ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
FONT>Υπόθεση Αρ. 660/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος και 28.
Ηλίας Ευριπίδου, από το Φτερικούδι
Αιτητή ς,
και
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,
Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
6.7.01Για τον αιτητή: κ. Ντ. Πασπαλίδης
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Ρ. Παπαέτη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
"1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση της ΕΕΥ, με την οποία απερρίφθη η αίτηση του αιτητή για εγγραφή του στις πίνακες διοριστέων Ειδικών Κατηγοριών, για τη θέση καθηγητή μαθηματικών και η οποία κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνία 21.5.98, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και ότι παρελήφθη δέον όπως διενεργηθεί."
Ο αιτητής είναι κάτοχος πτυχίου Μαθηματικών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει σοβαρό πρόβλημα οράσεως και ως εκ τούτου διέμενε μέχρι το 1993 στη Σχολή Τυφλών. Ακολούθως έφυγε για σπουδές. Μετά τη λήψη του πτυχίου του υπέβαλε αίτηση (ημερ. 29.12.97) για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων Ειδικών Κατηγοριών για τη θέση καθηγητή Μαθηματικών, δηλώνοντας στο σχετικό έντυπο ότι ανήκε στην κατηγορία αναπήρων λόγω μειωμένης όρασης. Η αίτησή του μεταβιβάστηκε στο Διευθυντή του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών για γνωμοδότηση. Το ζητούμενο ήταν κατά πόσο ο αιτητής με το πρόβλημα οράσεως που αντιμετώπιζε μπορούσε να θεωρηθεί ως ανάπηρος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 28Δ(7) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου. Το θέμα απασχόλησε ιατροσυμβούλιο, το οποίο αφού εξέτασε την περίπτωση κατέληξε στο πόρισμα ότι, παρά το πρόβλημα που παρουσίαζε η όραση του αιτητή, δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως ανάπηρος βάσει των σχετικών νομοθετικών προνοιών. Η σχετική ιατρική γνωμάτευση κοινοποιήθηκε στους καθ΄ων η αίτηση (Ε.Ε.Υ.) οι οποίοι βασιζόμενοι σε αυτήν αποφάσισαν σε συνεδρία τους ημερομηνίας 21.5.98 να απορρίψουν το αίτημα του αιτητή για εγγραφή στους πίνακες διοριστέων ειδικών κατηγοριών. Η απορριπτική αυτή απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 21.5.98 και προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή. Έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:
"Κύριε,
Αναφέρομαι στην αίτησή σας, για εγγραφή στους πίνακες διοριστέων Ειδικών Κατηγοριών και σας πληροφορώ ότι η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αφού έλαβε υπόψη σχετική γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου, αποφάσισε ότι το αίτημά σας δεν μπορεί να γίνει δεκτό γιατί δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστείτε ανάπηρος, σύμφωνα με το άρθρο 28Δ(7) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969 έως 1998."
Ο δικηγόρος του αιτητή προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Ε.Ε.Υ. πρέπει να ακυρωθεί διότι στηρίχθηκε σε πράξη πάσχουσα και συγκεκριμένα στην γνωμάτευση του ιατροσυμβουλίου, η οποία κατά την άποψή του, εξεδόθη χωρίς τη διενέργεια δέουσα έρευνας και το πόρισμα ευρίσκεται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα προηγούμενων ιατρικών πιστοποιητικών που αφορούσαν τον αιτητή. Εισηγείται περαιτέρω ο δικηγόρος του αιτητή, ότι η επίδικη απόφαση της Ε.Ε.Υ. πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και ειδικότερα γιατί δεν διευκρινίζεται σε αυτήν ο λόγος για τον οποίο ο αιτητής δεν μπορούσε να υπαχθεί στην έννοια του "αναπήρου", όπως προϋποθέτουν οι πρόνοιες του άρθρου 28Δ(7) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969-1999. Καταλήγοντας ο δικηγόρος του αιτητή ζητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ισχυριζόμενος ότι με τον τρόπο που είναι αυτή διατυπωμένη εκμηδενίζεται η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου, ενώ επικαλείται ως τελευταίο λόγο ακυρότητας το ότι λήφθηκε κάτω από συνθήκες νομικής πλάνης, δηλαδή εσφαλμένης κατά την άποψή του ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 28Δ(7).
Η επίμαχη νομοθετική διάταξη (άρθρο 28Δ των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969-1999) ορίζει ότι:
"28Δ (1) Κατά την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, θα διορίζονται παθόντες ή ανάπηροι των απελευθερωτικών αγώνων, σύζυγοι ή τέκνα πεσόντων ή αγνοουμένων ή τέκνα εγκλωβισμένων ή άλλοι ανάπηροι, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 28Γ, σύμφωνα με την ακόλουθη αναλογία:
(α) . . . . . . . . . . . . . . . .
(β) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(γ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . .(δ) άλλοι ανάπηροι σε ποσοστό 3% του συνόλου των θέσεων που θα πληρούνται κατά κλάδο εκπαίδευσης μετά την έναρξη της ισχύος του άρθρου αυτού
.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(2) Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού θα καταρτίζονται αναφορικά με τους πιο πάνω υποψηφίους ξεχωριστοί πίνακες διοριστέων.
(3) . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(4) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(5) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(6) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(7) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού:
"ανάπηρος" σημαίνει άτομο το οποίο πάσχει εκ γενετής ή λόγω μεταγενέστερου γεγονότος από μερική ή πλήρη σωματική αναπηρία που προέρχεται από σοβαρή παραμόρφωση ή σοβαρό ακρωτηριασμό των άνω ή κάτω άκρων ή από μυοπάθεια, παραπληγία ή από απώλεια της όρασης και στους δύο οφθαλμούς ή από άλλη σοβαρή αιτία η οποία προκαλεί ουσιώδη μείωση της σωματικής ικανότητας και επιτρέπει σ΄αυτό να ασκεί μόνο περιορισμένο κύκλο βιοποριστικών επαγγελμάτων."
Η τελευταία παράγραφος είναι αυτή που εδώ αφορά και ως εκ τούτου χρήζει ειδικής προσοχής. Δίνεται ο ορισμός του "αναπήρου" για τους σκοπούς του άρθρου. Σημαίνει άτομο το οποίο πάσχει εκ γενετής ή λόγω μεταγενέστερου γεγονότος από μερική ή πλήρη σωματική αναπηρία που προέρχεται από . . . απώλεια της όρασης και στους δύο οφθαλμούς . . . αλλά επίσης από άλλη σοβαρή αιτία η οποία προκαλεί ουσιώδη μείωση της σωματικής ικανότητας και επιτρέπει σ΄αυτό να ασκεί μόνο περιορισμένο κύκλο βιοποριστικών επαγγελμάτων.
Αυτή ακριβώς την τελευταία διάταξη που μιλά για σοβαρή αιτία προκαλούσα σοβαρή μείωση των σωματικών ικανοτήτων, όφειλε να λάβει υπόψη της η Ε.Ε.Υ. και κατ΄επέκταση το ιατροσυμβούλιο στη γνωμοδότηση του οποίου στήριξε η Ε.Ε.Υ. την απόφαση της. Δεν εμπίπτει στα όρια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου η γνωμάτευση του κατά πόσο η κατάσταση του αιτητή προκαλούσε σε αυτόν σοβαρή μείωση των ικανοτήτων του. Αυτό είναι ασφαλώς έργο των εμπειρογνωμόνων, δηλαδή του ιατροσυμβουλίου, του οποίου το πόρισμα καθρεπτίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση της Ε.Ε.Υ. Η επιλογή της απόφασης, αρνητικής ή θετικής για τον αιτητή ανήκε στην Ε.Ε.Υ. εφόσο δικαιολογείτο.
Δεν φαίνεται να υπήρξε επαρκής αιτιολογία. Ο αιτητής υποβάλλοντας την αίτησή του για εγγραφή στους πίνακες Διοριστέων Ειδικών Κατηγοριών, προσκόμισε ιατρικά πιστοποιητικά κυβερνητικών ιατρών στα οποία περιγραφόταν η κατάσταση της όρασης του με επιστημονική ορολογία. Επίσης υπήρχε βεβαίωση του Προέδρου της Σχολής Τυφλών ότι ο αιτητής διέμενε στη Σχολή και ως εκ τούτου με βάση το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ενέπιπτε κατά την άποψή του, στην έννοια του τυφλού.
Αυτά τα πιστοποιητικά προσκομίστηκαν βεβαίως από τον αιτητή για να υποστηριχθεί η θέση του ότι ήταν ουσιαστικά ανάπηρος και το πρόβλημα που αντιμετώπιζε του προκαλούσε σοβαρή μείωση των σωματικών του ικανοτήτων και τον καθιστούσε ικανό για να ασκεί περιορισμένο μόνο κύκλο βιοποριστικών επαγγελμάτων. Η επιλογή αρνητικής ή θετικής απόφασης αναφορικά με το αίτημα, όπως λέχθηκε ήδη, ανήκε στη διοίκηση. Όφειλε όμως αυτή να αιτιολογήσει την οποιαδήποτε απόφαση, με τρόπο που να καθιστούσε δυνατό το δικαστικό έλεγχό της. Το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Ενημερώνει απλά τον αιτητή ότι αφού έλαβε υπόψη σχετική γνωμοδότηση του ιατροσυμβουλίου, αποφάσισε να απορρίψει το αίτημά του γιατί δεν ήταν δυνατό να χαρακτηρισθεί ανάπηρος σύμφωνα με τις νομοθετικές πρόνοιες.
Η αιτιτιολογία δεν προκύπτει ούτε συμπληρώνεται από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Ε.Ε.Υ. στην οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση.
Για ότι αφορούσε το θέμα του αιτητή απλά καταγράφηκε ότι:
"
Ηλίας Ευριπίδου - 42/Δ/23065Υποβάλλει αίτηση για εγγραφή στους πίνακες Ειδικών Κατηγοριών.
Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη και τη σχετική γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου, αποφασίζει ότι δεν μπορεί να αποδεχτεί το αίτημά του, γιατί δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ανάπηρος, σύμφωνα με άρθρο 28Δ(7) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969 έως (αρ.2) του 1998".
Υιοθετεί προφανώς το πόρισμα του ιατροσυμβουλίου και απορρίπτει το αίτημα. Από την απόφαση όμως λείπει το γιατί. Γιατί δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ανάπηρος ο αιτητής σύμφωνα μάλιστα και με όσα επισημάνθηκαν πιο πάνω για την ερμηνεία που δίνεται στον όρο από τον ίδιο το νόμο;
Η γνωμοδότηση του ιατροσυμβουλίου είναι ελάχιστα διαφωτιστική. Αναφέρει τα εξής:
"Το ιατροσυμβούλιο συνήλθε σήμερα και εξέτασε την περίπτωση του πιο πάνω ασθενούς.
Το άτομον τούτο αν και παρουσιάζει όραση δεξιού οφθαλμού με γυαλιά 6/24 και όραση αριστερού οφθαλμού 6/60 και επιπλέον παρουσιάζει και νυσταγμό εν τούτοις δεν δύναται αυστηρώς ομιλούντες να θεωρηθεί ανάπηρος βάση των προνοιών 28Δ(7) των Περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου."
Περιγράφεται βέβαια η κατάσταση της όρασης του αιτητή, εντοπίζονται ασφαλώς τα συναφή προβλήματα αποτυπωμένα με την ιατρική ορολογία, αλλά και πάλι δεν εξηγείται το γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάπηρος βάσει των προνοιών του νόμου. Ούτε η έκταση του προβλήματος περιγράφεται, ούτε το μέγεθος της μείωσης των ικανοτήτων που η κατάσταση της όρασης του προκαλεί στον αιτητή, ούτε το κατά πόσο θα ήταν ικανός για αριθμό επαγγελμάτων. Να αναφέρω επίσης το εξής σημαντικό. Εφόσον υπήρχε σειρά ιατρικών πιστοποιητικών, κυβερνητικών ιατρικών λειτουργών, εκ των οποίων το ένα εξέδωσε ο γιατρός Κωνσταντινίδης, μέλος του ιατροσυμβουλίου που γνωμοδότησε στην υπόθεση του αιτητή, επέβαλλε η χρηστή διοίκηση να δοθούν οι αναγκαίες επιστημονικές εξηγήσεις ώστε να δικαιολογείται αφενός η διάσταση που παρατηρείται σχετικά με τα ευρήματα των ιατρών, όπως αυτά εμφανίζονται στα πιστοποιητικά και στα όσα καταγράφονται στην γνωμοδότηση του ιατροσυμβουλίου, και αφετέρου να δίνεται εξήγηση για τα κριτήρια με βάση τα οποία θεωρήθηκε ο αιτητής ότι δεν ενέπιπτε στην κατηγορία των αναπήρων.
Δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση της δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση ότι η απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και προπαντός ότι είναι αυτή επαρκώς αιτιολογημένη.
Η Ε.Ε.Υ. υιοθέτησε τη γνωμοδότηση του ιατροσυμβουλίου το οποίο με τη σειρά του εξήγαγε συμπέρασμα χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση και χωρίς αναφορά στις διαφοροποιήσεις των ευρημάτων του πορίσματος του με αυτά των ιατρικών πιστοποιητικών που υπεστήριζαν το αίτημα. Συνεπώς ερωτάται πώς και γιατί το αρμόδιο όργανο (Ε.Ε.Υ.) επέλεξε να βασισθεί στη γνωμάτευση του ιατροσυμβουλίου και γιατί αγνόησε τα πιστοποιητικά που προσκόμισε ο αιτητής ή ποιά βαρύτητα έδωσε σε αυτά.
Πληθώρα αποφάσεων της Ολομέλειας έχουν διαμορφώσει κανόνες απαράβατου σε ότι αφορά την ανάγκη αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων. Είναι αυτό εξάλλου θεμελιώδης αρχή του διοικητικού δικαίου και επιβάλλεται συνταγματικά σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Παραπέμπω ενδεικτικά στα όσα σχετικά λέχθηκαν στη Δημοκρατία ν. Γεωργίου Χατζηγεωργίου, Α.Ε. 1887 (9.12.94) και Βραχίμης Χ" Χάννας ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 2307 (31.3.99).
Με βάση τα πιο πάνω κρίνω πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει γιατί δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η μη επαρκής αιτιολογία ανάγεται
και σε ελλιπή έρευνα για τα ζητήματα που επισημάνθηκαν. Ως εκ τούτου η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.
Π. Αρτέμης,
Δ.
/Χ.Π.