ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 2/1999
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Λάμπρου Ευσταθίου
Αι τητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Γενικού Λογιστή
2. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης
3. Υπουργού Οικονομικών
Καθ'ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 20 Iουλίου, 2001.Για τον αιτητή: Α. Ευτυχίου.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής κατετάγη στις τάξεις της αστυνομίας στις 17.10.1960 και προήχθηκε στις θέσεις αναπληρωτή λοχία και λοχία στις 1.7.67 και 1.12.67 αντίστοιχα.
Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 10.9.12, ημερομηνίας 4.11.1971, τερματίσθηκαν οι υπηρεσίες του για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Επανήλθε στην Αστυνομία την επομένη του πραξικοπήματος, στις 16.7.1974.
Στον αιτητή παραχωρήθηκε στις 10.3.1978, κατόπιν αιτήσεως του ημερομηνίας 19.9.1977 και απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 16.328, ημερομηνίας 10.11.1977, άδεια απουσίας άνευ απολαβών, για εργασία στη Σαουδική Αραβία. Πριν τη λήξη της εν λόγω άδειας του και με αίτηση του ημερομηνίας 7.12.78, ο αιτητής, απευθυνόμενος προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας, ζήτησε παράταση της για ένα ακόμη χρόνο, για τους ίδιους λόγους και με τους ίδιους όρους. Ταυτόχρονα, με την αίτηση του και μέχρι να ληφθεί απόφαση επί αυτής από το Διευθυντή
του Τμήματος Προσωπικού και Διοίκησης του Υπουργείου Οικονομικών, ζήτησε και πήρε, στις 7.12.78 από τον Αρχηγό, εις πίστην του, άδεια απουσίας διάρκειας 179 ημερών.Στο μεταξύ και μέχρι να εγκριθεί η άδειά του, με απόφασή του ημερ. 15.2.79 και αρ. 17.728 το Υπουργικό Συμβούλιο παρέπεμψε, προς περαιτέρω διερεύνηση ή και εκδίκαση, φάκελο με καταγγελίες εναντίον του σύμφωνα με τον περί Καθάρσεως Νόμο αρ. 3/77. Ενόψει της πιο πάνω παραπομπής, ο Αρχηγός με επιστολή του, ημερομηνίας 31.3.79, κάλεσε τον αιτητή να επιστρέψει στην Κύπρο και παράλληλα, δεν ενέκρινε την παραχώρηση άδειας χωρίς απολαβές, από το Τμήμα Προσωπικού.
Ο αιτητής όμως όταν έληξε, στις 29.8.79, η εις πίστη του άδεια, παρέλειψε να επιστρέψει και ως εκ τούτου διώχθηκε πειθαρχικά ερήμην του και του επιβλήθηκε, στις 28.11.79 η ποινή της απόλυσης από το Αστυνομικό Σώμα. Η εν λόγω πειθαρχική απόφαση, μετά από προσφυγή, ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερ. 11.12.82.
Κατόπιν επανεξέτασης του πειθαρχικού παραπτώματος, στα πλαίσια νέας πειθαρχικής δίκης επιβλήθηκε στον αιτητή στις 3.6.83, η ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση, καθώς και η απώλεια δικαιωμάτων μισθού και επιδομάτων για την περίοδο που απουσίαζε.
Αργότερα, στις 7.12.95, με την υπ΄ αριθμό 43.445 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, εγκρίθηκε η παραχώρηση, προς τον αιτητή, συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.
Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή του ζητά από το Δικαστήριο:-
"(Α) Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η συνεχιζόμενη παράλειψη και/ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να μην καταβάλουν στον Αιτητή τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα ή ωφελήματα όταν αφυπηρέτησε για την περίοδο από την 3/6/83 που είναι η ημερομηνία αναγκαστικής αφυπηρέτησης του από την Αστυνομική Δύναμη Κύπρου μέχρι την 7/12/95 που είναι η ημερομηνία από το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε με την υπ΄ αριθ. 43.445 απόφασή του να καταβληθούν στον Αιτητή τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του, λόγω της πιο πάνω αφυπηρέτησης του όπως κοινοποιήθηκε στον Αιτητή κατά ή περί την 20/10/98 με την παράδοση προς αυτό των Παραρτημάτων -Α- και -Β- αντίστοιχα είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα και ότι παραλήφθηκε να γίνει να εκτελεστεί.".
Ο αιτητής προβάλλει τρεις λόγους ακυρότητας. (α) ότι η προσβαλλόμενη παράλειψη και/ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση λήφθηκε κατά παράβαση του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε (β) ότι λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και/ή κατόπιν πλάνης των ουσιωδών γεγονότων και (γ) ότι δεν είναι αιτιολογημένη.
Από την αιτούμενη θεραπεία, όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω, φαίνεται καθαρά ότι το παράπονο του αιτητή δεν αναφέρεται στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 7.12.1995. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι η διοίκηση παρέλειψε να προβεί σε οφειλόμενη ενέργεια δηλαδή σε καταβολή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από την ημερομηνία της απόλυσής του (αναγκαστικής αφυπηρέτησης) την 3.6.83. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 7.12.95 η οποία δεν φαίνεται να προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, έχει ως εξής:-
"Το Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει, σύμφωνα με τον περί Συντάξεων Νόμο, την παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στον πρώην Λοχία της Αστυνομίας με Αρ. 4013 Λάμπρο Ευσταθίου και να εξουσιοδοτήσει τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως να καθορίσουν το ακριβές ύψος των πιο πάνω ωφελημάτων.".
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο αιτητής διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι η σχετική απόφαση του Υπουγικού Συμβουλίου για κατά χάρη σύνταξη δεν είχε αναδρομική ισχύ. (Βλέπε: άρθρο 13(2) του Νόμου 97(1)/97). Ο αιτητής ουδέποτε απέκτησε συνταξιοδοτικά δικαιώματα για την περίοδο μετά το 1983, όταν εξαναγκασθηκε σε παραίτηση. Το γεγονός αυτό το γνώριζε αφού καταχώρησε δύο προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο οι οποίες και απερρίφθησαν. Έτσι ο ισχυρισμός του για συνεχιζόμενη παράλειψη όχι μόνο δεν ευσταθεί αλλά και παραβιάζει το δεδικασμένο που επιβεβαιώνει τη νομιμότητα της στέρησης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του.
Ο περί Συντάξεων Νόμος και οι σχετικοί κανονισμοί δεν προβλέπουν καταβολή οποιουδήποτε συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε περίπτωση απόλυσης μέλους της αστυνομικής δύναμης. Με την Κ.Δ.Π. 127/93 δόθηκε η εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να εγκρίνει σε εξαιρετικές περιπτώσεις την καταβολή κατά χάρη σύνταξης. Του ευεργετήματος αυτού επωφελήθηκε και ο αιτητής.
Ο σχετικός Κανονισμός αρ. 53 έχει ως ακολούθως:-
"(β) Με την προσθήκη της ακόλουθης νέας παραγράφου:
"(2) Σε περίπωση απόλυσης αυτή συνεπάγεται την απώλεια όλων των ωφελημάτων αφυπηρέτησης:
Νοείται ότι στον ή στη σύζυγο ή στα εξαρτώμενα τέκνα, αν υπάρχουν, μέλους που απολύθηκε καταβάλλεται σύνταξη, η οποία υπολογίζεται με βάση τα πραγματικά έτη υπηρεσίας του μέλους που απολύθηκε σαν να είχε πεθάνει το πρόσωπο αυτό κατά την ημερομηνία της απόλυσής του.".
Είμαι της γνώμης και αυτή είναι η θέση μου, ότι εφαρμοστέον άρθρο ως προς τον υπολογισμό των ωφελημάτων αυτών είναι το άρθρο 13(2) του Νόμου 97(1)/97, το οποίο αποκλείει ως συντάξιμο χρόνο για τον υπάλληλο που δεν βρισκόταν στην υπηρεσία. Το άρθρο 13(2) έχει ως εξής:-
"(2) Εκτός αν άλλως πως ειδικά προνοείται στο Νόμο, καμιά περίοδος κατά την οποία ο υπάλληλος δε βρισκόταν στην κρατική υπηρεσία δε λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της θεμελιωτικής ή συντάξιμης υπηρεσίας.".
Σχετική επί του θέματος είναι η πρόσφατη απόφαση Ευγενίας Παπαπέτρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 1178/98 ημερ. 1.3.2000. Ο Χατζηχαμπής, Δ. ανάφερε τα εξής με τα οποία συμφωνώ.:-
"Το άρθρο 13(2) ρητά εξαιρεί από τον υπολογισμό της συντάξιμης υπηρεσίας οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο λειτουργός ήταν εκτός της υπηρεσίας. Εφ΄ όσον η απόφαση για απόλυση του κ. Παπαπέτρου ίσχυε μέχρι του θανάτου του, ο κ. Παπαπέτρου ήταν εκτός υπηρεσίας από τις 31.1.1980 μέχρι και του θανάτου του, και έτσι η εν λόγω περίοδος δεν μπορούσε να περιληφθεί στον υπολογισμό της συντάξιμης υπηρεσίας του. Μόνο αν η απόφαση ανάκλησης της απόλυσης του ενεργούσε αναδρομικά θα μπορούσε ενδεχόμενα να υποστηριχθεί (που δεν το αποφασίζω) ότι δεν ήταν εκτός υπηρεσίας. Η απόφαση εκείνη όμως ρητά διατυπώθηκε ώστε να ισχύει από την ημερομηνία λήψης της, και έτσι σαφώς δεν είχε αναδρομική ισχύ. Για το λόγο αυτό, δεν μπορώ να δω πως η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να θεωρηθεί τρωτή.".
Καταλήγοντας στα πιο πάνω, θεωρώ ότι δεν ευσταθούν οι άλλοι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής, δηλαδή για ελλειπή έρευνα και πλάνη περί τα γεγονότα ή το Νόμο. Αλλά, ούτε και το ισχυριζόμενο αναιτιολόγητο της επίδικης απόφασης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ