ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1492/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ
.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Παναγιώτη Σανταφιανού, από τη Λευκωσία,
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
25 Σεπτεμβρίου 2001
Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 13 Δεκεμβρίου 1995 το Ιατρικό Συμβούλιο γνωμάτευσε ότι ο αιτητής, ο οποίος υπηρετούσε στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου με το βαθμό του Υπαστυνόμου, δεν διατηρούσε ικανότητα να εκτελεί τα καθήκοντά του λόγω πάθησης στη σπονδυλική στήλη. Κατόπιν τούτου ο Αρχηγός της Αστυνομίας ζήτησε και έλαβε έγκριση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης για αφυπηρέτηση του αιτητή. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Αρχηγού, ημερ. 23 Ιανουαρίου 1996, με την οποία διευκρινιζόταν ότι η αφυπηρέτηση θα άρχιζε από τις 22 Αυγούστου 1997 επειδή ο αιτητής είχε εις πίστιν του άδεια απουσίας 567 ημερών και υπερωρίες διάρκειας 51 ημερών, οι οποίες θα άρχιζαν από τις 13 Δεκεμβρίου 1995. Ο αιτητής αντιτάχθηκε στη μετακίνηση του χρόνου αφυπηρέτησής του και προσέβαλε αυτό το μέρος της απόφασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση στο σύνολό της, επειδή είχε ληφθεί αναρμοδίως βάσει διατάξεων που δεν κάλυπταν την περίπτωση. Έγινε επανεξέταση. Αυτή τη φορά η διαδικασία οδήγησε το θέμα στο Υπουργικό Συμβούλιο που ήταν το αρμόδιο για την εξέταση του ζητήματος. Έλαβε την ακόλουθη απόφαση, αρ. 46721, ημερ. 16 Οκτωβρίου 1997:
"Το Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει την αφυπηρέτηση του υπαστυνόμου Παναγιώτη Σανταφιανού, για λόγους δημόσιου συμφέροντος (υγείας), σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του κανονισμού 20(3) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989."
Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Αρχηγού ημερ. 18 Νοεμβρίου 1997. Οπότε ο αιτητής ζήτησε εκ νέου να μην προστεθούν στον χρόνο αφυπηρέτησής του οι άδειες απουσίας και οι υπερωρίες οι οποίες, κατά την άποψή του, θα έπρεπε να του πληρώνονταν αναδρομικά. Το αίτημα και πάλι δεν έγινε δεκτό.
Ακολούθησε νέα προσφυγή, η υπ΄ αρ. 475/98 με την οποία, όπως σημείωσε το Δικαστήριο, προσεβλήθη "η απόρριψη του αιτήματος να θεωρηθεί ως ημερομηνία αφυπηρέτησης του αιτητή η 13 Δεκεμβρίου 1995", απόρριψη που αντανακλούσε στην ημερομηνία έναρξης της σύνταξής του για την οποία είχε έγκαιρα αποταθεί. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1999, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση.
Το ζήτημα δεν επανεξετάστηκε. Φαίνεται να έγινε δεκτό από πλευράς διοίκησης ότι η ημερομηνία αφυπηρέτησης του αιτητή ήταν η 13 Δεκεμβρίου 1995. Το Γενικό Λογιστήριο τον πληροφόρησε ότι, ενόψει της δικαστικής απόφασης, τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα τροποποιούνταν αναδρομικά από τις 13 Δεκεμβρίου 1995. Ως προς το θέμα της σύνταξης, στο οποίο αφορά η
παρούσα προσφυγή, ο Διευθυντής του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν αμφισβήτησε ότι ως ημερομηνία αφυπηρέτησης του αιτητή θα πρέπει τελικά να θεωρηθεί η 13 Δεκεμβρίου 1995.Αίτηση για σύνταξη ανικανότητας υποβλήθηκε κατά πρώτο στις 22 Φεβρουαρίου 1996. Παρότι ο αιτητής δεν αποδεχόταν ως ημερομηνία αφυπηρέτησής του την 22 Αυγούστου 1997 και επέμενε στην 13 Δεκεμβρίου 1995 εντούτοις, ενόψει της επί του ζητήματος διοικητικής απόφασης, αυτός σημείωσε στο σχετικό έντυπο ότι βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια μέχρι 22 Αυγούστου 1997. Του δόθηκε ως εκ τούτου αρνητική απάντηση στην αίτηση. Κι αυτό διότι, καθώς του υποδείχθηκε, θα είχε ως τότε πλήρεις απολαβές. Στις 30 Ιουλίου 1997, λίγο δηλαδή πριν από τις 22 Αυγούστου 1997 που θα έληγε η προαφυπηρετική άδεια και
προτού εκδοθεί η δικαστική απόφαση στην πρώτη προσφυγή, ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση για σύνταξη ανικανότητας από 13 Δεκεμβρίου 1995. Στις 11 Νοεμβρίου 1997 του κοινοποιήθηκε ότι εγκρίθηκε σύνταξη για ποσοστό ανικανότητας 75% αλλά από 22 Αυγούστου 1997. Τέλος, με επιστολή ημερ. 16 Ιουνίου 2000, ο αιτητής πληροφόρησε τον Διευθυντή ότι με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίστηκε ως ημερομηνία αφυπηρέτησης η 13 Δεκεμβρίου 1995 και παρακάλεσε όπως του καταβληθούν αναδρομικά τα από τότε συνταξιοδοτικά του ωφελήματα. Ο Διευθυντής του απάντησε, με επιστολή ημερ. 26 Ιουλίου 2000, ότι το αίτημα δεν μπορούσε να γίνει δεκτό. Για να εξηγήσει αυτό το αποτελέσμα, ο Διευθυντής αναφέρθηκε στην πρώτη αίτηση για να υποδείξει πρώτο, ότι δεν τη συνόδευε η προβλεπόμενη ιατρική έκθεση - κάτι που ο Διευθυντής δεν του είχε πει τότε - και, δεύτερο, ότι ενόψει της δήλωσης περί προαφυπηρετικής άδειας μέχρι τις 22 Αυγούστου 1997, το Τμήμα δεν μπορούσε να τον παρέπεμπε σε Ιατρικό Συμβούλιο για γνωμάτευση. Γνωμάτευση όμως ήδη υπήρχε. Ο Διευθυντής κατέληξε ότι η αίτηση απορρίφθηκε γιατί κατά τη διάρκεια της προαφυπηρετικής άδειας ο αιτητής είχε πλήρεις απολαβές. Και πρόσθεσε τα εξής:"Αναφορικά με το αίτημα σας ημερομηνίας 16/6/2000 για καταβολή σύνταξης ανικανότητας αναδρομικά από τις 13/12/1995, πληροφορείστε ότι η νομοθεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν παρέχει στο Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων εξουσία να εγκρίνει την καταβολή σύνταξης ανικανότητας αναδρομικά για χρονικό διάστημα πέραν των είκοσι τεσσάρων μηνών.
Ενόψει των πιο πάνω, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι το αίτημα σας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, γιατί τέτοια ενέργεια θα ήταν αντίθετη με ρητές πρόνοιες της Νομοθεσίας."
Αυτή είναι η απόφαση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
Η Δημοκρατία έθεσε κατ΄ αρχάς ζήτημα εκπροθέσμου της προσφυγής η οποία καταχωρήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2000, ενώ η επιστολή κοινοποίησης της απόφασης έφερε ως ημερομηνία την 26 Ιουλίου 2000. Ενόψει τούτου ο αιτητής παρουσίασε πειστικά στοιχεία που υποστηρίζουν την εκδοχή του ότι δεν έλαβε γνώση της απόφασης πριν από τις 3 Σεπτεμβρίου 2000 λόγω απουσίας του στο εξωτερικό. Είμαι ικανοποιημένος ότι η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη.
Με την προσβαλλόμενη απόφασή του ο Διευθυντής φαίνεται να θεώρησε το ζήτημα ημερομηνίας, το οποίο ο αιτητής έθεσε με τη σύντομη επιστολή ημερ. 16 Ιουνίου 2000, ως νέο για σύνταξη αίτημα σε σχέση με το οποίο θα απέβαινε ανώφελη η εξέταση αναδρομικότητας δεδομένου του νομοθετικού περιορισμού των εικοσιτεσσάρων μηνών από την έγκριση αίτησης. Το ότι πάντως δεν επρόκειτο περί αίτησης
κατά τον προβλεπόμενο τρόπο ο Διευθυντής δεν το έθιξε καθόλου.Έχω την άποψη ότι με την επιστολή του ο αιτητής παρέπεμπε στην ήδη εγκριθείσα σύνταξη και ζητούσε διόρθωση της ημερομηνίας έναρξης υπό το φώς της λήξης της αντιδικίας ως προς τον χρόνο αφυπηρέτησης. Υπήρχαν δε στη διάθεσή του Διευθυντή όλα τα στοιχεία που χρειαζόταν για να προβεί βάσιμα σε διαπιστώσεις ως προς την κατάσταση του αιτητή από 13 Δεκεμβρίου 1995. Επομένως, δεν παραβιαζόταν ο νομοθετικός χρονικός περιορισμός. Όπως υπέδειξε η Επίτροπος Διοίκησης με σχετική έκθεσή της, ημερ. 13 Νοεμβρίου 2000, με την οποία εισηγήθηκε την επανεξέταση της περίπτωσης:
"..... η κρίσιμη ημερομηνία κατά την οποία εγκρίθηκε η σχετική αίτηση του παραπονούμενου, ήταν η 6η Οκτωβρίου, 1997. Την ημέρα εκείνη ο Διευθυντής της εμπλεκόμενης υπηρεσίας ενέκρινε την εισήγηση αρμόδιας λειτουργού της υπηρεσίας του (προσυπογράφοντας το σχετικό Σημείωμά της) για καταβολή στον παραπονούμενο της σύνταξης ανικανότητάς του. Η περίοδος, συνεπώς, των είκοσι τεσσάρων μηνών που προηγούνται της απόφασης επεκτείνεται χρονικά μέχρι και τις 6 Οκτωβρίου, 1995, υπερκαλύπτει, δηλαδή, την ημερομηνία που έχει σημασία για την παρούσα υπόθεση (13 Δεκεμβρίου 1995)."
Δεν υπήρχε, λοιπόν, νομοθετικό ή άλλο κώλυμα προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη
.Ο συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι "η εκ των υστέρων δικαίωση του (αιτητή) ως προς την ημερομηνία αφυπηρέτησής του δεν αλλάζει την πραγματική εικόνα, ότι δηλαδή δεν είχε μείωση του εισοδήματος του ....". Πράγματι πληρώθηκαν στον αιτητή οι μισθοί για την περίοδο 13.12.1995 - 22.8.1997 αφού η διοίκηση δεν δεχόταν τη δική του θέση ότι η ημερομηνία αφυπηρέτησης λόγω ανικανότητας ήταν η 13 Δεκεμβρίου 1995 και όχι η 22 Αυγούστου 1997, μια θέση που ο αιτητής ποτέ δεν απεμπόλησε. Όταν η διοίκηση, κατόπιν της τελευταίας δικαστικής απόφασης, αποδέχθηκε την 13 Δεκεμβρίου 1995, ο αιτητής τον Μάϊο του 2000 επέστρεψε τους μισθούς προς αποκατάσταση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ