ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1074/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Χρύσω Φυσεντζίδου και άλλη

Αιτήτριες

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

30 Νοεμβρίου 2001

Για τις αιτήτριες: κα Γαβριήλ για κ. Ι. Νικολάου.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα E. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της

Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

Για το ενδιαφ. μέρος 4 Πογιατζή Δημήτρη: Α.Σ. Αγγελίδης.

-----------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι Αιτήτριες επιδιώκουν με την προσφυγή τους την ακύρωση απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) με την οποία προήχθησαν στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης τα εννέα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

Σημαντική ως προς το υπόβαθρο της προσφυγής είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες προσφυγές 874/98, 918/98 και 931/98, ημερομηνίας 19.11.1999, με την οποία ακυρώθηκε απόφαση της ΕΕΥ για προαγωγή των Αιτητριών και οκτώ άλλων, μεταξύ των οποίων και τέσσερα από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, στην εν λόγω θέση. Η ακυρωτική απόφαση βασίσθηκε στην έλλειψη αιτιολόγησης, σε συνάρτηση με τη συνέντευξη και τα στοιχεία των φακέλων, της κατανομής των 5 πρόσθετων μονάδων που μπορεί να παραχωρήσει σε κάθε υποψήφιο η ΕΕΥ με βάση τη διακριτική εξουσία που της δίδεται από το άρθρο 35Β(10)(β) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων. Κατά την επανεξέταση, η ΕΕΥ εξέτασε κατ΄αρχή υποβληθείσες ενστάσεις για αναθεώρηση του καταλόγου που είχε υποβάλει η Συμβουλευτική Επιτροπή, καταλήγοντας στη διαμόρφωση ενός νέου τελικού καταλόγου στον οποίο δεν περιλαμβάνοντο οι Αιτήτριες οι οποίες, ως εκ τούτου, και δεν εκλήθησαν στη νέα προσωπική συνέντευξη την οποία η ΕΕΥ διενήργησε.

Το παράπονο των Αιτητριών είναι ακριβώς ότι η επανεξέταση δεν έγινε με βάση τον τελικό κατάλογο ο οποίος είχε καταρτισθεί κατά την αρχική διαδικασία αφού διαμορφώθηκε ως τέτοιος από την ΕΕΥ μετά την εξέταση των τότε υποβληθεισών ενστάσεων ως προς τον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά με βάση το νέο τελικό κατάλογο ο οποίος καταρτίσθηκε από την ΕΕΥ, κατά την επανεξέταση, ακολουθώντας έτσι εξ υπαρχής νέα διαδικασία αντί από το σημείο που υπαγόρευε η επανεξέταση, δηλαδή το στάδιο της κατανομής των 5 πρόσθετων μονάδων.

Θεωρώ προφανές το κύρος της θέσης των Αιτητριών. Είναι πάγια αρχή ότι η επανεξέταση κατόπιν ακυρωτικής απόφασης γίνεται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο και επίσης ότι η επανεξέταση γίνεται από το στάδιο το οποίο επηρεάζεται από την ακυρωτική απόφαση. Εδώ ο τελικός κατάλογος που είχε αρχικά καταρτίσει η ΕΕΥ και στον οποίο βέβαια περιλαμβάνοντο οι Αιτήτριες δεν είχε επηρεασθεί από την ακυρωτική απόφαση, η οποία αφορούσε την κατανομή των 5 πρόσθετων μονάδων που μπορεί να δώσει η ΕΕΥ βάσει του άρθρου 35Β(10)(β). Όπως προκύπτει από το άρθρο 35Β(8) η ΕΕΥ, αφού αποφασίσει τη νομιμότητα του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, είτε υπεβλήθησαν ενστάσεις είτε όχι, καταρτίζει τον τελικό κατάλογο της, και, όπως προκύπτει από το άρθρο 35Β(9), μετά προχωρεί στις προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο. Όπως προκύπτει δε περαιτέρω από το άρθρο 35Β(10)(β), οι 5 πρόσθετες μονάδες δίδονται με βάση και την εντύπωση που αποκομίζεται από τις προσωπικές συνεντεύξεις, όπως εξ άλλου έκανε και η ίδια η ΕΕΥ. Πρόδηλο είναι λοιπόν ότι η κατανομή και αιτιολόγηση των 5 πρόσθετων μονάδων γίνεται μετά από τη διεξαγωγή των προσωπικών συνεντεύξεων με δεδομένο τον τελικό κατάλογο. Η ΕΕΥ δεν είχε έρεισμα, κατά την επανεξέταση, να διαμορφώσει νέο τελικό κατάλογο, από τον οποίο και αποκλείσθησαν οι Αιτήτριες, αλλά όφειλε να προχωρήσει με βάση τον τελικό κατάλογο που είχε αρχικά ετοιμάσει και που αποτελούσε μέρος του ισχύοντος κατά την επανεξέταση καθεστώτος. Υποχρέωση της ήταν να επανεξετάσει μόνο από το στάδιο της κατανομής των 5 πρόσθετων μονάδων που ήταν επόμενο του καταρτισμού του τελικού καταλόγου. Η οποιαδήποτε υποχρέωση της ΕΕΥ να καλέσει και πάλι σε προσωπικές συνεντεύξεις τους υποψηφίους αν είχε εφαρμογή το άρθρο 37Β(4)(5) δεν επηρέαζε την πραγματικότητα αυτή.

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία λέγει ότι η ΕΕΥ ενήργησε νόμιμα δυνάμει γνωματεύσεων του Γενικού Εισαγγελέα. Οι γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα βέβαια δεν προσδίδουν αφ΄εαυτών νομιμότητα σε οποιαδήποτε διοικητική ενέργεια. Ως προς το περιεχόμενο τους, οι δύο από τις τρεις αναφερόμενες γνωματεύσεις, ημερομηνίας 28.12.1998 και 26.1.2000, δεν αφορούν το εν λόγω θέμα παρά μόνο την ανάγκη διεξαγωγής νέων προσωπικών συνεντεύξεων και την κατανομή των πρόσθετων μονάδων σε σχέση με αυτές. Η τρίτη γνωμάτευση, ημερομηνίας 2.2.2000, όντως συμβουλεύει για καταρτισμό νέου τελικού καταλόγου από την ΕΕΥ, αντί παραπομπής του θέματος εξ υπαρχής στη Συμβουλευτική Επιτροπή όπως αρχικά προτίθετο να κάνει η ΕΕΥ. Τούτο όμως ακριβώς ήταν το λάθος της γνωμάτευσης εφ΄όσον, συμβουλεύοντας τον καταρτισμό νέου τελικού καταλόγου από την ΕΕΥ, ήρχετο σε σύγκρουση με την αρχή ότι η επανεξέταση δεν ανάγεται σε στάδιο προηγούμενο του ακυρωθέντος και την ίδια την αρχή που η γνωμάτευση συμβούλευσε όπως ληφθεί υπ΄όψη από την ΕΕΥ ότι η επανεξέταση θα έπρεπε να γίνει με βάση το καθεστώς που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο και με βάση τις συνέπειες της ακυρωτικής απόφασης. Ο τελικός κατάλογος δεν είχε επηρεασθεί από την ακυρωτική απόφαση και δεν έπρεπε να καταρτισθεί εκ νέου. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο άρθρο 35Β ή στο άρθρο 37Β που να δικαιολογεί την απόφαση καταρτισμού νέου τελικού καταλόγου.

Εφ΄όσον κρίνεται πεπλανημένη η απόφαση της ΕΕΥ να καταρτίσει νέο τελικό κατάλογο κατά την επανεξέταση, η ακόλουθη προσβαλλόμενη απόφαση της που βασίσθηκε στο νέο τελικό κατάλογο καθίσταται τρωτή. Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα των Αιτητριών.

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο