ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 537/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.
ΜΕΤΑΞΥ
:Ξάνθου Νεοκλέους, από Κούκλια Πάφου,
Αιτητή
και
Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου,
Καθ'ης η αίτηση
----------------------------------< /P>
12 Ιουλίου 2001
Για τον Αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για την Καθ'ης η αίτηση: κ. Κ. Χ" Ιωάννου.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(α) Τα γεγονότα
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ'ων η αίτηση της 24/6/99 με την οποία προάχθηκε, μεταξύ άλλων, ο Γεώργιος Αντωνίου (ενδιαφερόμενο μέρος) στη θέση του Επιθεωρητή Τεχνικού Προσωπικού, αντί του αιτητή.
Οπως προκύπτει από τα επισυνημμένα Παραρτήματα, στην υπό εξέταση περίπτωση το Συμβούλιο Προσωπικού της Αρχής αφού έλαβε υπόψη τα κριτήρια που καθιερώνονται στην παράγραφο 7 των Περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών 1982-1990, τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων τους στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, προχώρησε στην αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αποφάσισε ομόφωνα να συμβουλεύσει την Αρχή να προχωρήσει στην πλήρωση οκτώ κενών θέσεων Επιθεωρητή Τεχνικού Προσωπικού, με βάση κατάλογο οκτώ υποψηφίων στον οποίο περιλαμβανόταν το ενδιαφερόμενο μέρος αλλά όχι ο αιτητής. Η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού προς την Αρχή είχε ως επίλογο το εξής απόσπασμα:
"Το Συμβούλιο Προσωπικού, κατά την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους, στάθμισε τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7), δηλαδή την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση, καθώς και εκείνο της ουσιαστικής καταλληλότητας, στο οποίο περιλαμβάνονται η αξία, η πείρα, τα προσόντα και η γενική υπηρεσιακή εικόνα του υπαλλήλου και έκρινε από όλα τα ενώπιόν του στοιχεία ότι ουσιαστικά καταλληλότεροι για προαγωγή είναι οι οκτώ πιο πάνω συστηθέντες."
Ο Γενικός Διευθυντής με τη σχετική του εισήγηση προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής υιοθέτησε τις απόψεις του Συμβουλίου Προσωπικού και εισηγήθηκε την προαγωγή των αναφερόμενων μερών, αφού κατά την άποψη του,
"Οι πιο πάνω υπάλληλοι, λαμβάνοντας υπόψη την απόδοση και επίδοση, την αξία, την πείρα, τα προσόντα και τη γενική υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων, είναι οι ουσιαστικά καταλληλότεροι για προαγωγή στο βαθμό του Επιθεωρητή Τεχνικού Προσωπικού."
Το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ' ων η αίτηση αφού μελέτησε διεξοδικά όλα τα ενώπιον του στοιχεία και συγκεκριμένα τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων στους οποίους περιλαμβάνονταν οι υπηρεσιακές εκθέσεις και αφού προέβηκε το ίδιο σε δική του αξιολόγηση, έκρινε ότι οι προταθέντες εκ μέρους του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή, δικαιούνταν προαγωγής στη θέση του Επιθεωρητή Τεχνικού Προσωπικού. Στο σχετικό πρακτικό της απόφασης αυτής του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ'ων η αίτηση περιέχονται και οι ακόλουθες διαφωτιστικές παράγραφοι:
"Το Συμβούλιο ακολούθως προχώρησε σε περαιτέρω αξιολόγηση και σε σύγκριση όλων των υποψηφίων μεταξύ τους, με βάση τα ακαδημαϊκά και τα επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοσή τους, καθώς και την καταλληλότητά τους για τις προς πλήρωση θέσεις και έκρινε ότι οι Χριστάκης Χαραλάμπους (1655), Ζήνων Ζήνωνος (677), Λουκάς Μ. Παναγιώτου (2106), Νικόλαος Γ. Κυριακίδης (1225), Γεώργιος Π. Ορφανίδης (1834), Παναγιώτης Μ. Μυτιληναίου (1462), Γεώργιος Αντωνίου (167) και Ανδρέας Τσινώντας (2560), υπερέχουν των υπολοίπων υποψηφίων σε απόδοση και επίδοση και είναι οι καταλληλότεροι για τις θέσεις του Επιθεωρητή Τεχνικού Προσωπικού, γι' αυτό και αποφάσισε την προαγωγή τους στο βαθμό του Επιθεωρητή Τεχνικού Προσωπικού προς πλήρωση των κενών θέσεων.
Το Συμβούλιο έκρινε ότι οι πιο πάνω υποψήφιοι είναι καθόλα ικανοί υπάλληλοι, διαθέτουν ευρεία πείρα, έχουν εξαίρετη απόδοση και επίδοση και διαθέτουν ψηλές διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες, στοιχεία απαραίτητα για τη θέση του Επιθεωρητή Τεχνικού Προσωπικού."
(β) Η προσφυγή
Ο αιτητής αμφισβητεί την ορθότητα της επίδικης απόφασης της 24/6/99 προβάλλοντας ως βασικό ισχυρισμό την έλλειψη αιτιολογίας. Επιπρόσθετα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της αξιολόγησης του ως καλού και της φραστικής διατύπωσης της αξιολόγησης του από το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ'ων η αίτηση και ότι το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ'ων η αίτηση δεν έλαβε υπόψη στη διαμόρφωση της τελικής του κρίσης το ότι κατείχε το συγκεκριμένο πτυχίο της Ηλεκτρολογίας ΚΑΤΕΕ Λαρίσης.
Το νομικό πλαίσιο που αφορά τις προαγωγές στην Αρχή διέπεται από τον Κανονισμό 10 των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών 1982-1990. Συγκεκριμένα οι παράγραφοι 5-7 προβλέπουν ότι,
"(
5) Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής. Προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του.(6) Αι βάσει του παρόντος Κανονισμού προαγωγαί διενεργούνται εντός εξ μηνών αφ' ης κενωθή ή δημιουργηθή η πληρωθησομένη διά της προαγωγής θέσις.
(7) Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.
Η Αρχή διατηρεί το δικαίωμα κατά τις κρίσεις για προαγωγή να αποφασίζει καθε φορά να καλεί ή να μη καλεί σε συνέντευξη τους υποψηφίους για προαγωγή σε συγκεκριμένη θέση ή θέσεις:
Νοείται ότι, στην περίπτωση που η Αρχή αποφασίζει να καλέσει τους υποψηφίους για προαγωγή σε συνέντευξη, η κρίση θα διενεργείται σε συνδυασμό και με την προσωπική εντύπωση που αποκόμισαν για τους υποψηφίους τα μέλη της Αρχής."
Το θέμα της φραστικής διατύπωσης της αξιολόγησης του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους τέθηκε συστηματικά εκ μέρους του αιτητή για να στηρίξει τον ισχυρισμό του περί πάσχουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής. Τα σχετικά εδάφια βρίσκονται στα
πρακτικά της συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής της 23/6/99 όπου αναφέρονται τα πιο κάτω σχετικά με τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος:"Ο υποψήφιος Ξάνθος Νεοκλέους (1680) κρίνεται ως καλός υπάλληλος, αποφασιστικός, τακτικός και με ψηλό βαθμό υπηρεσιακού ενδιαφέροντος. Ξεχωρίζει για τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει, ενώ παράγει περισσότερο από τον κανονικό όγκο εργασίας.
Ο υποψήφιος Γεώργιος Αντωνίου (167) κρίνεται ως εξαίρετος υπάλληλος με άριστη γνώση των εργασιών και διαδικασιών του τμήματός του. Είναι ευσυνείδητος, με ψηλό αίσθημα ευθύνης, τίμιος και σαφής, ενώ αξιοποιεί παραγωγικά το χρόνο του και αντιλαμβάνεται τις εκάστοτε προτεραιότητες στις οποίες και δίνει ορθολογιστικές λύσεις. Τέλος, επικοινωνεί σε εξαιρετικό βαθμό με τους συναδέλφους του και είναι υπόδειγμα υπαλλήλου."
Μια προσεκτική εξέταση των στοιχείων που προκύπτουν από την κατάθεση των σχετικών φακέλων παρουσιάζει την πιο κάτω εικόνα.
Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σαφέστατα του αιτητή, τόσο στα επιμέρους θεσμοθετημένα κριτήρια αξιολόγησης, όσο και στις συνεχείς βαθμολογήσεις όλων των ετών πλην των ετών 1992 και 1999 όπου και οι δύο είχαν συγκεντρώσει την ίδια βαθμολογία. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο αιτητής δεν υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε κανένα θεσμοθετημένο κριτήριο, σε ότι αφορά την περίοδο αξιολόγησης που καλύπτει χρονικό διάστημα οκτώ χρόνων. Τουναντίον ο αιτητής υστερεί συστηματικά έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Οι υπηρεσιακές εκθέσεις τον φέρουν μάλιστα σε μειονεκτική θέση σε ότι αφορά κριτήρια και ικανότητες, άκρως απαραίτητες για προαγωγή στην επίδικη θέση. Ο αιτητής υστερεί ξεκάθαρα στα κριτήρια Αντίληψης/Κρίσης, Πρωτοβουλίας/ Αποφασιστικότητας, Διοικητικής-Οργανωτικής ικανότητας, Επαγγελματικής κατάρτισης και Ποιοτικής απόδοσης. Στο κριτήριο Ποσοτικής απόδοσης το οποίο έχει θιγεί επανειλημμένα από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, και για το οποίο γίνεται μνεία στην αξιολόγηση του αιτητή εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, ο αιτητής δεν φαίνεται να υπερέχει αλλά απλά συγκεντρώνει την ίδια βαθμολογία με το ενδιαφερόμενο μέρος. Εχουν και οι δύο αξιολογηθεί με βαθμό 5, δηλαδή είναι εξαίρετοι σε όλες τις υπό εξέταση περιόδους αξιολόγησης. Εύλογα προκύπτει το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει καμιά υπεροχή του αιτητή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αντίθετα ο αιτητής υστερεί καταφανώς έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.
Σε ότι αφορά τα προσόντα και τον ισχυρισμό του αιτητή ότι δεν δόθηκε η δέουσα εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής βαρύτητα στην κατοχή από τον αιτητή πτυχίου Ηλεκτρολογίας ΚΑΤΕΕ Λαρίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι και το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει τουλάχιστον ισοδύναμο (City of Guilds of London Institute, Full Technological Certificate) καθώς και πληθώρα άλλων πιστοποιητικών παρακολούθησης προγραμμάτων, που είναι μάλιστα σχετικά με
τα καθήκοντα και τις απαιτούμενες ικανότητες της επίδικης θέσης. Παρόμοιας φύσης πιστοποιητικά δεν φαίνεται να υπάρχουν στο φάκελο του αιτητή και εν πάση περιπτώσει η αξιολόγηση των προσόντων είναι έργο της Αρχής. Η αναφορά του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής στην τιμιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους χρησιμοποιήθηκε από το δικηγόρο του αιτητή για να υποβάλει ότι αυτή ακριβώς η αναφορά εμπεριέχει αιχμή κατά της τιμιότητος του αιτητή. Διαφωνώ με την πιο πάνω ερμηνεία. Το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων διαφωτίζει το τοπίο και δίνει την ευχέρεια στο Δικαστήριο να διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο έκρινε το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής για την καταλληλότητα του ενδιαφερόμενου μέρους και την αξιολόγηση του ως τίμιου. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν εγείρεται αόριστα και αυθαίρετα αλλά προκύπτει από συμπληρωματικές αξιολογήσεις του ενδιαφερόμενου μέρους από τους άμεσα προϊσταμένους του, που υπάρχουν στον προσωπικό του φάκελο και τονίζουν μεταξύ άλλων την ακεραιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους και την τιμιότητά του σε συνάρτηση με τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας που του ανατέθηκε, που όπως αναφέρεται έχει σχέση με εργολαβικές προσφορές. Ετσι για καθήκοντα όπου η ακεραιότητα χαρακτήρα έχει κεφαλαιώδη σημασία, το ενδιαφερόμενο μέρος πιστώνεται με τιμιότητα εκ μέρους των άμεσα προϊσταμένων του. Επεται ότι δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η συγκεκριμένη αναφορά θίγει τους υπόλοιπους υποψηφίους.Ο αιτητής αμφισβητεί επίσης την εγκυρότητα της σύστασης του Γενικού Διευθυντή ισχυριζόμενος ότι δεν είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη. Το ίδιο θέμα εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Δαμιανού, Α.Ε. 2706 της 26/3/00, όπου τονίστηκε ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή της ΑΤΗΚ δεν επιβάλλεται από θεσμοθετημένη διάταξη όπως είναι αιτιολογημένη. Η αιτιολογία μπορεί να εντοπισθεί στη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού όπου κρίνεται για συγκεκριμένους λόγους η καταλληλότητα των υποψηφίων που συστήνονται. Στην παρούσα περίπτωση ο Γενικός Διευθυντής ήταν το όργανο που ήταν επιφορτισμένο με την εποπτεία όλων
των υπηρεσιών της Αρχής και ως εκ τούτου θα πρέπει να θεωρείται κατά τεκμήριο ως υπεύθυνο όργανο. Ο Γενικός Διευθυντής είχε διαμορφώσει μια συγκεκριμένη εικόνα για τους υποψηφίους και ειδικότερα για το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως αυτή θα μπορούσε να προκύψει από τις εμπιστευτικές-υπηρεσιακές εκθέσεις. Η σχετική αιτιολογία της σύστασης του (που όπως έχει ήδη αναφερθεί δεν είναι θεσμοθετημένα απαραίτητη) προκύπτει από την υιοθέτηση της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού, που είναι επαρκώς αιτιολογημένη.Από όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω φαίνεται ότι ο αιτητής δεν είχε καν οριακή υπεροχή, ούτε ήταν ισόβαθμος με το ενδιαφερόμενο μέρος. Ως εκ τούτου και ενόψει της αρχής που ορίζει ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων αποτελεί έργο του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, η ανατροπή της επίδικης απόφασης είναι ανέφικτη. Η συνολική εικόνα που αναδύεται μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις συνεπικουρούμενη από τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν αφήνει περιθώρια επέμβασης του Δικαστηρίου. Ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή. (Ιδε ΑΤΗΚ ν. Χ. Περικλέους, Α.Ε. 2447 της 31/3/99).
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.