το κιλό, εκείνη της εταιρείας Λ. Χήρας Λτδ για £0.91 το κιλό και εκείνη της εταιρείας Protomeat Ltd για £1.27 το κιλό. Το ενδιαφερόμενο Υπουργείο Άμυνας, με επιστολή ημερομηνίας 4.10.2000, εισηγήθηκε προς το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών να μη γίνει δεκτή προηγούμενη εισήγηση του για κατακύρωση της προσφοράς της Αιτήτριας, που ήταν η πιο συμφέρουσα, λαμβανομένης υπ΄όψη γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα η οποία είχε δοθεί στις 6.9.2000 αναφορικά με πρόβλημα που προέκυψε από προηγούμενη προμήθεια κρέατος από την Αιτήτρια προς την Εθνική Φρουρά κατά την ημέρα του Πάσχα 2000. Στη γνωμάτευση του ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρει ότι, από τις αστυνομικές έρευνες προέκυψε ότι η Αιτήτρια δεν είχε συμμορφωθεί με ουσιώδεις όρους προδιαγραφών που όριζαν ότι η συντήρηση του κρέατος, ως νωπού, θα έπρεπε να ήταν ολιγοήμερη και να γινόταν σε θαλάμους απλής ψύξης (0°-+4°C
) και όχι σε θαλάμους κατάψυξης. Το Υπουργείο Άμυνας εισηγήθηκε, ως εκ τούτου, κατακύρωση της προσφοράς της εταιρείας Λ. Χήρας Λτδ. Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, στη συνεδρία του ημερομηνίας 5.10.2000, αποφάσισε να υιοθετήσει την εισήγηση του Υπουργείου Άμυνας.Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας εισηγούνται ότι, κατά παράβαση του Κανονισμού 22(1) του περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικοί) Κανονισμών του 1999 (ΚΔΠ 184/99), το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών βασίσθηκε αποκλειστικά στις απόψεις του Υπουργείου Άμυνας ως ενδιαφερόμενης υπηρεσίας και σε ουδεμία μελέτη προέβη της έκθεσης αξιολόγησης. Αυτό όμως δεν είναι έτσι καθόλου. Η αναφερόμενη ως έκθεση αξιολόγησης των προσφορών είναι η επιστολή του Υπουργείου Άμυνας ημερομηνίας 18.9.2000 με την οποία αναφέρονται προς το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών οι πληροφορίες και τα στοιχεία όλων των προσφορών (που περιλάμβαναν προμήθειες διαφόρων ειδών κρεάτων για όλες τις επαρχίες), η αναλυτική παρουσίαση τους και τα σχόλια και εισηγήσεις του Υπουργείου Άμυνας. Η μόνη
αναφορά που γίνεται στην Αιτήτρια είναι για κατακύρωση της προσφοράς της προφανώς ως της χαμηλότερης. Δεν υπήρχε οτιδήποτε περαιτέρω να μελετηθεί σε σχέση με την εν λόγω εισήγηση. Εν πάση περιπτώσει όμως, η εισήγηση αυτή, προερχόμενη από το ίδιο το Υπουργείο Άμυνας, δεν παραγνωρίσθηκε αλλά συνειδητά δεν έγινε δεκτή εφ΄όσον αναιρέθηκε από το Υπουργείο Άμυνας για τους λόγους που αναφέρθησαν στην επιστολή του της 4.10.2000 και που υιοθετήθησαν από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ως η αιτιολογία για την απόφαση του.Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για την Αιτήτρια εισηγούνται βέβαια περαιτέρω ότι το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών δεν προέβη σε δέουσα έρευνα ως προς τα αναφερόμενα στην επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα. Η εισήγηση αυτή παραγνωρίζει ότι τα αναφερόμενα στην εν λόγω επιστολή δεν ήσαν απλοί ισχυρισμοί αλλά συγκεκριμένες διαπιστώσεις της διεξαχθείσας αστυνομικής έρευνας που καταδείκνυε ότι η Αιτήτρια δεν είχε συμμορφωθεί με τις προδιαγραφές ουσιωδών όρων της σύμβασης της ως προς την κατάλληλη συντήρηση του κρέατος που προμήθευσε για την ημέρα του Πάσχα 2000. Αυτά ήσαν στοιχεία ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών το οποίο δεν αναμένεται να προέβαινε σε περαιτέρω ίδια διερεύνηση του θέματος. Μάλιστα στην επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα αναφέρεται και ότι η ίδια η Αιτήτρια είχε αποδεχθεί και αντικαταστήσει τις απορριφθείσες ακατάλληλες ποσότητες κρεάτων με άλλες. Δεν βλέπω πως, ως εκ της φύσεως του θέματος και των ήδη υφιστάμενων στοιχείων, το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών θα είχε υποχρέωση να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω ίδια έρευνα. Από αυτή την άποψη, διαφοροποιείται από την προκειμένη και η αναφερόμενη από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους της Αιτήτριας υπόθεση Peppis Co Ltd v. Δημοκρατίας, 503/99, 15.3.2001. Το ζητούμενο ήταν καθαρά κατά πόσο, δοθέντων των πιο πάνω, θα έπρεπε παρά ταύτα να κατακυρωθεί η προσφορά της Αιτήτριας ως η χαμηλότερη ή ήταν λογικό να μην διακινδυνευθεί η αξιόπιστη εκτέλεση της προσφοράς και να προτιμηθεί η προσφορά του Ενδιαφερόμενου Μέρους που ήταν κατά μόνο ένα σεντ το κιλό ψηλότερη
, λαμβανομένου μάλιστα υπ΄όψη ότι σύμφωνα και με τους όρους των προσφορών το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών δεν ήταν υποχρεωμένο να δεχθεί τη χαμηλότερη προσφορά. Εκτός του ότι ο κανονισμός 22 μιλά για τη χαμηλότερη ή την πιο συμφέρουσα οικονομικά τιμή, που δεν είναι αναγκαστικά η χαμηλότερη τιμή, οι όροι των προσφορών ήσαν σαφείς, υπήρχε δε καλός λόγος για μη κατακύρωση της χαμηλότερης προσφοράς.Ανάλογη εισήγηση γίνεται και για παράβαση του άρθρου 7 του περί Προσφορών το Δημοσίου Νόμου του 1997, Νόμος 102(1)/1997, και των Κανονισμών 42 και 43 της ΚΔΠ 104/99.
Ως προς το άρθρο 7, τούτο προνοεί ότι προσφοροδότης μπορεί να αποκλεισθεί της διαδικασίας για τους ειδικά αναφερόμενους στο άρθρο 7(1)(α-ζ) λόγους ή, σύμφωνα με το άρθρο 7(1)(η), "για οποιοδήποτε άλλο καθορισμένο σοβαρό λόγο κρίνεται ότι δεν πρέπει να του δοθεί δικαίωμα να συμμετάσχει στη διαδικασία προσφορών". Και τα όσα έλαβε υπ΄όψη του το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών συνιστούσαν τέτοιο σοβαρό λόγο. Ως προς τον κανονισμό 43(1), αυτός είναι άσχετος αφού οι όροι εφαρμογής του, που είναι πρόσθετοι και όχι εξειδίκευση των αναφερομένων στο άρθρο 7, δεν περιλαμβάνουν την προκειμένη περίπτωση, είναι δε βέβαιο ότι το Υπουργείο Άμυνας και το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών δεν απευθύνθησαν καθόλου στον Κανονισμό αυτό.
Απορριπτέα είναι και η εισήγηση ως προς τον κανονισμό 42. Είναι σαφές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχε τίποτα να κάνει με τη διαδικασία στέρησης του δικαιώματος συμμετοχής σε μελλοντικούς διαγωνισμούς του δημοσίου που προβλέπεται στον κανονισμό 42. Αποκλεισμός της Αιτήτριας από μελλοντικές διαδικασίες προσφορών δυνάμει του κανονισμού 42 έγινε, όπως παρατηρεί η κα Νικολαΐδου, όχι με την προσβαλλόμενη απόφαση αλλά με άλλη απόφαση που ακολούθησε στις 22.2.2001 εναντίον της οποίας και ασκήθηκε άλλη προσφυγή. Ούτε τελούσε υπό πλάνη ως προς τούτο το Υπουργείο Άμυνας ή το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών. Η δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 42 συζητείται στην επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, το δε Υπουργείο Άμυνας στην επιστολή της 4.10.2000, την εισήγηση της οποίας υιοθέτησε το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, καθαρά διαφοροποιεί το θέμα της κατακύρωσης της προσφοράς από το θέμα της στέρησης του δικαιώματος συμμετοχής της Αιτήτριας σε μελλοντικούς διαγωνισμούς. Το ίδιο δε το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, όπως προανάφερα, προέβη σε άλλη διαδικασία δυνάμει του κανονισμού 42 ως η απόφαση του της 22.2.2001.
Τέλος, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για την Αιτήτρια εισηγούνται ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας. Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει, ως εμπεριεχόμενη, και η δέουσα αιτιολογία της απόφασης που ήταν καθ΄όλα εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον της Αιτήτριας.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π