ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1399/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1. Σοφίας Ψηλογένη, από το Παλιομέτοχο,

2. Κυριακής Κυριάκου, από το Παλιομέτοχο,

Αιτητριών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

25 Σεπτεμβρίου 2001

Για τις αιτήτριες: Α.Σ.Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 30 Ιουνίου 2000, είκοσι μια κενές θέσεις Επισκέπτριας Υγείας, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, θέσεις πρώτου διορισμού. Καθοριζόταν ως τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων η 24 Ιουλίου 2000. Επίσης καθοριζόταν στη δημοσίευση ο τρόπος με τον οποίο θα έπρεπε να υποβληθούν:

"6. Αιτήσεις θα πρέπει να υποβληθούν στο έντυπο Γεν. 6 και να παραδοθούν στο Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας έναντι απόδειξης παραλαβής ή να αποσταλούν στον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας μέσω του Ταχυδρομείου με συστημένη επιστολή ή μέσω τηλεομοιοτυπικής υπηρεσίας (Τέλεφαξ 317434) όχι αργότερα από τις 24 Ιουλίου 2000. Οι αιτήσεις πρέπει να συνοδεύονται με αντίγραφα των Πιστοποιητικών των ακαδημαϊκών και άλλων συναφών προσόντων που προνοούνται στην παράγραφο 3 ανωτέρω, περιλαμβανομένων βεβαιώσεων για υπηρεσία εκεί όπου απαιτείται πείρα. (Τα πρωτότυπα να παρουσιαστούν όταν ζητηθούν για έλεγχο).

7. Αιτήσεις από μέρους δημόσιων υπαλλήλων θα πρέπει να υποβληθούν μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στη δημοσίευση, απευθείας στο Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, με κοινοποίηση στους οικείους Προϊσταμένους των Τμημάτων στα οποία υπηρετούν."

 

Οι αιτήσεις στην προκείμενη περίπτωση παραδόθηκαν στο Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας από κλητήρα του Νοσοκομείου Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ στις 25 Ιουλίου 2000, μια ημέρα μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας. Η Επιτροπή, στη συνεδρία της, ημερ. 27 Ιουλίου 2000, αποφάσισε πως δεν ήταν δυνατό να ληφθούν υπόψη επειδή ήταν εκπρόθεσμες. Οι αιτήτριες πληροφορήθηκαν το αποτέλεσμα με επιστολές της Επιτροπής ημερ. 23 Αυγούστου 2000.

Εν συνεχεία αποστάληκε στην Επιτροπή επιστολή, ημερ. 28 Αυγούστου 2000, της Προϊσταμένης Νοσηλευτικής Λειτουργού του προαναφερθέντος Νοσοκομείου, με την οποία αυτή εξηγούσε ότι στις 17 Ιουλίου 2000 οι αιτήσεις εκ παραδρομής είχαν σταλεί στον Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών αντί στον Πρόεδρο της Επιτροπής και ότι λόγω των θερινών διακοπών το λάθος δεν έγινε έγκαιρα αντιληπτό. Στην Επιτροπή επίσης αποστάληκε επιστολή των αιτητριών, ημερ. 31 Αυγούστου 2000, με την οποία διευκρίνιζαν ότι παρέδωσαν τις αιτήσεις τους στις 12 Ιουλίου 2000 στην Προϊσταμένη Νοσηλευτική Λειτουργό χωρίς να γνώριζαν είτε αυτές είτε οι Προϊστάμενοί τους πως "ο νόμος" είχε αλλάξει και θα έπρεπε πλέον οι αιτήσεις να παραδίδονταν απευθείας στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Η Επιτροπή, σε συνεδρία ημερ. 31 Αυγούστου 2000, έκρινε ότι δεν μπορούσε να διαφοροποιήσει την ήδη ληφθείσα απόφασή της.

Οι αιτήτριες επανήλθαν με επιστολή του δικηγόρου τους, ημερ. 11 Σεπτεμβρίου 2000, ζητώντας και πάλι αναθεώρηση της απόφασης. Υπέδειξαν ότι η Εγκύκλιος της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερ. 29 Φεβρουαρίου 2000, με την οποία επισημαίνετο ότι με την Κ.Δ.Π. 36/00 άλλαξε ο τρόπος υποβολής αιτήσεων, λήφθηκε από τις Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας στις 23 Μαρτίου 2000 και έφθασε στο Νοσοκομείο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ καθυστερημένα στις 5 Σεπτεμβρίου 2000 με αποτέλεσμα, λόγω αυτού του σφάλματος της διοίκησης, να μην καταστεί έγκαιρα γνωστή η Εγκύκλιος σ΄ αυτές και στους Προϊσταμένους τους. Εισηγήθηκαν ότι "οι κανόνες της καλής πίστης και της επιείκειας επέβαλλαν να θεωρηθούν εμπρόθεσμες οι αιτήσεις". Ας σημειωθεί ότι ο Καν. 5(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91) προέβλεπε, πριν από την τροποποίηση του με την Κ.Δ.Π. 36/00, η οποία δημοσιεύτηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2000, ότι:

"5. - (1) Αιτήσεις για διορισμό ή προαγωγή σε θέσεις Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής συμπληρώνονται ιδιόχειρα από τους ενδιαφερομένους και υποβάλλονται προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στη σχετική δημοσίευση στο έντυπο που εκτίθεται στο Δεύτερο Πίνακα. Στο έντυπο επισυνάπτεται επίσημο πιστοποιητικό γεννήσεως, καθώς και αποδεικτικά πιστοποιητικά των ακαδημαϊκών και άλλων προσόντων των αιτητών, περιλαμβανομένης και προηγούμενης πείρας. Αιτήσεις από μέρους δημόσιων υπαλλήλων υποβάλλονται μέσω των οικείων Προϊσταμένων των Τμημάτων στα οποία υπηρετούν, οι οποίοι τις αποστέλλουν στον Πρόεδρο της Επιτροπής."

 

Ενώ μετά την τροποποίηση προβλέπεται ότι:

"Αιτήσεις από μέρους δημοσίων υπαλλήλων υποβάλλονται μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στη δημοσίευση, απευθείας στο Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, με κοινοποίηση στους οικείους Προϊσταμένους των Τμημάτων στα οποία υπηρετούν."

 

Η Επιτροπή, σε συνεδρία ημερ. 14 Σεπτεμβρίου 2000, έκρινε και πάλι πως δεν μπορούσε να διαφοροποιήσει την προηγούμενη επί του θέματος απόφασή της. Σημείωσε ότι:

"..... η άγνοια της τροποποίησης του σχετικού Κανονισμού δεν δικαιολογεί μη συμμόρφωση με αυτόν και εν πάση περιπτώσει ουδείς μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε την τροποποίηση καθότι στη γνωστοποίηση των θέσεων στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας γινόταν σαφής αναφορά για τον τρόπο υποβολής των αιτήσεων."

 

Η κατάληξη κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 5 Οκτωβρίου 2000.

Με την προσφυγή τους οι αιτήτριες προσβάλλουν την πρώτη και την τρίτη απόφαση της Ε.Δ.Υ. Η πρώτη ήταν οπωσδήποτε εκτελεστή. Αντιλαμβάνομαι ότι με την συμπροσβολή επιδιώκεται να καλυφθεί και η περίπτωση κατά την οποία θα επικρατούσε η άποψη πως εκτελεστή ήταν και η τρίτη ως αποτέλεσμα νέας έρευνας. Μου φαίνεται πως ενώ σε σχέση με τη δεύτερη θα μπορούσε ευκολότερα να καταλήξει κανείς πως αυτή περιέλαβε νέα ουσιαστικά στοιχεία και ήταν ως εκ τούτου εκτελεστή σε αντικατάσταση της πρώτης, με την τρίτη το μόνο που προστέθηκε, πέραν της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου των αιτητριών, ήταν τα στοιχεία που εξηγούσαν γιατί οι αιτήτριες και οι προϊσταμένοι τους δεν πληροφορήθηκαν - όπως είχαν ήδη αναφέρει - το περιεχόμενο της αναφερθείσας Εγκυκλίου για την τροποποίηση του Κανονισμού. Ενόψει όμως της ιδιομορφίας της υπόθεσης δεν είμαι διατεθειμένος να αποκλείσω ότι εδικαιολογείτο να ληφθεί υπόψη και αυτό το στοιχείο. Θα θεωρήσω λοιπόν την τρίτη απόφαση, με την οποία λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία, ως εκτελεστή. Απασχόλησε και μια άλλη πτυχή σε σχέση με την εκτελεστότητα. Ο συνήγορος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ήταν προπαρασκευαστικές στη διαδικασία για διορισμό και όχι εκτελεστές ενώ ο συνήγορος των αιτητριών αντέτεινε ότι οι εν λόγω αποφάσεις, που προέκυψαν στο πλαίσιο σύνθετης διοικητικής ενέργειας, ήταν εκτελεστές και δεν ενσωματώθηκαν σε τελική απόφαση διορισμού ώστε να απωλέσουν την εκτελεστότητά τους αφού διορισμοί δεν έγιναν. Παρέπεμψε σχετικά στην πρωτόδικη Preza and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1008. Το ζήτημα αυτό, όπως και το προηγούμενο που συζήτησα, είναι εν προκειμένω ακαδημαϊκό. Με οποιαδήποτε θεώρηση οι αιτήτριες δεν μπορούν, κατά την άποψή μου, να επιτύχουν. Για τον λόγο ακριβώς τον οποίο έδωσε η Ε.Δ.Υ. και τον οποίο παρέθεσα ανωτέρω.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο